Υπάρχει τρόπος για να ξαναβρούμε τους φίλους μας;

Υπάρχει τρόπος για να ξαναβρούμε τους φίλους μας;

Τι κάνουν σήμερα οι άνθρωποι που κάποτε ήμασταν κάθε μέρα μαζί; Πόσο δύσκολο και πόσο απαραίτητο είναι να έχει κανείς φίλους στην ενήλικη ζωή; Δύο συγγραφείς μοιράζονται μαζί μας τους προβληματισμούς τους

8' 12" χρόνος ανάγνωσης

Κάποτε, το «τι κάνεις;» στην αρχή του τηλεφωνήματος δεν ήταν απαραίτητο. Φυσικά και ήξερε τι κάνει. Το τηλεφώνημα είχε απόσταση από το προηγούμενο το πολύ μερικές ώρες, άντε μία μέρα. Και αν δεν ήταν τηλέφωνο, θα ήταν μήνυμα· και αν δεν ήταν μήνυμα, θα ήταν σκάιπ· και αν δεν ήταν σκάιπ, θα σήμαινε ότι βρίσκονται στην ίδια χώρα, άρα μάλλον προχτές ήταν μαζί. Φυσικά και ήξερε τι κάνει. Αν βαριέται στη δουλειά, πώς λένε κάθε συνάδελφο και αν την εκνευρίζει αυτή την εποχή ή αν τον συμπαθεί, τι έγινε στον οδοντίατρο, τι ήταν τελικά ο ήχος που βγάζει το αμάξι όταν ξεπαρκάρει. Σε ποιο ντουλάπι του σπιτιού της είναι οι φορτιστές, ποιος είναι ο κωδικός του συναγερμού της, τι γαλοπούλα της αρέσει από τον Βασιλόπουλο. Τι φοβάται, πώς πάνε τα ερωτικά της, τι της προκαλεί κρίση πανικού. Έτσι δεν είναι οι φίλες; Ίσως και να μην είναι πάντα, πάντως έτσι ήταν εκείνες, για πάνω από μία δεκαετία, μια δεκαετία αβανταδόρικη, γιατί είναι αβάντα να είσαι 20 και 25 και 30. Ίσως και να λέω λίγο ή να λέω πολύ, γιατί δεν ξέρω πότε, αλλά κάποτε σταμάτησαν να είναι «έτσι» και έγιναν «κάπως αλλιώς». Δεν έγινε σε μία μέρα, δεν έγινε σε έναν χρόνο. Δεν τσακώθηκαν και δεν σταμάτησαν να είναι αγαπημένες.

Όμως, όπως συμβαίνει συχνά και στις ερωτικές σχέσεις, έτσι και στις φιλικές, η ζωή μπήκε στη μέση. Τα κενά ανάμεσα στα τηλεφωνήματα μεγάλωσαν, η μία μέρα έγινε δύο, οι δύο τρεις. Οι άνθρωποι απομακρύνονται χωρίς να το καταλάβουν. Θάνατοι, αρρώστιες, έρωτες, γάμοι, σύντροφοι που φέρνουν μαζί τον δικό τους κόσμο, εξαντλητικές ημέρες, κούραση, ματαίωση, άλλα γούστα και καινούργιοι κόσμοι φανταχτεροί. Κάποτε δεν σήκωσε το τηλέφωνο γιατί ο διευθυντής της «της είχε πιει το αίμα», και πώς να το κάνουμε, δεν είχε διάθεση. Μήπως εκεί έγινε το κακό; Είναι αδυσώπητη η ενήλικη ζωή, σε περιμένει κάθε μέρα στη γωνία, κι αν δεν προσέξεις, ξυπνάς μια μέρα και έχεις πάψει να είσαι η στενότερη των φιλενάδων, η αδελφότερη των ψυχών. 

Υπάρχουν πολύ δυστυχέστερα πράγματα που μπορεί να συμβούν σε κάποιον από τις φριχτές τύψεις πως από κεκτημένη ταχύτητα ξέχασε να είναι καλός φίλος. Όταν άρχισε να νυστάζει από τις δέκα και να ξεχωρίζει τα μάλλινα από τα βαμβακερά πριν από την πλύση. Όταν τις Κυριακές τις περνάει με «υποχρεώσεις» και όχι στην πλατεία για χαζοκαφέ. Όταν βολεύει πιο πολύ να κάνει παρέα με τους γονείς από τον παιδικό. 

Υπάρχει τρόπος για να ξαναβρούμε τους φίλους μας;-1

Κάποιοι θα βάλουν στόχο αυτή τη νέα χρονιά να γίνουν καλύτεροι φίλοι. Να θυμούνται όλα τα γενέθλια, να είναι εκεί σε κάθε δυσκολία, να μη βαριούνται να βγουν την Παρασκευή, να απαντάνε στα μηνύματα. Άλλοι ευχαριστιούνται να κάνουν καινούργιους φίλους που κουμπώνουν περισσότερο στις νέες φάσεις της ζωής τους. Άλλοι συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν πια φίλους. Εμείς αναζητήσαμε απαντήσεις στη λογοτεχνία, και συγκεκριμένα σε δύο συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί στο έργο τους με το ζήτημα της φιλίας, και τους ζητήσαμε μερικές σκέψεις που θα φωτίσουν κάποια μυαλά αυτή την Πρωτοχρονιά. Είτε την περάσουν με τους στενούς τους φίλους είτε με τον Χάρι Πότερ στην τηλεόραση είτε σε κάποιο στολισμένο σπίτι όπου όλοι χαμογελούν, αλλά κανείς δεν είναι ο πιο δικός τους άνθρωπος. 

Τελείωσαν τα παιχνίδια 

Ο Γιάννης Μπασκόζος θυμάται τη νεανική του παρέα, αυτή στην οποία έχει αφιερώσει –και από την οποία έχει εμπνευστεί– την τελευταία του νουβέλα, Η μπαλάντα των ανίδεων και των καλών (εκδ. Μεταίχμιο). Η δεκαετία των 20 τον βρήκε σε μια εποχή μεταιχμιακή, λίγο πριν και λίγο μετά το τέλος της δικτατορίας. Για εκείνον και τους φίλους του, η παρέα τους ήταν πάνω από όλα, τόσο ισχυρή που συχνά έλεγαν ψέματα στα κορίτσια τους ότι διαβάζουν, προκειμένου να συναντηθούν μεταξύ τους. «Περνούσαμε πιο ευχάριστα, μη φανταστείς ότι κάναμε κάτι τρομερό, ατελείωτες συζητήσεις και κουβέντες». Σε ένα περιβάλλον ασφυκτικό, λογοκρισίας και ελλιπούς πληροφόρησης, η παρέα αυτή ήταν μια διέξοδος. Αναζητούσαν απαγορευμένα βιβλία, ρουφούσαν τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, συζητούσαν όποιες πληροφορίες τους έρχονταν για τα φοιτητικά κινήματα στο εξωτερικό. «Όλα αυτά μας τροφοδοτούσαν με έναν ευρύτερο προβληματισμό κοινωνικό και πολιτιστικό, και αυτό το ψάξιμο γινόταν σε μια εποχή αθωότητας, δεν ήμασταν ακόμη μπολιασμένοι με τα κοινωνικά δεδομένα, δεν είχαμε μπει μέσα στο σύστημα, να πρέπει να σηκωνόμαστε το πρωί να δουλέψουμε, να έχουμε οικογένεια με παιδιά». 

Κάποιοι θα βάλουν στόχο αυτή τη χρονιά να γίνουν καλύτεροι φίλοι. Να θυμούνται τα γενέθλια, να είναι εκεί σε κάθε δυσκολία, να μη βαριούνται να βγουν  την Παρασκευή, να απαντάνε στα μηνύματα.

Αυτή η παρέα συναντιέται ακόμη. Το ραντεβού στον Λέτζο, όποτε και αν ξυπνούσαν, έχει δώσει τη θέση του σε πιο οργανωμένες συναντήσεις σε ταβερνάκια στο Παγκράτι. Άλλοι έχουν χαθεί. «Δεν υποστηρίζω ότι πιάνεις μια παρέα στα 18 και έχεις τους ίδιους φίλους μια ζωή. Εναλλάσσονται, γιατί και εσύ αλλάζεις. Αλλά με κάποιους ανθρώπους κάτι σε δένει μακροπρόθεσμα, κι ας μην κάνεις πια πολύ στενή παρέα, ένα κομμάτι της ζωής σου έχει ακουμπήσει σε αυτούς», λέει. Πριν από χρόνια, του χτύπησε το κουδούνι ένας από εκείνους τους φίλους, τους παλιούς. Είχε να τον δει δέκα χρόνια. «Εγώ είχα ήδη παντρευτεί και είχα παιδιά. Μπήκε στο σπίτι, και ήταν σαν να ήταν εκεί και την προηγούμενη εβδομάδα, σαν να μην είχε μεσολαβήσει ποτέ αυτή η δεκαετία που είχαμε χαθεί». 

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου ήταν πάντα «γυναίκα και κορίτσι της φιλίας», όπως λέει, και δη της γυναικείας φιλίας. Το βιβλίο της Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη (εκδ. Καστανιώτη), ορόσημο στη σύγχρονη λογοτεχνία, ύμνος και λάβρα για τη νεανική κοριτσίστικη φιλία. «Στις ηλικίες που προσπαθούμε με μεγάλη επιμέλεια να φτιάξουμε μια ταυτότητα, να είμαστε εκείνο ή το άλλο, η φιλία είναι μια απόδειξη αυτής της ταυτότητας», λέει. «Δοκιμάζουμε όλα τα άγρια συναισθήματα που μετά θα γίνουν ερωτικά. Την αποκλειστικότητα, τη ζήλια, τον έλεγχο, τη δύναμη. Ποια είναι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη, ποια ντύνεται πιο ωραία;  Λέμε “δεν σε αντέχω, γιατί είσαι έτσι όπως είσαι, γιατί δεν είσαι σαν κι εμένα;”. Αυτό δεν συμβαίνει αργότερα, όταν κανείς έχει δουλέψει με τον εαυτό του, όταν πέφτει η στολή που φοράς, το δέρμα του φιδιού». Η ίδια παρατηρεί πως, όσο μεγαλώνουμε, είμαστε πιο ειλικρινείς. Ίσως επειδή συμβιβαζόμαστε με τη θνητή μας φύση. «Καταλαβαίνεις ότι τελείωσαν τα παιχνίδια, ότι θα συνεχίσεις να πορεύεσαι με τις φίλες, να μεγαλώνεις και να γερνάς πλάι τους αν η σχέση βασίζεται στην τιμιότητα».

Το παιδί-βασιλιάς και η μητέρα-Παναγιά 

Στις μισές κωμικές σειρές των ’90s και των ’00s, κάποια στιγμή οι ηρωίδες πέφτουν πάνω σε μια χαμένη φίλη που έκανε παιδί και εξαφανίστηκε από τον κοσμικό τούτο κόσμο, θαμμένη κάτω από ένα βουνό από άπλυτα βρεφικά πανάκια, όπως η Γουίνι στις Ευτυχισμένες μέρες. Πάντα γυναίκα, πάντα απεριποίητη και δυστυχισμένη, ποτέ πρωταγωνίστρια. «Σε όλα τα ερεθίσματα που έχουμε, το πρότυπο της καλής μητέρας είναι εκείνη που είναι κλεισμένη στο σπίτι, σε σχέση αμφίδρομη με το παιδί και όχι με τους άλλους, έχοντας χάσει τον κοινωνικό της εαυτό. Ακόμα και στη Βίβλο, η Παναγία είναι μόνη της όταν γεννάει, ούτε τη μητέρα της δεν έχει δίπλα, πόσω μάλλον τις φίλες της», λέει η Αμάντα Μιχαλοπούλου. Η ίδια όμως δεν βίωσε τη μητρότητα ως αποκλεισμό, αλλά αντίθετα ως ευκαιρία να συναναστραφεί έξυπνες και ενδιαφέρουσες γυναίκες που βρίσκονταν στην ίδια φάση και οι οποίες τη συντροφεύουν μέχρι σήμερα. «Νομίζω ότι αυτό το πρότυπο αλλάζει όλο και περισσότερο, μέσα από την ενδυνάμωση των γυναικών», σχολιάζει.  

Στις μισές κωμικές σειρές των ’90s και των ’00s, κάποια στιγμή οι ηρωίδες πέφτουν πάνω σε μια χαμένη φίλη που έκανε παιδί και εξαφανίστηκε από τον κοσμικό τούτο κόσμο.

«Οι κοινωνιολόγοι τα τελευταία χρόνια μιλάνε για το παιδί-βασιλιά, το σούπερ προστατευμένο», προσθέτει ο Γιάννης Μπασκόζος. «Το παιδί που προηγείται στα πάντα, οι γονείς του διαμορφώνουν τις παρέες τους με βάση τις παρέες του παιδιού ή τις επιδιώκουν ανάλογα με το σε ποιο σχολείο θα πάει και πώς θα το εξυπηρετήσουν καλύτερα. Τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο και ειδικά με την άνοδο των μεσαίων στρωμάτων. Αυτό απειλεί τις σχέσεις των γονιών με τις προηγούμενες παρέες τους». 

Υπάρχει τρόπος για να ξαναβρούμε τους φίλους μας;-2

Και τι συμβαίνει με τις φιλίες που αργοσβήνουν; Ο ίδιος δεν νιώθει τύψεις. «Ό,τι έγινε, καλώς έγινε. Όταν σπάει μια φιλία, αυτό οφείλεται και στους δύο. Ίσως εγώ δεν προσπάθησα, ίσως ο άλλος δεν προσπάθησε. Δεν μπορείς να το πιέσεις, να πας σε κάποιον που έχει πάρει μια απόσταση και είναι τώρα 60 ή 65 και έχει άλλα προβλήματα και να του πεις “τι ωραία που περνούσαμε όταν ήμασταν 20”». Ίσως δεν μπορούμε να υποδεχτούμε την αλλαγή του άλλου, καθώς αλλάζουμε και εμείς, και αυτό μας σοκάρει και μας απομακρύνει, συμφωνεί η Αμάντα Μιχαλοπούλου. «Αυτό στην αρχή σε γεμίζει πίκρα, ο πόνος είναι μεγάλος, διότι ουσιαστικά πρόκειται για έναν μικρό θάνατο». Στο διήγημά της, Mια μέρα, εκεί που μισοκοιμόταν στον καναπέ, η ηρωίδα συνειδητοποιεί άξαφνα πως όλες της οι φίλες δεν είναι πια φίλες της. Είναι ευγενικές συναναστροφές που ποτέ δεν βρίσκουν χρόνο να τη συναντήσουν. «Συμβαίνει σε όλες κάποτε στη ζωή μας να χρειαζόμαστε περισσότερη υποστήριξη από όση έχουμε. Και τότε νομίζουμε ότι φταίνε οι άλλες, ενώ ίσως φταίμε εμείς. Διότι μια σημαντική ιδιότητα της φίλης είναι να ζητάει βοήθεια. Να μην είναι ψευτοπερήφανη. Να μπορεί να μιλάει ειλικρινά, να είναι αυθεντική σε αυτό που δίνει, και σε αυτό που ζητάει», παρατηρεί. 

Όσο για τις τύψεις, εκείνη τις νιώθει, και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό. «Η συνειδητοποίηση ότι μια φιλία έχει φτάσει στο τέλος της φέρνει ενοχές, στενοχώρια, προσπάθειες να κολλήσει το γυαλί. Αλλά κάποιες φορές απλώς είναι πολύ εύθραυστο και καταστρέφεται. Όπως και στις ερωτικές σχέσεις», λέει, και προσθέτει πως η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η όπερα, μας έχουν κάνει να πιστεύουμε ότι ο έρωτας –και δη ο ετεροφυλόφιλος– είναι το κεφαλαιώδες ζήτημα της ζωής. «Όμως αυτές είναι ιδέες που περιορίζουν πολύ τις γυναίκες, τους στερούν ένα μεγάλο κομμάτι της δύναμής τους και της ταυτότητάς τους. Γιατί τις προορίζουν για το ανδρικό βλέμμα, ενώ ο κόσμος της γυναικείας φιλίας έχει άλλες ποιότητες, αν αφοσιωθούμε σε αυτές. Αξίζει να βάλουμε ψηλότερα στο βάθρο τις φίλες μας. Είναι και εκείνες πολύ σημαντικές συντρόφισσές μας στη ζωή». 

Χρόνια πολλά. Τι κάνεις; Παραδόθηκε 12:00 01/01.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT