Ενα χρήσιμο παιδικό παιχνίδι

Μια αληθινή ιστορία για ένα ψεύτικο σπίτι

ενα-χρήσιμο-παιδικό-παιχνίδι-563390722 (Εικόνα: Αλεξάνδρα Κ)
(Εικόνα: Αλεξάνδρα Κ)

Ήταν η χρονιά που μας φώναξαν κάτω να μας μιλήσουν. Θα ήταν ειλικρινείς μαζί μας γιατί ήμασταν μεγάλα παιδιά πια – κατάλαβες. Η αδελφή μου να ’ναι ακόμα τριών στο μεταξύ. Πήρανε κάτι μούρες σοβαρές και μας το ’σκασαν, Άη Βασίλης δεν υπήρχε. Έλα. Μία βδομάδα νωρίτερα, είχα ζητήσει με γράμμα την έπαυλη των Πλεϊμομπίλ, επένδυση δηλαδή, γιατί μ’ αυτή θα έπαιζαν και τα παιδιά μου – το έγραψα αυτό, που ήταν ψέμα καραψέμα γιατί εγώ τα σιχαινόμουνα τα παιδιά από τη μέρα που γεννήθηκα μέχρι τη μέρα που γέννησα. Η αδελφή μου είχε ζητήσει ένα μωρό που κατουρούσε τσίσα αληθινά, μνήσθητί μου Κύριε δηλαδή, πεταμένα λεφτά. Την έπαυλη τη ζαχάρωνα χρόνια στο σπίτι της Δαφνούλας και, τόσο 
μ’ έπνιγε η ζήλια, που σ’ ένα πάρτι της αναγκάστηκα να κλέψω ένα παράθυρο μαζί με τη ζαρντινιέρα του για να δείχνει το οικοδόμημα λειψό. Τέλος πάντων, υπήρχε λόγος που απ’ όλη την τάξη μόνο η Δαφνούλα είχε την έπαυλη – έχει πατέρα λαμόγιο, λέγαμε οι υπόλοιποι κι από μέσα μας τσαντιζόμασταν με τους δικούς μας που πηγαίνανε με τον σταυρό στο χέρι να κερδίσουνε τη βασιλεία των ουρανών, ενώ εμείς μαρτυρούσαμε στο μεταξύ με φόρμες adibas μία και μία δώρο από τον Δάσκαλο τση Φτήνιας. Μην τα θυμηθώ τώρα, θου Κύριε. Μισό μισθό έκανε η έπαυλη, αλλά όσο παριστάναμε όλοι ότι υπήρχε Άη Βασίλης, μ’ έπαιρνε να είμαι παράλογη. 

Κι όπως ξέρετε, συνέχισαν, έχουμε να πληρώσουμε και τη δόση του δανείου. Ταραταντάν τα τύμπανα, πλαφ κάτω η έπαυλη, ήταν επίσημο, μας έδερνε η φτώχεια. Η δόση του δανείου θα χρησιμοποιούνταν στην οικογένειά μας ως δικαιολογία διά πάσαν μαλακίαν ακόμα και χρόνια μετά την αποπληρωμή του, αλλά το ντεμπούτο της το είχε κάνει εκείνη τη μέρα, καπάκι στην ανυπαρξία του Άη Βασίλη και πρόλογος στην ανυπαρξία των δώρων μας για κείνη την Πρωτοχρονιά. Λυπούνταν ειλικρινά, δεν θα είχαμε δώρα φέτος, αλλά του χρόνου θα ήμασταν σε καινούργιο σπίτι και θα είχαμε δικό μας δωμάτιο. Προσωπικά δεν ψηνόμουν, είχα δικό μου δωμάτιο, μια αποθήκη δύο μέτρα ολόκληρα επί ενάμισι, την έπαυλη ήθελα, αλλά νάδα σομπρενάδα, ούτε για ζήτω δεν είχαμε. 

Τέλος πάντων, έχει γίνει η ανακοίνωση κι έχουμε πορευτεί γιορτάδες μέρες με επίγνωση της φτώχειας μας αλλά πολύ δεμένοι ως οικογένεια, ομάδα, φτου μας ζωή να ’χουμε, και φτάνουμε στο απόψε, βράδυ 31ης Δεκεμβρίου 1991. Τώρα που έχει πάει 22.00, είναι ώρα να σας πω ότι στο σπίτι μας τα δώρα, όταν έχουμε, τα ανοίγουμε μόλις μπαίνει ο καινούργιος χρόνος. Αλλά επειδή απόψε δεν έχουμε τίποτα καλό να περιμένουμε απ’ τη ζωή μας, η αδελφή μου έχει πάει για ύπνο, κι εγώ είμαι πάνω, στο δωμάτιό μου, και βράζω στο ταξικό μου μένος. Ακούω όμως κάτω τη συζήτηση. Ντρέπονται που δεν έχουμε δώρα. Ο πατέρας μου θα βγει να βρει κάτι. Πού θα βρεις, μωρέ, δέκα το βράδυ πρωτοχρονιάτικα; Απ’ το περίπτερο έστω. Ακούω την εξώπορτα να ανοίγει, βροχή κι αέρας έξω, κοσμοχαλασιά, βγαίνει ο πατερούλης στη θύελλα να κυνηγήσει παιχνίδια. 

Εγώ πάω και κρύβομαι πίσω απ’ τη γωνία που κάνει η σκάλα και περιμένω. Η μάνα μου ετοιμάζει κοτόσουπα κι η μυρωδιά του σέλινου μας φτωχαίνει κι άλλο. Στον Αντέννα δείχνει ένα πάρτι πολύ λαμπερό, έναν σκασμό διάσημους να χορεύουν βραζιλιάνικα. Η Βαλσάμη κάνει τσαλίμια στην κάμερα, ο Παπαμιχαήλ πάχυνε κι άλλο, ο Τέρενς Κουίκ χορεύει καλά, ποιος να το ’λεγε. Η Ντενίση κι ο Κιμούλης πρέπει να τα ’χουν κι ο Μακεδόνας ψιθυρίζει κάποια πονηριά στο αυτί της Καραμπέτη. Τα ρούχα τους στραφταλίζουν. Τα μισά λαμπάκια του δέντρου μας έχουν καεί. 

Μένω εκεί κανένα μισάωρο μέχρι που ανοίγει το παράθυρο του σαλονιού. Σε περίπτωση που δεν βλέπετε καλά από κει που είστε, να πω ότι το παράθυρο είναι δίπλα ακριβώς στην πόρτα μας, βρισκόμαστε σε ισόγειο, αλλά δεν ανοίγει η πόρτα, όχι, αυτό θα ήταν πολύ νορμάλ για την οικογένειά μας, ανοίγει το παράθυρο και μέσα μπαίνει ένα πόδι, κι ύστερα ο υπόλοιπος πατέρας μου, ολόκληρο το 1,70 του και τα 60 του κιλά. Κάνει μια παντομίμα σαν να είναι χοντρός και γέρος κι έχει ρίξει τη σακούλα του σούπερ μάρκετ στην πλάτη του τάχα μου ότι είναι σάκος. Πριν συγκινηθείτε, να σας θυμίσω ότι εμείς ξέρουμε ήδη ότι δεν υπάρχει Άη Βασίλης, όπως ξέρει κι αυτός ότι εμείς έχουμε πάει για ύπνο και δεν θα τον δούμε. Δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό το αγιοβασιλίκι, αλλά τα κάνει κάτι τέτοια ο πατέρας μου, περνάει καλά έτσι, ξεσκάει, κι εμείς τον αφήνουμε γιατί έχει και μια δόση δανείου να ξεπληρώσει. 

Μετά από λίγο μπαίνει και το ’92 απ’ την τηλεόραση κι ανοίγουμε τα δώρα. Η αδελφή μου παίρνει ένα πλαστικό μωρό διαστάσεων παλάμης, πενταμηνίτικο, μια φρίκη. Εγώ παίρνω ένα αυτοκινητάκι δήθεν αντίκα με ένα λεβιέ σπασμένο ήδη πριν το βγάλουμε απ’ το κουτί. Υπήρξαν πολλοί λόγοι που έβαλα τα κλάματα: η κακοτεχνία του, το ότι μου πήραν πάλι αγορίστικο παιχνίδι, το ότι ο πατέρας μου πέταξε τα λίγα του λεφτά σε κάτι με το οποίο δεν θα έπαιζα ποτέ μου (με είχε συγκινήσει, είναι η αλήθεια, και το άλμα απ’ το παράθυρο). Όμως το αυτοκινητάκι τα έβγαλε τα λεφτά του· ο πατέρας μου, ταλαιπωρημένος άνθρωπος, χωρίς παιχνίδια, δανειολήπτης, έπαιζε μαζί του όλη τη νύχτα. 

Εκείνο το βράδυ του ’92 συνεχίζεται 25 χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Ίδια μέρα, ίδια ώρα, εγώ στην ίδια ηλικία με τον πατέρα μου τότε, κι η κόρη μου στην ίδια με την τότε δική μου. Έχουμε μόλις μετακομίσει στο καινούργιο μας σπίτι. Η κόρη μου έχει επιτέλους δικό της δωμάτιο κι εγώ έχω πρώτη φορά στον λογαριασμό μου λεφτά ικανά να αγοράσουν κάτι άχρηστο. Η κόρη μου ξετυλίγει το μεγάλο κουτί που έπιανε ένα τετραγωνικό του σαλονιού μας και από μέσα βγαίνει η έπαυλη των πλεϊμομπίλ, που φυσικά ποτέ δεν ζήτησε. Πλαστελίνες είχε ζητήσει, σ’ αυτό το μπάτζετ είχε συνηθίσει το έρμο. Με κοίταξε αμήχανα. Είναι πολύ μεγάλο, είπε. Δεν χρειαζόταν, είπε. Διαφωνούσα. Χρειαζόταν. Χρειαζόταν πάρα πολύ. Δεν ήταν η ίδια βικτωριανή έπαυλη που ζαχάρωνα, αυτή δεν την έβγαζαν πια, την είχα χάσει. Ήταν το καινούργιο μοντέλο αυτό, ξενέρωτο λίγο, αλλά πάντα έπαυλη των Πλεϊμομπίλ, και είχα καταφέρει να την πάρω. Δεν φαντάζεσαι, αγάπη μου, πόσο πολύ χρειαζόταν. Έτοιμη εγώ από καιρό, συναρμολόγησα το απωθημένο μου σε δέκα λεπτά και δίχως οδηγίες. Παίξαμε για λίγο. Μετά η κόρη μου, αφού μου έκανε τη χάρη, γύρισε στις πλαστελίνες της. 

Έκτοτε, η έπαυλη σκονίζεται σε διάφορα σπίτια. Την κουβαλάμε μαζί μας στις μετακομίσεις και κάθε φορά χάνουμε κι από κάποιο κομμάτι της, τη στήνουμε, την ξεστήνουμε και πάλι από την αρχή. Όμως όταν μπαίνω στο δωμάτιο της κόρης μου, σκάω από περηφάνια. Αυτή δεν καταλαβαίνει, ρε μαμά, γιατί δεν τη χαρίζουμε. Το πρώτο που μου ’ρχεται να της απαντήσω της βλάσφημης είναι γιατί έχουμε και μια δόση δανείου να πληρώσουμε, πράγμα που ξέρω ότι δεν βγάζει κανένα νόημα. Είναι ένα χάσμα λογικής με είκοσι πέντε χρόνια βάθος. 

Ψάχνοντας σήμερα ονλάιν μια εικόνα του παλιού μοντέλου, ανακάλυψα ότι η Πλεϊμομπίλ έχει στο μεταξύ διακόψει την κυκλοφορία της καινούργιας έπαυλης, αυτής που είχα αγοράσει εγώ, καθιστώντας τη συλλεκτική. Η τιμή της αυτή τη στιγμή ξεπερνά τα 600 €. Η κόρη μου μου είπε να μην την πουλήσω ακόμη, να περιμένουμε για όταν πάει φοιτήτρια, που θα ’χει ανέβει κι άλλο η τιμή της και θα μας βγάλει δύο ενοίκια. Θα την πουλήσω μόνο αν κινδυνεύσουμε να ξεσπιτωθούμε. Διαφορετικά, θέλω να με θάψετε μ’ αυτήν. Θάψτε με μέσα της καλύτερα. Τεφροδόχος Πλεϊμομπίλ. Πολύχρωμη, ευρύχωρη, μια έπαυλη δική μου και χωρίς στεγαστικό. Ό,τι πιο κοντά σε αγορά σπιτιού θα ζήσω ποτέ μου, λες και το ’ξερα από όταν ήμουν επτά. Είχα δίκιο· επένδυση καραεπένδυση.

*Η Αλεξάνδρα Κ* είναι συγγραφέας. Τελευταίες κυκλοφορίες: Γάλα, αίμα (θεατρικό) και Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο (διηγήματα). Από τις εκδόσεις Πατάκη. 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT