Σε κάνει να χορεύεις, δεν παίρνει σοβαρά τον εαυτό του, εκπέμπει ζωντάνια. Ένα τραγούδι των Franz Ferdinand έχει συνήθως αυτά τα χαρακτηριστικά. Θυμάμαι να τους απολαμβάνω στη Μαλακάσα, το 2006. Μουσικοί με στρατιωτική ακρίβεια και χαρά μικρού παιδιού. Χρόνια μετά, είδα από πιο κοντά τον ελληνικής καταγωγής τραγουδιστή τους, Άλεξ Καπράνος, σε μια ομιλία στον Νιάρχο. Τα ρούχα του και τα μαλλιά του δεν είχαν πια τόση σημασία. Αλλά, όσο να πεις, ήταν ο τραγουδιστής των Franz Ferdinand. Και ακόμη είναι: Στις 10 Γενάρη, η μπάντα επιστρέφει δυνατά με το The Human Fear, ένα ζωηρό, οικείο, απενοχοποιημένα ποπ άλμπουμ, το καλύτερό της εδώ και χρόνια. Με αυτή την αφορμή, βρέθηκα να μιλάω με τον Άλεξ μέσω Zoom. Παρότι βρισκόταν σε δωμάτιο ξενοδοχείου, εμφανίστηκε με κομψό, γυαλιστερό μαύρο πουκάμισο, πράγμα αναμενόμενο για κάποιον που στο Ίνσταγκραμ αυτοσυστήνεται ως «ποτέ συνειδητά προχειροντυμένος».
Γεια σου, Άλεξ, πώς είσαι;
Γεια! Συγγνώμη για την καθυστέρηση, μιλούσα με έναν υπέροχο κύριο από τη Γερμανία, που δεν ήθελε να πούμε αντίο (γέλια). Είσαι Αθήνα, σωστά; Πώς είναι ο καιρός εκεί;
Μελαγχολικός…
Η αγαπημένη μου περίοδος για Αθήνα είναι τον Γενάρη. Όταν έχει πεντακάθαρο ουρανό και πολύ λίγο κρύο, οπότε φοράς απλώς ένα μπουφάν και μπορείς να απολαύσεις το τσάι σου έξω.
Άκουγα το νέο σας άλμπουμ, όπου υπάρχει ένα ροκ/ρεμπέτικο τραγούδι που εκτυλίσσεται στην Αθήνα, το Black eyelashes. Κατ’ αρχάς ο τίτλος είναι φόρος τιμής στον Μάρκο Βαμβακάρη;
Ναι… «Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια…». Δεν αναφέρομαι σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Οι μαύρες βλεφαρίδες συμβολίζουν, κατά κάποιον τρόπο, την αναζήτηση της ελληνικότητας. Το 2019 ήρθα στην Αθήνα τρεις φορές. Τη μια ήμουν με τον πατέρα μου, την άλλη με την κοπέλα μου, που πλέον είναι σύζυγός μου, και την άλλη μόνος. Περπατούσα στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά, εκεί που ζούσε η οικογένειά μου, στην Καστέλα… Προσπαθούσα να καταλάβω ποιος είμαι. Ένιωθα Έλληνας, αλλά ο κόσμος μού έλεγε «δεν σου φαίνεται» ή «γιατί δεν μιλάς ελληνικά;». Όλη μου τη ζωή τα ακούω αυτά. Ίσως γι’ αυτό με γοήτευαν από μικρό τα ρεμπέτικα. Δεν καταλάβαινα τους στίχους, όμως ένιωθα ότι χανόμουν μέσα τους και συνδεόμουν με έναν κόσμο τον οποίο εμπεριέχω, χωρίς να είναι ο δικός μου. Καταλαβαίνεις;
Έχει πλάκα που θα συστήσεις το ρεμπέτικο στα indie παιδιά του κόσμου…
Ξέρω βέβαια ότι το κομμάτι δεν είναι αγνό ρεμπέτικο. Αλλά, κατά κάποιον τρόπο, εκεί είναι και το θέμα. O πατέρας μου άφησε την Ελλάδα όταν ήταν μικρός. Το Black eyelashes είναι η ταυτότητά μου. Είμαι Έλληνας, αλλά δεν είμαι κιόλας. Πολλά παιδιά μεταναστών αισθάνονται έτσι.
Τι άκουγε ο μπαμπάς σου;
Άκουγε και λίγο ρεμπέτικα, αλλά ήταν πιο κοντά σε ανθρώπους όπως ο Μαρκόπουλος, ο Σαββόπουλος… Τους λατρεύω αυτούς. Απίστευτοι συνθέτες. Υπάρχει ένας δίσκος του Μαρκόπουλου που λέγεται Ριζίτικα. Τον ξέρεις; Κρητική μουσική. Τα κρητικά διαφέρουν από τα υπόλοιπα παραδοσιακά, γιατί τείνουν να μην αλλάζουν συγχορδίες τόσο πολύ. Μένουν στην ίδια συγχορδία για ώρα και σε υπνωτίζουν, όπως η καλή dance μουσική.
«Το Black eyelashes είναι η ταυτότητά μου. Είμαι Έλληνας, αλλά δεν είμαι κιόλας. Πολλά παιδιά μεταναστών αισθάνονται έτσι».
Ή όπως το Tomorrow never knows των Beatles…
Ναι! Ακριβώς! Σε υπνωτίζει, σε χτυπάει σαν ναρκωτικό. Έχει φοβερή δύναμη η κρητική μουσική.
Θα έρθετε επιτέλους για live;
Λογικά, ναι. Πάνε πολλά χρόνια από την τελευταία φορά… Το συζητάω με τον μάνατζέρ μας και έχουμε σημειώσει μια ημερομηνία στο ημερολόγιο. Απλώς προσπαθούμε να πείσουμε και τον μπασίστα μας, γιατί την ίδια μέρα έχει γενέθλια η κοπέλα του και κλείνει τα 40 (γέλια). Το 2019 σκεφτόμουν σοβαρά να μετακομίσω Ελλάδα. Αλλά γνώρισα μια Γαλλίδα και μου πήρε τα μυαλά (γέλια). Με απήγαγε και με πήρε στο Παρίσι, που εντάξει, δεν το λες και άσχημη πόλη. Έχουμε και ένα αγοράκι τώρα. Θέλω να γνωρίσει την Ελλάδα, πάντως, εφόσον καταγόμαστε από εδώ.

Πού μένετε;
Στο Παρίσι κυρίως. Το στούντιό μου όμως είναι ακόμη στη Σκωτία, σε μια εξοχή νότια της Γλασκώβης.
Πάμε πίσω στον δίσκο… Ξεχώρισα πολλά κομμάτια, αλλά μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε το πιάνο στην εισαγωγή του Tell me I should stay. Τι αντιπροσωπεύει ο δίσκος αυτός για σένα;
Ωχ, Θεέ μου… (παύση) Δύσκολη ερώτηση. Αντιπροσωπεύει ιδέες έξι ετών, συμπυκνωμένες σε 40 λεπτά. Ή όσο είναι τέλος πάντων. Το χαλαρό κόνσεπτ είναι ο ανθρώπινος φόβος, εξ ου και The Human Fear. Όλοι έχουμε τις εμμονές μας και, αν τις αφήσουμε να βγουν, μας κατακλύζουν. Προσωπικά, η γέννηση του γιου μου απελευθέρωσε από μέσα μου ένα είδος αγάπης που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει – και που έκανε όλους αυτούς τους σκοτεινούς φόβους να φαίνονται ασήμαντοι. Το Tell me I should stay που ανέφερες είναι ο φόβος του να πρέπει να εγκαταλείψεις κάποιον που αγαπάς. Το The Doctor μιλάει για τον φόβο του να αφήσεις ένα ίδρυμα. Το Night & day για τον φόβο της δέσμευσης σε μια σχέση. Ο φόβος είναι κάτι παγκόσμιο – όλοι φοβόμαστε. Όμως ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τον φόβο, αυτό είναι προσωπική υπόθεση. Επίσης, ο φόβος μπορεί να είναι και διεγερτικός. Γι’ αυτό βλέπουμε ταινίες τρόμου, γι’ αυτό ανεβαίνουμε σε ρόλερ-κόστερ.
Εσύ τι φοβάσαι πιο πολύ στη ζωή;
Τα πράγματα που κολλάνε (στο πρωτότυπο: stickiness). Ένα κουτάλι με μέλι που έμεινε στον πάγκο της κουζίνας με γεμίζει φρίκη.
«Είχα δώσει μάχη»
Θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα Franz Ferdinand, το 2003. Ήμουν 16 και ήταν το demo του Tell her tonight, ηχογραφημένο υποτυπωδώς σε ένα διαμέρισμα στη Γλασκώβη. Επιρροές από Talking Heads, DIY φιλοσοφία, παράξενος ήχος, μια ωραία αγαρμποσύνη στα παιξίματα και κυρίως μια αίσθηση ότι το ροκ αλλάζει. Λίγους μήνες μετά, το ομώνυμο ντεμπούτο των Franz Ferdinand θα καθιέρωνε το χορευτικό στοιχείο στην αναβίωση του indie (χαρακτηριστικότερα με το Take me out). Οι ίδιοι θα ενσάρκωναν κάτι λιγότερο μάτσο στον ανδροκρατούμενο ακόμη τότε ροκ κόσμο, ενώ παράλληλα θα «νομιμοποιούσαν» τα κυριλέ πουκάμισα για μια νέα ροκ γενιά.
Το μυαλό μου πηγαίνει συνεχώς στο 2004, όταν ακούσαμε το πρώτο σας άλμπουμ και το ερωτευτήκαμε… Ήξερες τότε ότι είχες φτιάξει κάτι που θα άλλαζε τις ζωές των ανθρώπων ή τουλάχιστον τη δική σου;
Ήξερα ότι είχα μείνει πιστός σε ένα καλλιτεχνικό όραμα, αν βγάζει νόημα αυτό που λέω. Γιατί, έως έναν βαθμό, είχα δώσει μάχη. O παραγωγός μας, ένας πολύ ταλαντούχος τύπος που λέγεται Τορ Γιοχάνσον, είχε μια πολύ διαφορετική άποψη για το πώς πρέπει να ακούγεται ο δίσκος. Έπρεπε να του πάω κόντρα. Το οποίο ήταν καλό για τον δίσκο. Ξέρεις ότι πιστεύεις πραγματικά σε μια ιδέα μόνο όταν χρειάζεται να διαφωνήσεις γι’ αυτήν. Tώρα, αν ήξερα ότι ο δίσκος αυτός θα έκανε καλύτερη τη ζωή μου… Μπα, όχι. Είχα ξαναφτιάξει δίσκους στο παρελθόν και την είχαν κάνει χειρότερη (γέλια).
Πάντως, ένα εξώφυλλο του NME τότε, νομίζω το πρώτο σας, έγραφε «αυτή η μπάντα θα αλλάξει τη ζωή σας!». Σου λείπει εκείνη η εποχή, που ο κόσμος αποθέωνε απότομα τις νέες indie ροκ μπάντες; Θέλω να πω, ήταν υγιής ο ενθουσιασμός ή μήπως το υπερβολικό hype οδήγησε πολλά γκρουπ στην καταστροφή;
Κατά κάποιον τρόπο, μου άρεσε, γιατί έτσι βίωνα κι εγώ τη μουσική, όταν ανακάλυπτα κάτι καινούργιο. Είχα αυτόν τον ενθουσιασμό, τον φανατισμό. Και ακόμη τον έχω! Όταν ακούω ένα καινούργιο κομμάτι που με συγκινεί, νιώθω φοβερά, ρε φίλε! Μου αλλάζει όντως τη ζωή! Με κάνει να νιώθω όμορφα. Ακόμα κι αν είναι το πιο καταθλιπτικό τραγούδι, με κάνει χαρούμενο. Ο κόσμος της δημοσιογραφίας, βέβαια, έχει αλλάξει πολύ από εκείνο το εξώφυλλο του ΝΜΕ πριν από είκοσι χρόνια. Νoμίζω μου λείπει αυτή η εποχή, αυτός ο ενθουσιασμός… Σήμερα, στην εποχή της παροχής περιεχομένου, όλα έχουν γίνει λίγο αλοιφή. Προτιμώ να έχω έναν υπερβολικό δημοσιογράφο να μου προτείνει τι να ακούσω, από τις playlist που μου προτείνει ένας αλγόριθμος. I don’t trust the robots! (γέλια)
Ο Νόελ Γκάλαχερ λέει ότι το Definitely Maybe, το πρώτο άλμπουμ των Oasis, είναι ό,τι καλύτερο έχει κάνει. Το πιστεύεις κι εσύ για το ντεμπούτο σας;
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, θεωρώ ότι ο νέος μας δίσκος είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει. Για πολλούς λόγους. Μου είναι βέβαια δύσκολο να το λέω ο ίδιος… Ξέρεις, εγώ μεγάλωσα στη Σκωτία. Αν έχεις μεγαλώσει σε αυτό το μέρος, είναι παράξενο να λες ο ίδιος κάτι θετικό για τον εαυτό σου. Νιώθω πάντως ότι υπάρχει ένα βάθος σε αυτόν τον δίσκο, το οποίο έψαχνα στους προηγούμενους. Από εκεί και πέρα, ο πρώτος δίσκος είναι μια χαρά. Δεν τον υποτιμώ καθόλου, είναι ένας πολύ καλός δίσκος και αυτός που μας σύστησε στον κόσμο. Πάντως, δεν μου αρέσει ιδιαίτερα να κοιτάζω πίσω και να ζω στο παρελθόν. Όλη αυτή η μόδα με τις μπάντες που κάνουν περιοδείες με αφορμή τη στρογγυλή επέτειο ενός άλμπουμ… Το σιχαίνομαι αυτό το πράγμα!
Μπορούσατε να κάνετε περιοδεία για τα είκοσι χρόνια από το ντεμπούτο σας και το αποφύγατε, προς τιμήν σας…
Η δισκογραφική μου, ο μάνατζερ, ο ατζέντης, οι πάντες, μου φώναζαν «κάν’ το!». Θα έβγαζα πολλά λεφτά. Αλλά, αν το κάνεις, βασικά είναι σαν να λες «αυτό ήταν το peak μου». Εγώ λέω όχι, το peak μου ακόμη το ψάχνω. Είμαι ένας ενεργός καλλιτέχνης. Προσπαθώ να φτιάξω κάτι ωραίο. Προσπαθούσα τότε, προσπαθώ και τώρα. Αυτό με κρατάει ζωντανό.

Υπάρχει ένας στίχος σου που τον σκέφτομαι συχνά: «Έλα σπίτι, αλλά μην ξεχάσεις να φύγεις». Γιατί είναι τόσο δύσκολες οι σχέσεις;
Γιατί σε αναγκάζουν να είσαι με έναν άνθρωπο για υπερβολικά μεγάλα διαστήματα. Υπάρχει μια αγγλική έκφραση που λέει «η οικειότητα φέρνει περιφρόνηση». Γι’ αυτό και πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό σε μια σχέση να περνάς χρόνο μακριά από τον άλλον. Όλους όσους αγαπάω πολύ τους κρατάω σε μια απόσταση. Για δικό μου καλό, αλλά και για δικό τους. Αυτό το τραγούδι, όμως, το Come on home, μιλάει και για κάτι άλλο. Μιλάει και για την τέχνη. Σε έναν άλλο στίχο λέει «μου αρέσει να νιώθω ότι χρειάζομαι κάτι παραπάνω». Στην τέχνη δεν πρέπει ποτέ να ικανοποιείσαι πλήρως με τη δουλειά σου και να γίνεσαι αυτάρεσκος. Προχθές έβλεπα τον αγώνα μποξ του Μάικ Τάισον με αυτόν τον Youtuber, τον Τζέικ Πολ. Μου κάνει εντύπωση ο Τάισον. Ασφαλώς έχει αυτή τη σκοτεινή πλευρά – μιλάμε για έναν τύπο που έχει καταδικαστεί για βιασμό… Αλλά είναι και ένα συναρπαστικό άτομο. Θέλω να πω, τι τον κάνει σε ηλικία 58 ετών να μπαίνει στο ρινγκ και να παλεύει με έναν άνθρωπο 31 χρόνια νεότερο; (Παύση) Φοβερό! Αλλά όταν έλεγε σε μια συνέντευξη ότι δεν τον νοιάζει η υστεροφημία του, έβγαζε κάτι μηδενιστικό. Συγκεκριμένα έλεγε ότι είναι θρασύ και εγωιστικό να θες να σε θυμούνται. Όντως; Αυτό είναι; Αυτό μας οδηγεί να κάνουμε αυτά που κάνουμε; Αυτό μας οδηγεί στο να κάνουμε τέχνη; Ο εγωισμός μας; Μπορεί να έχει και δίκιο… Λες «θα δώσω κάτι στον κόσμο και θα τους ανεβάσω ψηλότερα». Ναι, είναι εγωισμός. Αλλά είναι η θετική πλευρά του εγωισμού. Και ίσως το αντίθετο του μηδενισμού. Με συγχωρείς, τώρα τα σκέφτομαι αυτά που λέω (γέλια). Χρησιμοποιώ τη συνέντευξή μας σαν ένα είδος ψυχανάλυσης (γέλια).
«Το peak μου ακόμη το ψάχνω. Προσπαθώ να φτιάξω κάτι ωραίο. Προσπαθούσα τότε, προσπαθώ και τώρα. Αυτό με κρατάει ζωντανό».
Διαβάζω στη Wikipedia το εξής: «Προτού καταφέρει να βιοποριστεί από τη μουσική, εργάστηκε ως σεφ, μπάρμαν, promoter μουσικής, οδηγός, μεταλλοκολλητής και λέκτορας πληροφορικής». Τις χάρηκες αυτές τις δουλειές; Γιατί κάποτε είχες τραγουδήσει «δουλεύουμε μόνο όταν χρειαζόμαστε τα λεφτά»…
Όταν το έγραψα, ήταν το μότο μου αυτό. Έλεγα δουλεύω για να πληρώνω το νοίκι μου, να τρώω, να υπάρχω – τέλος. Δούλευα μόνο για τα απαραίτητα και δεν θυσίαζα τον ελεύθερο, δημιουργικό χρόνο μου για λίγα παραπάνω μετρητά. Έτσι γίνεσαι καλλιτέχνης. Το πιστεύω ακόμη αυτό. Δημιουργείς τον χρόνο σου, για να δημιουργήσεις τέχνη. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χάρηκα κάποιες από τις δουλειές που έκανα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να είμαι στο εργοστάσιο του Κλάιντεμπανκ, μαγεμένος από τη λευκή, καυτή λάμψη της συγκόλλησης. Μου άρεσε πολύ να δουλεύω σε κουζίνες – η δόνηση και η ζωντάνια, όταν έχεις να σερβίρεις πολύ κόσμο, είναι κάτι πολύ έντονο. Η τελευταία μου δουλειά ήταν η διδασκαλία σε αιτούντες ασύλου στη Γλασκώβη. Επίσης μου άρεσε. Άνθρωποι οι οποίοι είχαν επιζήσει από απίστευτες κακουχίες, αλλά παρέμεναν θετικοί και αποφασισμένοι να κάνουν στη ζωή τους κάτι όμορφο.
Μόρισεϊ, Τραμπ και η ξεχασμένη τέχνη του διαλόγου
Πίσω στα ’00s γνώρισες τον Μόρισεϊ, για ένα θέμα του NME. Είναι ο αγαπημένος μου καλλιτέχνης, δεν μπορώ να μη ρωτήσω πώς ήταν από κοντά…
Ήταν… πολύ Μόρισεϊ (γέλια). Εντάξει, γούσταρα. Είμαι τεράστιος φαν των Smiths. Έμαθα κιθάρα προσπαθώντας να παίξω το What difference does it make? Αλλά εσύ θες να σου πω πώς ήταν από κοντά… (Παύση). Ένιωσα ότι παίζει τον ρόλο του Μόρισεϊ. Και ότι του άρεσε αυτό, γιατί προφανώς γνώριζε ότι ήμασταν φαν. Κανένα πρόβλημα, αυτό θέλω κι εγώ! Θέλω τον ρόλο του Μόρισεϊ!
Ο ίδιος κριτικάρει διαχρονικά τους καλλιτέχνες που φοβούνται να πουν τη γνώμη τους… Εσύ ωστόσο ήσουν πάντα πρόθυμος να στηλιτεύσεις πολιτικούς που δεν συμπαθούσες, όπως π.χ. ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον. Τώρα ο Τραμπ είναι ξανά στο τιμόνι της Αμερικής… Τι είναι αυτό που προκαλεί την άνοδο του συντηρητισμού παγκοσμίως;
Δεν είναι πια η άνοδος του συντηρητισμού αυτό, αλλά μιας νέας μορφής λαϊκισμού. Ο Τραμπ και ο Τζόνσον δεν είναι παραδοσιακοί συντηρητικοί. Δεν κουβαλάνε τις αξίες των συντηρητικών κομμάτων της Βρετανίας ή των Ρεπουμπλικάνων της Αμερικής. Έχουν περισσότερα κοινά με αυτόν τον Youtuber που πάλεψε με τον Τάισον. Τους χαρακτηρίζει ένας οπορτουνισμός, με κίνητρο το προσωπικό όφελος. Είναι μια άσχημη μορφή εγωισμού, την οποία βρίσκω πολύ ενοχλητική. Μιλάμε για μια περίεργη εποχή στην πολιτική… Δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα εκεί στην Ελλάδα, αλλά στη Βρετανία νιώθω ότι οι υποτιθέμενα προοδευτικοί φίλοι μου, που αυτοχαρακτηρίζονταν φιλελεύθεροι κάποτε, είναι όλο και λιγότερο ανεκτικοί στην άλλη άποψη. Εγώ είμαι μεγάλος φαν του διαλόγου. Στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, συμμετείχα συνεχώς σε ανοικτές συζητήσεις. Στη Γαλλία, το να συζητάς με κάποιον, ακόμα και αν διαφωνείς μαζί του, είναι ένα σημαντικό κομμάτι του εκπαιδευτικού συστήματος.
Είναι επίσης σημαντικό κομμάτι του να είσαι σε μια μπάντα…
Βέβαια. Αλήθεια είναι αυτό. Πρέπει να σέβεσαι τον άλλον, να του δίνεις χώρο να εκφραστεί και να τον δέχεσαι σαν έναν έξυπνο άνθρωπο, ακόμα και αν διαφωνείς μαζί του. Εκτιμώ αυτό που λέει ο Μόρισεϊ και συμφωνώ: Πολλοί καλλιτέχνες το παίζουν χαζοί ή κρύβουν τις απόψεις τους διπλωματικά. Βέβαια, κάποιες φορές ένας καλλιτέχνης το παίζει χαζός με άλλο σκοπό… Οι Ramones φωνάζουν «hey-ho-let’s go». Ακούγονται χαζοί, αλλά δεν είναι. Ιδίως ο Dee Dee, του οποίου οι στίχοι έχουν μια ειρωνεία. Αυτό κάνει ο μεγάλος καλλιτέχνης: εκφράζει μια σύνθετη ιδέα με απλό τρόπο. Αυτό κάνει και ο Μόρισεϊ στους στίχους του, με μεγάλο δάσκαλο τον Όσκαρ Ουάιλντ. Απλή, ευθεία γλώσσα, χωρίς τίποτα το περιττό. Το κάνει και ο Ρέιμοντ Κάρβερ. Αλλά βέβαια είναι ο Κάρβερ μαζί με τον επιμελητή του… Έχεις διαβάσει τους Αρχάριους, που είναι το Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη, χωρίς την επιμέλεια; Όταν το διάβασα είπα «πω, ρε φίλε, απίστευτο! Ο επιμελητής έκανε τον συγγραφέα σπουδαίο!». Με επηρέασε βαθιά ως καλλιτέχνη αυτή η διαπίστωση, γιατί κατάλαβα ότι η επιμέλεια είναι που διαμορφώνει το έργο τέχνης. Παίρνει μια πέτρα, ένα μάρμαρο και του δίνει μορφή, το κάνει γλυπτό.
Δεν πειράζει…
Γαμώτο, νομίζω πρέπει να μπω σε άλλο meeting τώρα. Μου αρέσει όμως η κουβέντα μας.
Τελευταία ερώτηση: Σου έχει στείλει ποτέ κοπέλα «take me out»;
(Γέλια) Δεν θα πιστέψεις πόσο συχνά συμβαίνει. Είναι ωραίο να νιώθεις επιθυμητός, υποθέτω.
Οι Franz Ferdinand σε 5 στάσεις
Take me out (2004)
H πιο μεγάλη επιτυχία τους. Μετά την εισαγωγή η ταχύτητα επιβραδύνεται, πράγμα σπάνιο για ένα χορευτικό hit.
Jacqueline (2004)
«Είμαι τόσο μεθυσμένος, που δεν με νοιάζει αν με σκοτώσεις». Ένας ύμνος στον υπόκοσμο, στις διακοπές, στο ποστ πανκ.
Eleanor put your boots on (2005)
Το ομορφότερο από τα ακουστικά κομμάτια τους. Απευθύνεται στην τραγουδοποιό Έλεανορ Φρίντμπεργκερ.
Lucid dreams (2009)
Παρότι συντηρητικοί μουσικά, εδώ ξέφυγαν τελείως, με ένα αναπάντεχο ηλεκτρονικό ντελίριο που σκάει μετά τη μέση.
Audacious (2024)
Δύο τραγούδια σε ένα. Οι Strokes συναντούν τους Beatles, στο πιο πιασάρικο κομμάτι των FF εδώ και πολλά χρόνια.
*To The Human Fear κυκλοφορεί στις 10/1 από την Domino records.

