«9 ½ Εβδομάδες» του Έιντριαν Λάιν και «Βασικό Ένστικτο» του Πολ Βερχόφεν: Δύο κλασικά παραδείγματα ερωτικών θρίλερ, ενός κινηματογραφικού είδους που άνθισε στο Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’80 και του ’90. Ωστόσο, με την έλευση της νέας χιλιετίας, τα ερωτικά θρίλερ άρχισαν να φθίνουν. Η μεταβολή του τοπίου στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι εξελίξεις στα κοινωνικά πρότυπα όχι μόνο απογύμνωσαν τη σεξουαλικότητα από τον κινηματογράφο, οπού απουσιάζουν παντελώς οι απεικονίσεις ερωτικού πόθου, καθώς και των ταμπού που τα συνοδεύουν, αλλά οδήγησαν και στην παρακμή του είδους. Μέχρι να έρθει το «Babygirl» και να το αναβιώσει.
Η νέα ταινία της Ολλανδής Χαλίνα Ρέιν μοιάζει σαν ένα μοντέρνο comeback σε αυτό το ξεφτισμένο είδος, με φόντο το καλογυαλισμένο σκηνικό του corporate Μανχάταν. Η Ρόμι (Νικόλ Κίντμαν), CEO μιας μεγάλης τεχνολογικής εταιρείας, νιώθει να έλκεται από τις σεξουαλικές προσεγγίσεις ενός νεαρού ασκούμενου, του Σάμιουελ (Χάρις Ντίκινσον). Παρότι είναι παντρεμένη και έχει παιδί, η Ρόμι αισθάνεται ταυτόχρονα γοητεία και απέχθεια για την κυριαρχική φύση του Σάμιουελ. Σύντομα υποκύπτει στις προτάσεις του και βυθίζεται σε έναν ανεξερεύνητο κόσμο ηδονής και ερωτικών παιχνιδιών, ανακαλύπτοντας την επιθυμία της να εγκαταλείψει τον έλεγχο που ασκεί στην καθημερινή της ζωή και να βρει την απελευθέρωση μέσα από την υποταγή.
Χάνοντας τον έλεγχο
Στην πλούσια και πολυβραβευμένη καριέρα της (μάλιστα, για το «Babygirl» διακρίθηκε με το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας), η Κίντμαν έχει την τάση να συνεργάζεται με πρωτοπόρους σκηνοθέτες και να ωθεί τον εαυτό της προς ένα ριψοκίνδυνο σινεμά. Εδώ, αφήνεται στα χέρια της Χαλίνα Ρέιν και δίνει μια στιβαρή ερμηνεία, η οποία δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από κανέναν, κλείνοντας το μάτι στα θρίλερ των προηγούμενων δεκαετιών. Προσέξτε τη σκηνή με το γάλα στο μπαρ, αλλά και το πώς ο χαρακτήρας της Κίντμαν βρίσκει ερωτική την ιδέα να χάσει την εταιρεία και την οικογένειά της, όταν ο ερωτικός της σύντροφος την απειλεί με αποκάλυψη όλων των γαργαλιστικών λεπτομερειών για την κρυφή ζωή που κάνει.
«Αν αναρωτιέστε τι επιθυμεί πραγματικά, νομίζω ότι σχετίζεται με την απώλεια ελέγχου, με την παράδοση στον άλλον», εξηγεί η Ρέιν. «Αυτό την ερεθίζει. Και δεν υπάρχει τίποτα κακό σ’ αυτό. Είναι απόλυτα φυσιολογικό. Όμως, μέχρι πρόσφατα, τέτοιες επιθυμίες θεωρούνταν αρρωστημένες ή παθολογικές. Για μία φεμινίστρια, όπως η Ρόμι, αυτό μπορεί να είναι πολύ μπερδεμένο». Ο Σάμιουελ, ο νεότερος ασκούμενός της, παραβιάζει τα όρια συνεχώς, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες της. «Αναγνωρίζει αμέσως την ευθραυστότητά της», λέει η Ρέιν. «Είναι μια ενδιαφέρουσα αντίφαση — εκπέμπει την απόλυτη αρρενωπότητα, συνδυασμένη με ευαισθησία».
Στον Σάμιουελ, η σκηνοθέτιδα βλέπει έναν άντρα που, όπως πολλοί νέοι σήμερα, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την αρρενωπότητα σε έναν κόσμο που αλλάζει. «Το κύμα του νέου φεμινισμού μιλά για τη συναίνεση, για το πώς οι άντρες πρέπει να συμπεριφέρονται στις γυναίκες και πώς εκείνες θέλουν να τους φέρονται. Εκείνος προσπαθεί να βρει τη θέση του σε όλο αυτό, αλλά το κάνει με όμορφο τρόπο», παρατηρεί η Ρέιν. «Δοκιμάζει διάφορους ρόλους, ώστε να δει τι θα λειτουργήσει για εκείνη».
Παράλληλα, η Ρόμι παλεύει εσωτερικά με τις ιδέες και τις πεποιθήσεις της για τη σεξουαλικότητα, την ηθική και την εξουσία, ενώ το χάσμα γενεών που εμφανίζεται μέσα από τη σχέση τους δημιουργεί κωμικές στιγμές ανάμεσά τους. Όπως καταλήγει η Ρέιν, «το συμπέρασμα είναι ότι είμαστε όλοι διεφθαρμένοι, αλλά είμαστε και άγγελοι. Είμαστε όλα αυτά μαζί».

