Αυτή δεν είναι η τυπική χριστουγεννιάτικη ιστορία που περίμενες να διαβάσεις. Είναι μια υπόθεση που δίχασε, πρώτα μια μικρή κοινότητα και έπειτα ένα ολόκληρο έθνος. Εντάξει, ίσως υπερβάλλω· σίγουρα όμως απασχόλησε ένα ολόκληρο έθνος, τα ΜΜΕ και το ιντερνετικό σύμπαν – και αυτό θα ήταν από μόνο του ένας άθλος για ένα απλό, αδέσποτο σκυλί. Μόνο που ο Σκριμ δεν είναι ένα οποιοδήποτε αδέσποτο σκυλί.
Η ιστορία του ξεκίνησε πολύ τυπικά. Μπασταρδάκι επτά κιλών, μείξη τεριέ-και-κάτι-απροσδιόριστου, βρέθηκε στους δρόμους της Λουιζιάνα, φιλοξενήθηκε σε καταφύγιο αδέσποτων ζώων στη Νέα Ορλεάνη και παρέμεινε στα αζήτητα, όταν, μία μέρα πριν από την προγραμματισμένη ευθανασία του, μια γυναίκα αποφάσισε να τον πάρει σπίτι της.
Ο Σκριμ είχε αντίθετη άποψη για την ευτυχία. Οι πρώτες του δραπετεύσεις ήταν εύκολες, γιατί κανείς δεν περίμενε από ένα σκυλί που έχει εξασφαλισμένη στέγη, τροφή και προστασία να θέλει να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού. Όσο όμως το επίπεδο δυσκολίας ανέβαινε, τόσο ο Σκριμ επιδείκνυε την απαράμιλλη μαστοριά του στην τέχνη της απόδρασης. Σαν τετράποδος Χουντίνι, κατάφερνε να παραβιάζει πόρτες, να ανοίγει τρύπες σε φράχτες και παραπετάσματα, να πηδάει τοίχους, να αψηφά εμπόδια και να εξαπατά ηλεκτρονικές παγίδες και συστήματα εντοπισμού.
Όπως ήταν φυσικό, ο Σκριμ έγινε ήρωας του διαδικτύου. Και όπως όλοι οι ήρωες της εποχής μας, μοίρασε το κοινό του σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Οι μεν έχουν πεισμώσει με την εμμονή του να το σκάει και την αποδίδουν στο επιβαρυμένο του παρελθόν αδιαφορίας και κακοποίησης. Οι δε φιλοσοφούν την ελευθερία που τόσο λυσσαλέα επιδιώκει και τον παρομοιάζουν με έναν τετράποδο Τζον Λοκ που γεννήθηκε για να αψηφά τα δεσμά της κοινωνίας. Όλοι όμως συμφωνούν σε ένα πράγμα: αυτό το σκυλί έχει κάτι το ξεχωριστό.
Η τελευταία του απόδραση τους δικαιώνει. Η ας-την-πούμε αφεντικίνα του (γιατί είναι παραπάνω από σαφές πως ο Σκριμ δεν αναγνωρίζει αφεντικά) έχει ξοδέψει από τις αρχές του 2024 πάνω από δέκα χιλιάδες δολάρια για να μετατρέψει το σπίτι της σε ένα Αλκατράζ για σκυλιά: ανιχνευτές γεωεντοπισμού, ηλεκτρονικοί φράχτες, φυσικά κωλύματα που «ένα σκυλί δεν μπορεί να υπερπηδήσει», κάμερες-ρουφιάνοι και καλοθελητές γείτονες.
Ένας από αυτούς έδωσε και τη λεπτομερή περιγραφή του τελευταίου του άθλου: «αφού πρώτα άνοιξε το παράθυρο του υπνοδωματίου και μάσησε τη σήτα, ανέβηκε στη στέγη, πήδησε χωρίς δισταγμό στο κενό, έσκασε με έναν γδούπο τέσσερα μέτρα πιο κάτω, διέσχισε τρέχοντας την αυλή, στρίμωξε σαν γάτα το κορμί του μέσα από τα στενά κάγκελα της περίφραξης και εξαφανίστηκε. Από τότε, κάπου στα μέσα του Δεκέμβρη, κάποιοι τον βλέπουν να περιφέρεται στα στενά της Γαλλικής Συνοικίας, άλλοι τον πετυχαίνουν να λιάζεται στις όχθες του Μισισιπή, αλλά κανείς δεν μπορεί να τον συλλάβει. Και εδώ που τα λέμε, όλο και λιγότεροι θέλουν πλέον.
«Ο Σκριμ έχει μπόλικη Νέα Ορλεάνη μέσα του», παραδέχεται η παρ’ ολίγον ιδιοκτήτριά του. «Τέτοιοι είμαστε. Λίγο ατίθασοι, λίγο ανεξευγένιστοι, λίγο ανένταχτοι· και κυρίως πολύ ξεροκέφαλοι, έτσι και βάλουμε κάτι στο μυαλό μας».
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Σκριμ έχει κάνει την επιλογή του. Θέλει να ζήσει αδέσποτος. Ή ελεύθερος. Μερικές φορές, αυτά τα δύο είναι συνώνυμα…

