Ο Φάμπιο Στάσι είναι ιδανικός συνομιλητής για μια βιβλιοφιλική συζήτηση. Έχει εργαστεί σε βιβλιοθήκες και εκδοτικούς οίκους, έχει γράψει λογοτεχνικά δοκίμια και μυθιστορήματα που αφορούν την ίδια τη λογοτεχνία, θαυμάζει τα βιβλία ως αντικείμενα, μελετά τους φανταστικούς χαρακτήρες της ιστορίας, πιστεύει με πάθος στην αξία και τη μαγεία της ανάγνωσης. Εδώ και κάποια χρόνια επινόησε μάλιστα αυτόν τον ήρωα, τον Βίντσε Κόρσο (τον περιγράφει ως σωσία του Ζεράρ Ντεπαρντιέ), ο οποίος σε μια στιγμή υπαρξιακής απόγνωσης άνοιξε ένα γραφείο βιβλιοθεραπείας. Γύρω από τον Κόρσο έχτισε τελικά ένα γοητευτικό σύμπαν που έχει αγαπηθεί δεόντως και από το ελληνικό κοινό. Το τέταρτο βιβλίο με πρωταγωνιστή τον περίφημο πλέον βιβλιοθεραπευτή κυκλοφόρησε μόλις στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Ίκαρος, με τον τίτλο Νυχτερινό στη Γαλλία – είχαν προηγηθεί τα Η χαμένη αναγνώστρια, Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή και Σκοτώνω όποιον θέλω. Εξ αφορμής ο Στάσι θα έρθει να συναντήσει τους Έλληνες αναγνώστες του σε μια βραδιά στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών και λίγο πριν ταξιδέψει στη χώρα μας, μίλησε στο «Κ» για τα αγαπημένα του θέματα: τα βιβλία. Τα βιβλία του και τα βιβλία των άλλων.

Με δεδομένο το πόσο έχετε ασχοληθεί με το συγκεκριμένο θέμα, ίσως είναι λίγο αφελής η ερώτηση, αλλά θα την κάνω: Πιστεύετε στα αποτελέσματα της βιβλιοθεραπείας;
Δεν είναι ούτε αφελής ούτε αυτονόητη η ερώτηση. Ναι, πιστεύω στη βιβλιοθεραπεία και η απόδειξη είναι ότι στις φυλακές που διαθέτουν βιβλιοθήκη, σημειώνονται κατά ένα τρίτο λιγότερες αυτοκτονίες κρατουμένων. Η ανάγνωση μπορεί να σώσει ζωές, αλλά όχι επειδή τα βιβλία τοποθετούνται στο πεδίο της υγείας· αυτή είναι η παρανόηση που πρέπει να αποφύγουμε. Όποιος γράφει δεν είναι υγιής με την παραδοσιακή έννοια του όρου, ούτε και όποιος διαβάζει. Η ανάγνωση, η λογοτεχνία βρίσκονται στο πεδίο της ανημπόριας, της δοκιμασίας, σ’ εκείνη την πλευρά όσων έχουν υποστεί μια αδικία. Η λογοτεχνία δεν αποστειρώνει, δεν θεραπεύει ούτε παρηγορεί. Μπορεί, ωστόσο, να προσφέρει ανακούφιση. Μιλάει για τις αδυναμίες των λογοτεχνικών χαρακτήρων και το θέμα της είναι η ευθραυστότητα της ανθρώπινης κατάστασης, κάτι που μας αφορά όλους. Γι’ αυτό μας κάνει καλό. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην παρηγοριά και την ανακούφιση. Η παρηγοριά παραπλανά, δίνει ψεύτικες ελπίδες. Η ανακούφιση, από την άλλη, δεν αρνείται την πραγματικότητα. Μας κάνει όμως να νιώθουμε λιγότερο μόνοι, μας βοηθά, εκπαιδεύει την ευαισθησία μας.
Έχετε ποτέ υποβληθεί στη διαδικασία της βιβλιοθεραπείας; Ή έχετε παρακολουθήσει να συμβαίνει σε άλλους;
Για να είμαι ειλικρινής, την έχω ασκήσει, αλλά με τον ρόλο του ακούσιου βιβλιοθεραπευτή. Στη Σαρδηνία, κάποιοι φίλοι μου αυτοσχεδίαζαν, στήνοντας κατά καιρούς ένα υπαίθριο νοσοκομείο, ένα λογοτεχνικό Πρώτων Βοηθειών. Μου έδωσαν μια ιατρική ρόμπα, ένα στηθοσκόπιο σε σχήμα βιβλίου κι ένα συνταγολόγιο για να συνταγογραφώ βιβλία προς ανάγνωση. Ο κόσμος σχημάτιζε ουρές σύμφωνα με έναν συγκεκριμένο κώδικα προτεραιότητας, ανάλογα με τη σοβαρότητα των προβλημάτων τους: εργασιακά, υγείας, ερωτικά, οικογενειακά. Την πρώτη φορά ξεκινήσαμε νωρίς το απόγευμα και μέχρι τη νύχτα υπήρχε ακόμη κόσμος που περίμενε. Θυμάμαι ότι συνέστησα σε πολλούς το Βιβλίο των εναγκαλισμών του Εδουάρδο Γκαλεάνο. Έμοιαζε σαν παιχνίδι, μια ανορθόδοξη παρουσίαση. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Κατάλαβα την τεράστια δύναμη των βιβλίων. Τα βιβλία είναι μια θαυμαστή γέφυρα μεταξύ των ανθρώπων, μπορούν να μας βοηθήσουν να εκφράσουμε τις αγωνίες που κατοικούν μέσα μας, με λιγότερη ντροπή και μεγαλύτερο θάρρος. Γυναίκες που δεν γνώριζα μου μίλησαν για τη ζωή τους, τις δυσκολίες τους, με εμπιστεύτηκαν. Στην ουσία, αναζητούσαν κυρίως κάποιον να τις ακούσει. Και η ακρόαση είναι από μόνη της θεραπευτική.
Αν στη σημερινή συνθήκη της ζωής σας επισκεπτόσασταν έναν βιβλιοθεραπευτή,
ποιο βιβλίο πιστεύετε ότι θα σας πρότεινε να διαβάσετε;
Θα μου άρεσε να ξαναέβρισκα λίγη ελαφρότητα, οπότε ίσως Καλβίνο και Οβίδιο. Αλλά και Χαν Γκανγκ, για τον τρόπο που προσεγγίζει τον πόνο. Και ελληνική ποίηση του εικοστού αιώνα.
Ποιο βιβλίο θα προτείνατε εσείς σε κάποιον ως εισαγωγή στην ιταλική λογοτεχνία; Πείτε μου και περισσότερα από ένα, αν θέλετε.
Τον Λεονάρντο Σάσα, για την ευφυΐα και το ύφος του. Τον Ταμπούκι, για τη μελαγχολία του. Την Έλσα Μοράντε, για το πάθος της. Πρώτο απ’ όλα, όμως, θα πρότεινα την Ιστορία της μιαρής στήλης του Μαντσόνι. Αμέσως μετά, το Φοντάμαρα του Ινιάτσιο Σιλόνε, το πιο πολυδιαβασμένο αντιφασιστικό βιβλίο στον κόσμο. Και ας μην ξεχνάμε και τους ποιητές, τον Ουνγκαρέτι, τον Καπρόνι, τον Σάμπα, την Άλντα Μερίνι.
Υπάρχουν τάσεις στη σημερινή ιταλική λογοτεχνία; Τι γράφουν οι νέοι συγγραφείς; Τι θέλει να διαβάζει ο κόσμος;
Η ιταλική λογοτεχνία σήμερα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία. Ωστόσο, η αγορά είναι εκείνη που κατευθύνει τις επιλογές και δεν υπάρχει βιβλιοποικιλότητα ούτε καν στα βιβλία που μπορεί να δανειστεί κάποιος από τις βιβλιοθήκες. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να ελπίζω ότι οι αναγνώστες θα διεκδικούν πάντα την ανεξαρτησία τους, θα προσανατολίζονται και θα εμπιστεύονται το ένστικτό τους. Για παράδειγμα, μέσα από τις λέσχες ανάγνωσης, που δεν μπορούν να χειραγωγηθούν. Προσωπικά, πιστεύω ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να αποσπαστεί από την ποιότητα. Ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς Ιταλούς συγγραφείς της σημερινής εποχής για μένα είναι ο Αντρέα Μπαγιάνι, γιατί ξέρει να συνδυάζει το ύφος, τη θεματολογία, τη βιογραφία, την παράδοση και την καινοτομία. Τον νιώθω κοντά μου και όσον αφορά την προσπάθειά του να ξεπεράσει τα εθνικά σύνορα, την απόπειρά του να φέρει σε συνομιλία την ιταλική με την παγκόσμια λογοτεχνία.
Πώς είναι ταξινομημένη η προσωπική σας βιβλιοθήκη; Αλφαβητικά; Χρονολογικά; Ανά γλώσσα; Τυχαία;
Ιστορικά, με βάση την ημερομηνία της πρώτης κυκλοφορίας. Ήθελα να απεικονίσω στα ράφια μου την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μια τρέλα δηλαδή, και η αλήθεια είναι πως τώρα πια δεν βρίσκω σχεδόν ποτέ τα βιβλία που ψάχνω. Αλλά, όπως και ο Βίντσε, συχνά βρίσκω άλλα που είχα ξεχάσει.
Αναφέρετε κάποια στιγμή μια φράση του Θέρκας, ότι οι καλύτερες ιστορίες έχουν ένα «τυφλό σημείο». Συμφωνείτε μ’ αυτό; Δεν εννοώ μόνο στη μυθοπλασία.
Η δύναμη κάθε αφήγησης βρίσκεται πάντα σε ό,τι δεν λέγεται. Σε ό,τι κρύβεται. Η λογοτεχνία, η λογοτεχνία που πάντα αγαπούσα, από τον Τσέχοφ και μετά, ενδιαφέρεται για τα μυστικά, όχι για τους γρίφους. Οι γρίφοι είναι μυστήρια που έχουν όμως λύση. Τα μυστικά, όχι. Για τα μυστικά πρέπει να συνεχίζεις να αναζητάς τη λύση τους. Η λογοτεχνία είναι αυτή η ατέρμονη πιθανολογία, αυτή η ανάγκη να δημιουργούμε συνεχώς νέες εικασίες, νέες υποθέσεις. Για να αμφισβητούμε διαρκώς την αλήθεια. Η αλήθεια ανήκει στις θρησκείες, όχι στη λογοτεχνία, η οποία, όπως είχε πει ένας Αργεντινός συγγραφέας, ο Ρικάρντο Πίλια, είναι μια ιδιωτική μορφή ουτοπίας. Ο αναγνώστης είναι ο μοναδικός αληθινός ντετέκτιβ όλων των ιστοριών.
Είστε καθόλου ανήσυχος ότι η ταχύτητα του ίντερνετ και τα σόσιαλ μίντια βλάπτουν την κουλτούρα της ανάγνωσης στον σύγχρονο κόσμο;
Όχι, για μένα άλλοι είναι οι λόγοι ανησυχίας: η επιστροφή των πολέμων, η εξάπλωση των νέων φασισμών, η αυταρχική και υπεραπλουστευτική τροπή των πραγμάτων, η δυσφορία των νέων, η περιβαλλοντική καταστροφή. Αυτό που με φοβίζει είναι το πώς χρησιμοποιεί η εξουσία τις νέες τεχνολογίες. Αλλά όπως έλεγε ο Ταμπούκι, που ήταν επίσης πολύ δεμένος με την Ελλάδα, πρέπει να πλέκουμε το εγκώμιο της λογοτεχνίας, διότι έχει φτάσει έως εμάς και καμία εξουσία δεν κατάφερε να την καταστείλει.
«Η παρηγοριά παραπλανά, δίνει ψεύτικες ελπίδες. Η ανακούφιση, από την άλλη, δεν αρνείται την πραγματικότητα. Μας κάνει όμως να νιώθουμε λιγότερο μόνοι».
Ο ήρωάς σας κουβαλάει μια άτυπη κληρονομιά απ’ τον πατέρα του, που δεν γνώρισε ποτέ. Είναι τρία βιβλία των Πούσκιν, Λέρμοντοφ και Ουγκό. Περίεργη τριάδα. Είναι συγγραφείς που θαυμάζετε;
Και τα τρία βιβλία τα είχα στο σπίτι μου και τα διάβασα όταν ήμουν μικρός. Η επαφή μου ιδίως με τον Ουγκό υπήρξε καθοριστική. Το αποτύπωμα που αφήνουν επάνω μας οι πρώτοι ήρωες των μυθιστορημάτων με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή, είναι παντοτινό. Σε εμένα αυτό συνέβη με τον Ούρσους, τον πρωταγωνιστή τού Ο άνθρωπος που γελά. Από τότε αγαπούσα πάντα τους τσιρκολάνους, τους πλάνητες, όπως τον Μελκιάδες από το Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μάρκες, τον Τζεπέτο του Κολόντι, αλλά και τον Τσάρλι Τσάπλιν ή τον Ζαμπανό από το Λα στράντα του Φελίνι.
Γράφετε για δύο χαρακτήρες στο Νυχτερινό ότι τους συνδέει κάτι πιο σπάνιο από τον έρωτα: μια ξεχωριστή φιλία. Θεωρείτε ότι μια ξεχωριστή φιλία είναι η πιο ολοκληρωμένη σχέση που μπορούμε να έχουμε;
Η φιλία είναι η πιο σπουδαία μορφή αγάπης που μπορεί κανείς να νιώσει, διότι είναι η πιο ανιδιοτελής και η πιο ελεύθερη. Μου αρέσει να σκέφτομαι τη φιλία σαν ένα νησί, το νησί στο οποίο θα ήθελα να ζήσω.
Νιώθετε να σας συνδέει κάποιου είδους φιλία με τον Κόρσο; Είναι μαζί σας πολύ καιρό πια.
Στην αρχή δεν ήταν έτσι, αλλά με τον καιρό καταλήξαμε να μοιάζουμε όλο και περισσότερο, να μοιραζόμαστε πολλές εμπειρίες, πολλά ταξίδια, πολλές ιδέες. Και φυσικά πολλά βιβλία. Μπορώ να πω ότι τώρα τον νιώθω ως το λογοτεχνικό alter ego μου, που μου δίνει την ελευθερία να λέω όσα ίσως δεν θα κατάφερνα να πω μόνος μου.

Ο Κόρσο ακροβατεί ανάμεσα στις δύο του εθνικότητες, ιταλική και γαλλική. Τι θεωρείτε εσείς πατρίδα; Τη χώρα σας; Τη γλώσσα; Την οικογένεια; Τους φίλους; Τη λογοτεχνία;
Ο Βίντσε Κόρσο είναι ένας άνθρωπος της εποχής μας. Δεν έχει πατέρα, δεν έχει μία μοναδική γλώσσα, δεν ανήκει αποκλειστικά σε έναν τόπο. Είναι ορφανός. Οι φίλοι του είναι η οικογένειά του. Η ταυτότητά του είναι πολλαπλή, προϊόν προσμείξεων, όπως και η ταυτότητα κάθε αναγνώστη. Γιατί όλοι μας είμαστε πλασμένοι τόσο από τα βιβλία που έχουμε διαβάσει, όσο και από τους τόπους που έχουμε κατοικήσει.
«Η φιλία είναι η πιο σπουδαία μορφή αγάπης που μπορεί κανείς να νιώσει, διότι είναι η πιο ανιδιοτελής και η πιο ελεύθερη».
Μου άρεσε πολύ το σημείο όπου ο Κόρσο σχολιάζει ότι ένιωσε μια παράξενη αλληλεγγύη με τους αγνώστους στο βαγόνι. Το νιώθετε ποτέ αυτό όταν βρίσκεστε ανάμεσα σε άλλους;
Εδώ και πολλά χρόνια ταξιδεύω καθημερινά και για αρκετές ώρες με το τρένο, για να πηγαίνω από το σπίτι μου στη δουλειά μου. Στην Ιταλία, το καθημερινό πολύωρο ταξίδι με το τρένο σε εκπαιδεύει στην απελπισία, αλλά και στην αλληλεγγύη. Συχνά νιώθω ένα αίσθημα κοινότητας με ανθρώπους που δεν γνωρίζω, που συναντώ τυχαία. Κατά βάθος, μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο πεπρωμένο.
Και μια τελευταία ερώτηση, περισσότερο από προσωπική περιέργεια: Έχει κάποια «μεταφυσική» σχέση ο δικός σας Κόρσο με τον Λούκας Κόρσο από το Club Dumas του Ρεβέρτε;
Με πάσα ειλικρίνεια, όχι, ήταν μια ακούσια αναφορά. Επέλεξα το επώνυμο Κόρσο επειδή στην Ιταλία δινόταν στα αγνώστου πατρός παιδιά. Πάντως είναι μια ωραία σύμπτωση. Όλα τα βιβλία και οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες συνομιλούν μεταξύ τους και οι βιβλιοθήκες, ειδικά τη νύχτα, είναι μέρη γεμάτα ζωή.

Απομονώσαμε ένα απόσπασμα από το Νυχτερινό στη Γαλλία όπου ο Βίντσε Κόρσο συστήνεται σε έναν άγνωστο στο τρένο.
Την επόμενη ώρα την περάσαμε αμίλητοι, εκείνος διαβάζοντας μια παλιά κομμουνιστική εφημερίδα που κανείς δεν αγόραζε πια, κι εγώ κατηγορώντας τον εαυτό μου που είχα τινάξει στον αέρα τις μοναδικές πραγματικές διακοπές των τελευταίων μηνών. Μόνο που στις πρώτες σήραγγες των Απέννινων, του άνοιξε πάλι η όρεξη για κουβέντα.
«Δεν μου είπατε πώς σας λένε».
Το σακάκι που φορούσε ήταν πιο τριμμένο από το δικό μου. Οι τρόποι του, ευγενείς και αποφασιστικοί. Κι ήταν κι εκείνο το θλιμμένο χαμόγελο του chansonnier που είχε.
«Βίντσε», του είπα. «Βίντσε Κόρσο».
Σε όλη τη διαδρομή δεν είχε πιάσει στιγμή κάποιο κινητό, ούτε είχε σηκωθεί από το κάθισμά του. Διάβαζε απλώς την εφημερίδα του κι έλυνε το σταυρόλεξο στην τελευταία σελίδα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν βετεράνος του εικοστού αιώνα, όπως κι εγώ άλλωστε.
«Λύστε μου μια απορία, κύριε Κόρσο. Έχετε κάποια σχέση με τα βιβλία;»
Μπήκα στον πειρασμό να του πω ότι ήμουν ένας αποτυχημένος συγγραφέας, αλλά τελικά έμεινα πιστός στην πραγματικότητα.
«Απλώς τα συστήνω».
«Είστε ψυχίατρος;»
«Όχι, δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω. Η δική μου δουλειά είναι ένα παιχνίδι, αν και καμιά φορά γίνεται ένα πολύ σοβαρό παιχνίδι».
«Τι εννοείτε;»
«Στη βιβλιοθεραπεία, σε γενικές γραμμές, ο θεραπευτής δίνει ένα βιβλίο στον ασθενή και στις επόμενες συνεδρίες τού ζητάει να του πει τι διάβασε. Είναι σαν να ερμηνεύει τις ονειροπολήσεις του άλλου. Αυτό ονομάζεται διαδικασία εξατομίκευσης».
«Ενώ εσείς;»
«Εγώ κάνω το αντίθετο. Όσοι με επισκέπτονται μού εκμυστηρεύονται τα προβλήματά τους και αναλόγως με όσα μου λένε, τους προτείνω κάποιο μυθιστόρημα».
«Και έχει αποτέλεσμα αυτός ο τρόπος;»
«Η αλήθεια είναι ότι κάποιες φορές τα θαλασσώνω».
Το Νυχτερινό στη Γαλλία, όπως και όλα τα άλλα βιβλία του Φάμπιο Στάσι, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Δήμητρας Δότση. / Ο Ιταλός συγγραφέας θα βρεθεί στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών (Πατησίων 47) την Πέμπτη 23/01 στις 19.00, για την παρουσίαση του καινούργιου του βιβλίου. Είσοδος ελεύθερη με δήλωση συμμετοχής στο iicatene.esteri.it/el/

