Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο ακριβώς της διαδρομής μας μπήκε στη συντροφιά μας η Τζέλα, η αδέσποτη σκυλίτσα, μόνιμη κάτοικος της Πάρνηθας, όμως από τη στιγμή εκείνη, μέχρι και αργά το απόγευμα, όταν τελείωσε η κυριακάτικη πεζοπορία μας, δεν μας εγκατέλειψε σχεδόν καθόλου. Από το καταφύγιο Μπάφι, στα 1.160 μ., από όπου και ξεκινήσαμε με τους επτά συνοδοιπόρους μας την εξόρμηση, μέχρι και την κορυφή Φλαμπουράκι και τελικά τη Μόλα, τον βιότοπο στην καρδιά του εθνικού δρυμού που είχαμε βάλει ως τελικό στόχο, η Τζέλα έμοιαζε αποφασισμένη να μας ξεναγήσει στο σπίτι της. Πότε εξαφανιζόταν μέσα στους κέδρους και στα έλατα, πότε προπορευόταν παίρνοντας τον ρόλο ενός «επίσημου» οδηγού. Ο Γιάννης Χέλης, που ακολουθούσε λίγα μέτρα πίσω της, ζει τα τελευταία έξι χρόνια μόνιμα στο βουνό με την οικογένειά του, τη γυναίκα του Μαρία και τα παιδιά τους Ελένη και Παναγιώτη. Οργανώνει πεζοπορίες με την εταιρεία Trekking Hellas, ενώ μαζί με τον ξάδερφο και συνεταίρο του, Στέφανο Σιδηρόπουλο, διαχειρίζονται τα δύο καταφύγια, το Μπάφι και το Φλαμπούρι. Τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα, οι Αθηναίοι παρκάρουν έξω από αυτά τα αυτοκίνητά τους, αναζητώντας καθαρό οξυγόνο και ένα πιάτο ζεστό φαΐ μέσα στη φύση. Σε απόσταση μόλις 40 λεπτών με το αυτοκίνητο από το κέντρο της Αθήνας, η Πάρνηθα αποτελεί τον κοντινότερο εθνικό δρυμό σε πρωτεύουσα στην Ευρώπη, μια ιδιαιτερότητα που τα τελευταία χρόνια οι Αθηναίοι μοιάζουν να συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο.
Σε απόσταση μόλις 40 λεπτών με το αυτοκίνητοαπό το κέντρο, η Πάρνηθα αποτελεί τον κοντινότερο εθνικό δρυμό σε πρωτεύουσα στην Ευρώπη.
«Η Τζελα είναι βουνίσιο σκυλί, ξέρει όλα τα μονοπάτια τις Πάρνηθας. Την ταΐζουν και τη χτενίζουν σε ένα σπίτι λίγο πιο κάτω και έπειτα ανεβαίνει στο βουνό για να περπατήσει ώρες ολόκληρες», λέει η Μαρία. Δίπλα της, ο Γιάννης κουβαλά στην πλάτη του την τριών ετών κόρη του, που άλλοτε στρέφει τον δείκτη της σε κάποιο δέντρο με θαυμασμό, άλλοτε τεντώνει τα αυτιά της για να ακούσει το κελάηδισμα ενός πουλιού. Ενίοτε παραδίδεται και σε έναν γλυκό ύπνο, αφήνοντας τη φύση να συνεχίσει για λίγο ακάθεκτη το έργο της.

Για να τους συναντήσουμε, χρειάστηκε να οδηγήσουμε σε μια σύντομη διαδρομή μέχρι το τελεφερίκ του Casino Mont Parnes. Όσο πλησιάζαμε, περνώντας την περιοχή των Αχαρνών, το περιβάλλον γύρω μας αποκτούσε όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά από τα τοπία της επαρχίας στη βόρεια Ελλάδα. Οι ταβέρνες κάτω από τους πρόποδες του βουνού, οι ταλαιπωρημένες από την υγρασία διαφημιστικές πινακίδες, οι καμινάδες από τις αναμμένες σόμπες. Μόνη διαφορά;
Η καμένη γη στους πρόποδες του βουνού δεν μπορεί να κρυφτεί από τα μάτια μας. Η πυρκαγιά του 2023, μαζί με εκείνες του 2007 και του 2021, έχουν αφήσει τα σημάδια τους ανεξίτηλα στην Πάρνηθα, κάνοντας τις πλαγιές και τις χαράδρες να μοιάζουν με ένα μωσαϊκό στο οποίο συνυπάρχουν παντού η καταστροφή και η δημιουργία. Η Τζέλα μοιάζει να ξέρει τις πτυχώσεις αυτού του μωσαϊκού καλά. Προχωρά με σιγουριά, κάνοντάς μας πού και πού νόημα με την ουρά της να την ακολουθήσουμε. Έχουμε περίπου δυόμισι χιλιόμετρα μέχρι την κορυφή Φλαμπουράκι, την πρώτη μας μεγάλη στάση.
Μια ξύστρα ελαφιών
«Το βουνό αρχίζει να μπαίνει στην κουλτούρα του Έλληνα. Η επισκεψιμότητα είναι αυξημένη», λέει ο Γιάννης. «Χθες είδαμε δέκα παιδιά να περπατούν με τους γονείς τους στην ομίχλη. Μέχρι πριν από δύο χρόνια δεν έβλεπες παιδικό καρότσι. Κάποιους τους ενοχλεί αυτή η κίνηση, γιατί θέλουν το βουνό για τον εαυτό τους, εμένα όμως με χαροποιεί. Είναι ωραίο να ζήσουν και τα υπόλοιπα παιδιά αυτό που ζει το δικό μου». Οι επισκέψεις αυξάνονται όμως σε όλα τα βουνά της Ελλάδας. «Στα καταφύγια του Ολύμπου όλα τα δωμάτια είναι κλεισμένα για δύο χρόνια», λέει χαρακτηριστικά. Υπογραμμίζει την ανάγκη που υπάρχει να εκπαιδευτεί ο κόσμος από μικρή ηλικία στη συμπεριφορά του. Η κατάλληλη προετοιμασία πριν από την πεζοπορία και ο σεβασμός στο περιβάλλον είναι βασικές της παράμετροι.

Στην Πάρνηθα υπάρχουν πολλά μονοπάτια που μπορεί να ακολουθήσει κανείς, είτε με κάποιον οδηγό είτε μόνος του, αφού πρώτα οργανωθεί σωστά. Από απαιτητικές διαδρομές, όπως αυτές της Σκίπιζας και της Χούνης, μέχρι και πιο βατές με μονοπάτια που περιλαμβάνουν το καζίνο, τα δύο καταφύγια και τη Μόλα. Την κυκλική αυτή διαδρομή πρόκειται να ακολουθήσουμε κι εμείς σήμερα.
Σε λίγο εμφανίζεται μπροστά μας ένα δέντρο που έχει χάσει τον φλοιό του. «Είναι μια ξύστρα ελαφιών», λέει ο Γιάννης και η ομάδα συγκεντρώνεται γύρω του. Στην Πάρνηθα ζει το κόκκινο ελάφι. Τα αρσενικά κάθε χρόνο ρίχνουν τα κέρατά τους για να βγάλουν καινούργια. Όταν η διαδικασία αυτή ξεκινά, η φαγούρα τα κάνει να ξύσουν τα κέρατα τους, μια κίνηση με την οποία οριοθετούν την περιοχή τους. «Παλιότερα μπορούσες να δεις τις τρίχες που άφηνε το ελάφι στο δέντρο, ήταν το χνούδι από το φρέσκο ακόμη κέρατο που κολλούσε πάνω στο ρετσίνι. Τώρα έχει να φανεί χρόνια».

Σήμερα, μπορεί κανείς να συναντήσει όλο και πιο σπάνια το κόκκινο ελάφι στην Πάρνηθα. Το πιθανότερο είναι αρκετά από τα ελάφια να αναζήτησαν νέες ασφαλείς περιοχές για να κρυφτούν από τον λύκο, που έχει κάνει αισθητή την παρουσία του στο βουνό. Κάποια από αυτά είχαν εξοικειωθεί με τους ανθρώπους που τους έδιναν τροφές, το ίδιο και οι αλεπούδες – μια επικίνδυνη συνήθεια για την υγεία τους. Στη φύση όμως κάθε μεταβολή έχει και τον αντίκτυπό της. Η μετακίνηση των ελαφιών, που έτρωγαν τα μικρά φυτά και λουλούδια που φύτρωναν σε ορισμένες καμένες γαίες, οδήγησε στην ταχύτερη αναγέννηση του εδάφους.
Η μικρή Ελένη, που έχει μόλις ξυπνήσει από τον σύντομο ύπνο της, ακουμπά με τα δάχτυλα τις άκρες των ελάτων που περνούν πάνω της. Κάθε τρεις διακλαδώσεις, και ένας χρόνος ζωής. Ο θάμνος μπροστά μας, έξι ή επτά ετών, ήταν άτυχος. Ο σπόρος που τον γέννησε ταξίδεψε στον αέρα πριν καρφωθεί στο έδαφος σε ένα σημείο που τυχαίνει να είναι αρκετά εκτεθειμένο στον ήλιο. Σε κάποια έλατα βλέπουμε και τον ιξό, το ανοιχτόχρωμο παράσιτο που τρέφεται από τους χυμούς του δέντρου. Πρόκειται για μια κολλώδη ουσία που πέφτει σαν κουτσουλιά από τα πουλιά στα κλαριά, μια ασθένεια που τελικά τρώει το έλατο. «Κάποια στιγμή θα πεθάνει. Αυτό είναι όμως κάτι φυσικό. Δεν πρέπει να επέμβουμε», λέει ο Γιάννης.
«Άλλος θεός στο βουνό»
Λίγα μέτρα παραπέρα βλέπουμε μια πέτρινη πηγή. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα έπρεπε να τρέχει νερό. Είναι μέσα Δεκεμβρίου και τα βράχια στα οποία πατάμε δεν γλιστρούν. «Η γη διψάει», λέει ο Γιάννης. «Δεν βλέπεις μανιτάρια. Τέτοια εποχή θα έπρεπε να είναι γεμάτο από αυτά». Οι βιολογικές μετρήσεις έχουν κρίνει το 90% των νερών της Πάρνηθας ακατάλληλο, αφού δεν υπάρχει συνεχής ροή για να καθαρίσει τις πηγές. «Αυτό έχει γίνει πιο έντονο τα τελευταία έξι χρόνια. Δεν υπάρχουν βροχές, χιόνια.

Όλα αλλάζουν», λέει χαρακτηριστικά. Παλιότερα, τα πρώτα χιόνια έπεφταν στην Πάρνηθα πριν από τον Δεκέμβριο. Πλέον θα εμφανιστούν μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, μερικές φορές τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο. Τα απότομα καιρικά φαινόμενα κάνουν επίσης εξαιρετικά δύσκολη την πρόβλεψη του καιρού. «Για τέσσερις μέρες μπορεί να βρέχει συνέχεια, άλλες τέσσερις να έχει ένα μέτρο χιόνι και την επόμενη μέρα να κάνει 20 βαθμούς», λέει ο Γιάννης. «Δεν υπάρχει άνοιξη και φθινόπωρο». Η Μαρία προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση στην κόρη της που απορεί πώς έχει αλλάξει τόσο ο ουρανός από χθες. «Σήμερα είναι ένας άλλος θεός στο βουνό· χθες ήταν Χειμώνας, σήμερα είναι Άνοιξη».
«Για τέσσερις μέρες μπορεί να βρέχει συνέχεια, άλλες τέσσερις να έχει ένα μέτρο χιόνι και την επόμενη μέρα να κάνει 20 βαθμούς», λέει ο Γιάννης Χέλης, ξεναγός και συνιδιοκτήτης των καταφυγίων.
Η Τζέλα πλησιάζει από το βάθος, ελαφρώς μουτρωμένη λόγω της καθυστέρησής μας. Μόλις η ομάδα μας την προφταίνει, αρχίζει να βαδίζει ξανά με ανυπομονησία, αυτή τη φορά για να μας οδηγήσει στο αγαπημένο της μέρος, στην κορυφή Φλαμπουράκι, όπου κυματίζει μια ελληνική σημαία, κάτω από την οποία επιλέγει να αναπαυτεί. Από το σημείο αυτό είναι ορατό όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής. Ένα θαμπό στρώμα καυσαερίου αιωρείται πάνω από τα κτίρια και οι αχτίδες του ήλιου που κεντάνε τα σύννεφα αυτό το κυριακάτικο απόγευμα φωτίζουν συγκεκριμένες γειτονιές της πόλης. Στο βάθος είναι η θάλασσα. Βλέπουμε το Τατόι, τη λίμνη του Μαραθώνα, τη Χαλκίδα, τη Θήβα και την Εύβοια, ενώ ξεχωρίζει ο Υμηττός και η κορυφή της Πεντέλης. Ένα γεράκι περνάει από μπροστά μας, αιωρείται με τα φτερά του ακίνητα, διαγράφοντας ένα τόξο. Εάν ακολουθήσεις με το βλέμμα σου την πορεία του, θα διακρίνεις τα σημάδια καθεμιάς από τις φωτιές της τελευταίας εικοσαετίας. Αυτή του 2007 ήταν η πιο καταστροφική, αφού έκαψε το 70% του ελατόδασους. Η Μαρία θυμάται το συναίσθημα της αβεβαιότητας στις τελευταίες φωτιές. Ήταν και στις δύο έγκυος. Όταν έφευγε, δεν ήξερε εάν θα βρει όρθιο το σπίτι της στην επιστροφή. «Κι αν το βρω, τι με νοιάζει εάν όλα γύρω έχουν καεί;» λέει. «Σπίτι μας δεν είναι το καταφύγιο, είναι το βουνό». Τους χειμώνες, αρκούν μερικές δυνατές ριπές του ανέμου για να προκαλέσουν ανησυχία στην κόρη της. «Μαμά, θα καεί το βουνό;» ρωτάει η Ελένη.

«Δεν πρέπει να μείνουμε στις φωτιές. Το δάσος αναγεννάται. Ας προστατεύσουμε αυτό που πάει να γεννηθεί», λέει ο Γιάννης πριν φύγουμε. Το μοναδικό κομμάτι, στην καρδιά του εθνικού δρυμού, που δεν έχει ακουμπήσει ακόμη η φωτιά είναι η Μόλα. Αυτός θα είναι και ο επόμενος προορισμός μας.
Προς το παρόν όμως κάνουμε μια στάση στο καταφύγιο Φλαμπούρι, όπου πίνουμε ζεστό καφέ και δοκιμάζουμε παραδοσιακή τυρόπιτα, περιτριγυρισμένοι από νέες παρέες και οικογένειες που άφησαν τα αυτοκίνητά τους σε κοντινή απόσταση για να περπατήσουν την εικοσάλεπτη διαδρομή μέχρι το καταφύγιο. Ο Κώστας με την Πένη και τα τρία παιδιά τους φτιάχνουν φωλιές στο χώμα. «Βαρεθήκαμε πια τις παιδικές χαρές», λένε. Οδήγησαν μία ώρα για να έρθουν από την Ηλιούπολη. «Την προηγούμενη φορά που είχαμε πάει στο Μπάφι είδαμε ελάφια στον δρόμο», λέει η Πένη. «Έχουμε πάει με τα παιδιά στο Αττικό Πάρκο, αλλά το να βλέπεις ένα ζώο στο περιβάλλον του είναι ασύγκριτη εμπειρία». Ο Νίκος, τον οποίο συναντάμε κάτω από ένα κιόσκι, περιμένει την παρέα με την οποία έχει δώσει ραντεβού. «Είμαι δύο μήνες στην Αθήνα, μένω στο Κουκάκι, αλλά έρχομαι όσο πιο συχνά μπορώ στο βουνό, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο», λέει. Η ζωή στην πόλη τον έχει δυσκολέψει πολύ. «Εκεί νιώθω σαν άρρωστος. Η Πάρνηθα είναι ένα μέρος που δεν έχει ανθρώπινη παρέμβαση και στο οποίο μπορώ να βρεθώ σχετικά σύντομα», λέει.

Η Τζέλα, που τόση ώρα κάνει κύκλους γύρω από την παρέα μας, μου γνέφει με το βλέμμα της. Ώρα να μετακινηθούμε.
Σπάνια φυτά και ψυχοθεραπεία
Το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε πλησιάζοντας στη Μόλα είναι οι σειρές από παρκαρισμένα αυτοκίνητα στις άκρες των δρόμων. Γρήγορα όμως δίνουν τη θέση τους σε ένα τοπίο ειδυλλιακό. Πριν μπούμε στον καταπράσινο βιότοπο, στεκόμαστε δίπλα από το εκκλησάκι του Αγίου Πέτρου, ένα από τα πολλά εκκλησάκια που φτιάχτηκαν στην Πάρνηθα, λειτουργώντας αρχικά ως καταφύγια για κτηνοτρόφους. Εκεί, ο Στέφανος Σιδηρόπουλος, συνιδιοκτήτης των καταφυγίων με τον Γιάννη, μου εξηγεί τις μεγάλες διαδρομές που μπορεί να ακολουθήσει ένας πεζοπόρος από το σημείο αυτό. Όσοι έχουν αντοχές μπορούν να προχωρήσουν στο μονοπάτι με τις λεύκες και να φτάσουν ανηφορίζοντας μέχρι το στρατόπεδο της αεροπορίας. Μπορούν επίσης να κάνουν τον κύκλο της Πάρνηθας και να βγουν στο πυροφυλάκιο της Σκίπιζας. Για τους πιο ικανούς πεζοπόρους, υπάρχει και η διαδρομή προς τα ανατολικά, που οδηγεί σε Μαλακάσα και Αυλώνα.
Τα έλατα που συναντούμε μπαίνοντας στον βιότοπο είναι ψηλά. Νιώθουμε αμέσως την υγρασία να διαπερνά τα κόκαλά μας. Λειχήνες, βρύα και μανιτάρια καλύπτουν τους κορμούς των ελάτων. Οι ακτίνες του ήλιου, που σπάνια διαπερνούν τις φυλλωσιές τους, σχηματίζουν μικρές εστίες φωτός. Το τοπίο είναι βγαλμένο από ταινία του Ταρκόφσκι. Ένα ξέφωτο με μια μικρή λίμνη, περιτριγυρισμένο από πυκνές φυλλωσιές, ανοίγεται στη μέση. Η κεφαλληνιακή ελάτη που βρίσκουμε στην Πάρνηθα, και η οποία εμφανίζεται μόνο πάνω από τα 800 μ., αποτελεί έναν από τους λόγους που το βουνό ανακηρύχθηκε εθνικός δρυμός. Αναζητά το κρύο και την υγρασία, ενώ την άνοιξη, που τα έλατα βγάζουν την καινούργια τους βλάστηση, τα λαχανί κλαράκια τους κάνουν όλο το βουνό να φωσφορίζει. Η Άντζελα, συνοδοιπόρος μας και ξεναγός της Trekking Hellas, μας εξηγεί πως στην Ελλάδα υπάρχουν 6.000 διαφορετικά είδη και υποείδη φυτών. Στην Πάρνηθα μπορούμε να βρούμε τα 1.100. «Υπάρχουν 90 ενδημικά είδη, που συναντά κανείς μόνο στην Ελλάδα, τα τρία από αυτά υπάρχουν μόνο στην Πάρνηθα», λέει.

Το πιο όμορφο εξ αυτών είναι η καμπανούλα, ένα σπάνιο είδος αγριολούλουδου, που μεγαλώνει πάνω σε βράχους, ντύνοντάς τους με μοβ λουλουδάκια. «Έχω οδηγήσει στην Πάρνηθα κόσμο ηλικίας από 8 μέχρι 75 ετών», συνεχίζει η Άντζελα. «Μια κοπέλα πριν φύγει άρχισε να κλαίει, είχε γεμίσει με τόσο πολλές εικόνες, είχε χαλαρώσει και αποσυμπιεστεί. Πέρυσι μια γιατρός ερχόταν εδώ κάθε Κυριακή. “Έρχομαι για να γεμίσω τις μπαταρίες μου, να μπορέσω να αντέξω όλη την εβδομάδα”, έλεγε».
«Έχω οδηγήσει στην Πάρνηθα κόσμο ηλικίας από 8 μέχρι 75 ετών. Μια κοπέλα πριν φύγει άρχισε να κλαίει, είχε γεμίσει με τόσο πολλές εικόνες», λέει η Άντζελα από την Trekking Hellas.
«Εδώ είναι όλη η Αθήνα»
Η μικρή Ελένη, που έχει κατέβει από την πλάτη του Γιάννη, αποφασίζει να πλατσουρίσει στα λιμνάζοντα νερά. Το αυθόρμητο γέλιο που βγάζει καθώς μουσκεύεται ολόκληρη ηχεί στα αυτιά μας σαν ήχος σπάνιος και εξωτικός. Σύντομα όμως βραδιάζει και το κρύο μάς ωθεί να επιστρέψουμε στα αυτοκίνητα. Εκεί εντοπίζουμε μια σειρά από κόκκινα πλαστικά στολίδια που κοσμούν ένα έλατο. Κάποιοι γονείς θα αποφάσισαν πως είναι καλή ιδέα να κάνουν μια ζωντανή αναπαράσταση στα παιδιά τους. Καμάρωσαν μάλιστα τόσο πολύ για το αποτέλεσμα, που αποφάσισαν να το αφήσουν μόνιμα εκτεθειμένο στη φύση.
Στη Μόλα, την άνοιξη ο κόσμος θα έρθει για πικνίκ. Οι επισκέπτες θα αφήσουν τα αυτοκίνητά τους μπροστά στις μπάρες, εμποδίζοντας την ενδεχόμενη έλευση πυροσβεστικών οχημάτων. Τρεις φίλοι, ο Θωμάς, η Νίκη και η Χριστίνα, που συναντάμε στην έξοδο με τα παιδιά τους, μας λένε πως το πλήθος των επισκεπτών που συνάντησαν τους έκανε να μετανιώσουν για τη σημερινή εξόρμησή τους. Αποφάσισαν να έρθουν απευθείας για περπάτημα, χωρίς να σταματήσουν στα καταφύγια. «Εδώ είναι όλη η Αθήνα», λένε δείχνοντας τα αυτοκίνητα. «Δεν ξέρουμε αν έχουμε έρθει στο βουνό ή στην Κηφισιά για καφέ». Η ανάγκη να μπει ένα μέτρο την Κυριακή στην προσέλευση του κόσμου είναι, όπως μας λέει και ο Γιάννης, υπαρκτή.

Αφού αποχαιρετήσαμε τους συνοδοιπόρους μας, αποφασίσαμε, πριν αφήσουμε το βουνό, να κάνουμε μια τελευταία στάση, στο Πάρκο των Ψυχών, απέναντι από το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο Ξενία. Εδώ, τη δεκαετία του 1910, δημιουργήθηκε ένα σανατόριο που αναλάμβανε την επιμέλεια φυματικών ασθενών. Ανάμεσά τους ήταν και ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Αργότερα, με την παραγωγή της πενικιλίνης, το σανατόριο παρήκμασε, έπειτα λειτούργησε για ένα διάστημα ως ξενοδοχείο και έπειτα ως σχολή τουριστικών επαγγελμάτων μέχρι το 1985 και έκτοτε εγκαταλείφθηκε. Απέναντι λοιπόν από το σημείο αυτό, αξιοποιώντας κομμένους κορμούς από έλατα 500 και 600 ετών που υπήρχαν στο «Πάρκο των Γιγάντων» και που έγιναν παρανάλωμα στη φωτιά του 2007, ο καλλιτέχνης Σπυρίδωνας Ντασιώτης αποφάσισε το 2012 να δημιουργήσει μια σειρά από ξύλινα γλυπτά. Κάποτε υπήρχαν πολλά. Αποτύπωναν τις αναμνήσεις και τις ψυχές των ανθρώπων που πέρασαν από το σανατόριο. Σήμερα τα περισσότερα τα έχει φάει το σαράκι. Ένα μόνο απομένει όρθιο, μαζί και ένας μεταλλικός άγγελος που προστέθηκε μετέπειτα. Κοιτά τους λόφους, σαν να προσεύχεται. Με την εικόνα αυτή, αφήσαμε πίσω μας την Πάρνηθα. Πριν ανεβούμε στο τελεφερίκ, γύρεψα με το βλέμμα μου την Τζέλα, όμως δεν τη βρήκα πουθενά. Σε κάποιο μονοπάτι θα είχε τρυπώσει πάλι. Ίσως και να νευρίασε που μείναμε πάλι πίσω.
*Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για τις δραστηριότητες του Γιάννη Χέλη και της Trekking Hellas στο trekking.gr/el/destination/parnitha στα social media: @The_outdoor_family / @Katafygia_parnithas / @Trekkinghellas_parnitha

