Εμείς στα βόρεια, είμαστε εξαιρετικά δύσπιστοι. Έχουμε ακούσει πολλές ημερομηνίες παράδοσης, έχουμε κάνει υπομονή, έχουμε ταλαιπωρηθεί στην κίνηση, στο στριμωξίδι στα λεωφορεία και στα στενά πεζοδρόμια της Εγνατίας, έχουμε δει γειτονιές να αλλάζουν και να ερημώνονται, σε βαθμό που ξεχάσαμε πως υπήρξαν κάποτε, έχουμε διαδηλώσει για τη διατήρηση και τη μη απόσπαση των αρχαίων στον σταθμό της Βενιζέλου, έχουμε διακωμωδήσει πικρά τις σκιώδεις διαδικασίες για τον λογότυπο, έχουμε γίνει ανέκδοτο, το οποίο σταδιακά οικειοποιηθήκαμε.
Μην μας παρεξηγείτε. Αν δεν δούμε κάτι να πραγματοποιείται, δεν πιστεύουμε πως υπάρχει. Έτσι και με το μετρό. Αν δεν αντικρίζαμε τον πρώτο συρμό να φτάνει σε έναν από τους δεκατρείς σταθμούς της βασικής γραμμής, δεν θα πιστεύαμε ότι υπάρχει. Ακόμα κι αν ακουγόταν από τα μεγάφωνα η εξής φράση: «Ο συρμός προς Νέα Ελβετία καταφτάνει στον σταθμό». Ποιος ξέρει, μπορεί να παίζουμε σε κάποια ταινία, σαν και αυτή που γυρίστηκε στο μετρό πριν χρόνια, με τον Αντόνιο Μπαντέρας. Αλλά όχι. Η ανακοίνωση φτάνει στην επιφάνεια του εδάφους. Κάτω από το υπόστεγο του Σταθμού, είναι όλοι ακίνητοι∙ δεν μπορούν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους. Όχι, αυτή τη φορά, δεν είναι ψέμα.
Έφυγαν οι λαμαρίνες

Ό ενθουσιασμός είχε εκδηλωθεί στο TikTok ήδη από την Τετάρτη. Ο νεαρόκοσμος ανεβοκατέβαινε τις κυλιόμενες σκάλες, οι οποίες είχαν τεθεί δοκιμαστικά σε λειτουργία, και πάλευε να καταγράψει το εσωτερικό των σταθμών από τις «κλειδαρότρυπες» της μεταλλικής μπάρας. Πέμπτη βράδυ και οι περαστικοί στην Εγνατία στέκονταν στα τοτέμ του μετρό και περιεργάζονταν τον χάρτη της βασικής γραμμής, με τα δάχτυλά τους να ακουμπούν για ώρα το τζάμι. Έξω από τον σταθμό της Αγίας Σοφίας, στη βόρεια όχθη της Εγνατίας, οι φωτογραφίες έδιναν και έπαιρναν πάνω στη γέφυρα του αρχαιολογικού χώρου. Κοιτούσα από το αμάξι δεξιά και αριστερά την Εγνατία, δίχως στενωσιές και λαμαρίνες. Νόμιζα πως θυμόμουν την εικόνα της χωρίς αυτές τις ρυθμίσεις, αλλά όσο και να ζόριζα τον φάκελο με τις αναμνήσεις, τίποτα.

Παρασκευή και περπάτησα μεσημεριάτικα στις οδούς Ρεμπέλου και Δημάρχου Βαμβακά, πίσω από το Αλκαζάρ. Οι καταστηματάρχες και οι περαστικοί γελούσαν. Όχι μόνο επειδή έφυγαν οι λαμαρίνες, αλλά και επειδή ξαφνικά «γεννήθηκε» μια μικρή πλατεία με την προτομή του Λεωνίδα Ιασωνίδη. «Ρε συ, ξέρεις πώς τη λένε αυτή την πλατεία;», αναρωτιόνταν φωναχτά. Ο ένας ρωτούσε τον άλλον σαν σπασμένο τηλέφωνο, αλλά απάντηση καμία. Το Google πάντως την εμφάνισε ως πλατεία Μεγάλου Αλεξάνδρoυ. Μάλλον, είναι παρεπόμενο του προηγούμενου ονόματος της Ίωνος Δραγούμη.
Το βράδυ των αποκαλυπτηρίων του αρχαιολογικού χώρου εντός του σταθμού της Βενιζέλου, οι δημοσιογράφοι στέκονταν κάτω από το υπόστεγο, για να μην βραχεί ο εξοπλισμός τους από τις σταγόνες της βροχής, όσο οι έμποροι του Μπεζεστενίου μάζευαν αργά αργά το εμπόρευμά τους. «Χορτάσαμε πολύ γκρεμό, αλλά όχι φιέστες», σχολίασε δυσαρεστημένα ένας καταστηματάρχης στο Μπεζεστένι, ο οποίος για χρόνια έβλεπε την οδό Βενιζέλου κλειστή και έρημη από κίνηση. Λίγο πιο κάτω, σε μια βιτρίνα εποχικών ειδών «κρύβεται» ένα κερί με τον λογότυπο του μετρό, συνοδευόμενο από την ημερομηνία 1986 – 2024. Η πρώτη ημερομηνία που σηματοδοτεί το όραμα του τότε δημάρχου Σωτήρη Κούβελα και την περίφημη «τρύπα» που άνοιξε στο ύψος του campus του ΑΠΘ. Δεν έχω εικόνα από τότε, θυμάμαι μόνο το 2006.
Μεγαλώνοντας με το Μετρό

Ήμουν εννιά τότε. Η εικόνα του μετρό της Αθήνας από τις οικογενειακές διακοπές δεν είχε ξεφτίσει. Είπαν πως θα ολοκληρωνόταν το 2012, για να συμπέσει με τα εκατό χρόνια της απελευθέρωσης της πόλης. Ρώτησα την μάνα μου: «Δηλαδή, όταν θα είμαι φοιτητής, θα πηγαίνω από Αμπελόκηπους – Πανεπιστήμιο μέσα σε λίγα λεπτά; / Αν όλα πάνε καλά, ναι». Την ώρα των βαρετών μαθημάτων στο σχολείο σχεδίαζα κρυφά χάρτες του μετρό, έκανα προεκτάσεις στη δυτική πλευρά, διότι εμείς δεν συμπεριλαμβανόμασταν στην εξίσωση της κατασκευής. Και όσο οραματιζόμουν τη Θεσσαλονίκη του μέλλοντος, εκείνη άλλαζε προς το χειρότερο. Η Μοναστηρίου, στο ύψος του Σταθμού, έγινε ένα εργοτάξιο. Οι λωρίδες της Εγνατίας στη Βενιζέλου, την Αγίας Σοφίας και έξω από την Έκθεση έγιναν δύο. Οι αργοπορημένες συναντήσεις έγιναν νόρμα, ποτέ δεν ήξερες τι κίνηση θα συναντούσες. Ο αστικός ορίζοντας γέμισε γερανούς, ο θόρυβος έγινε το μόνιμο soundtrack της πόλης. Η αγορά της Δελφών, όπου μας πήγαινε περιοδικά η μάνα μου, άδειασε και ερήμωσε. Λέγαμε πως αυτό θα ήταν προσωρινό.
Το 2015 πέρασα στο ΑΠΘ, έγινα φοιτητής, αλλά ποιο μετρό; Ακόμα τα ίδια εργοτάξια με την πινακίδα: «Προσοχή: Εκτελούνται Έργα», όπως η παράσταση. Η σχολή στεγαζόταν εκτός campus, μια ανάσα από τις λαμαρίνες της Βενιζέλου. Αν είχαμε μαθήματα εντός Πανεπιστημιούπολης, περπατήσουμε για εικοσιπέντε λεπτά, φτάναμε στο μάθημα ιδρωμένοι ή συναχωμένοι. Διαφορετικά, θα έπρεπε να πάρουμε λεωφορείο. Δύο χιλιόμετρα μέσα σε σαράντα λεπτά. Εμπρός, καλά μου ποδαράκια.

Τέλος, οι διαδηλώσεις στον Σταθμό Βενιζέλου, υπέρ της διατήρησης των αρχαιοτήτων και της υπόγειας χάραξης της γραμμής, αντί για την απόσπασή και την επανατοποθέτησή τους. Το έγκλημα, όπως έχει εγγραφεί στην συνείδηση της πόλης. «Άσε στο μετρό τα αρχαία, στα υπόγεια είναι η θέα», έγραφε το σύνθημα ενός πλακάτ. Τίποτα. Αποφασίστηκε η δεύτερη λύση. Στα μάτια μου, η Θεσσαλονίκη έγινε συνώνυμη με την έλλειψη προοπτικής. Δεν χρειαζόταν να επιμείνω άλλο. Το 2020 αποφάσισα να μετακομίσω στην Αθήνα, όντας σίγουρος ότι δεν θα αντικρίσω αυτό το έργο ως κάτοικος Θεσσαλονίκης.
«Εντάξει, είναι το δικό μας μετρό»
Γι’ αυτό και το βούρκωμα δεν μπορεί να σταματήσει την ημέρα του ανοίγματος. Σάββατο μεσημέρι, κάτω απ’ το σκέπαστρο της εισόδου του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Ένας άντρας βγαίνει από τον σταθμό και σκίζει την κορδέλα. Μπαίνουμε. Τα κινητά ανά χείρας και στην πρώτη καταβύθιση, τα δάκρυα ρέουν ανεμπόδιστα. Διαβάζω τις ταμπέλες προς τις εξόδους. Έχουν την ίδια γραμματοσειρά με το μετρό της Αθήνας, αλλά δεν γράφουν «Ανθούπολη – Ελληνικό», «Πειραίας – Κηφισιά», «Λεωφ. Βουλιαγμένης (προς Αθήνα/Γλυφάδα)», παρόλο που έχουν την ίδια γραμματοσειρά με τις αντίστοιχες της Αθήνας. Αντ’ αυτού, γράφουν «Μοναστηρίου», «Γιαννιτσών». Εντάξει, είναι το δικό μας μετρό.
Μυρίζει καινουργίλα, τα κινητά ζεσταίνονται, το σήμα είναι ανύπαρκτο. Είναι σίγουρο ότι από αύριο θα ακούγεται στη Θεσσαλονίκη η ατάκα «Σόρρυ, ήμουν στο μετρό, δεν είχα σήμα». Οι υπάλληλοι της THEMA, η οποία διαχειρίζεται το μετρό, δείχνουν συγκρατημένοι, βοηθούν τον κόσμο με τις οδηγίες τους, αλλά δεν μπορούν να κρύψουν εντελώς τη χαρά τους. Ο πρώτος επιβατικός συρμός φτάνει στον υπόγειο σταθμό του Νέου Σιδηροδρομικού Σταθμού. Ο ενθουσιασμός είναι τέτοιος που εμποδίζει τους αποβιβασθέντες, αλλά κανείς δεν παρεξηγεί. «Δεν χρειάζεται να μπείτε όλοι. Σε τρία λεπτά έρχεται ο επόμενος», φωνάζουν οι υπάλληλοι. Ο ήχος από το κλείσιμο των θυρών τους αποτρέπει να μπουν. Άλλωστε, αν εμποδιστεί το κλεισιμό τους, το τρένο δεν ξεκινάει.

Σιωπή, σαν να είμαστε στο σινεμά. Τα πρόσωπά μας αντικατοπτρίζονται στην «οθόνη», το μπροστινό τζάμι του βαγονιού. Ακούγεται μόνο ο ήχος της κίνησης του τρένου. Ξεκίνησε. Χαζεύουμε τη θέα του τούνελ. Κάποιες γυναίκες μονολογούν διαρκώς «απίστευτο» – είναι η πιο δημοφιλής λέξη στη Θεσσαλονίκη αυτή τη στιγμή. Άλλοι χρονομετρούν τη διάρκεια της απόστασης ανάμεσα στον τερματικό σταθμό και στην στάση «Δημοκρατίας», άλλοι ψιθυρίζουν «τσίμπα με, τσίμπα με, να δω αν είναι αληθινό», κάποιες κυρίες μιλούν δυνατά και λένε «ζήσαμε να το δούμε κι αυτό», οι μαμάδες φωτογραφίζουν τα παιδιά τους που κάθονται στην πρώτη θέση και σιγά σιγά ξεκινούν οι συγκρίσεις με την Αθήνα. Δεν τις σημειώνω, γιατί εκείνη τη στιγμή αποφασίζω να κατέβω στον σταθμό της Βενιζέλου.
Τοπογραφίες, χαμόγελα, ανασφάλειες
Το στενό μπαλκονάκι πάνω από την αρχαία πολιτεία της ρωμαϊκής λεωφόρου Decumanus Maximus ίσα ίσα μας χωράει. Ο σταθμός της Βενιζέλου φέρνει πιο πολύ σε έναν λαβύρινθο, στον οποίο όλοι συμφωνούν να μπλεχτούν. Κάποιοι ταξιδιώτες των Βαλκανίων επισημαίνουν το γεγονός πως δεν μπορούν να περπατήσουν στη ρωμαϊκή λεωφόρο, συγκρίνοντας την προσβασιμότητα των ευρημάτων με την αντίστοιχη λεωφόρο που βρίσκεται στον σταθμό «Σέρντικα» του μετρό της Σόφιας, όπου μπορεί κανείς να περπατήσει στην καρδιά του αρχαιολογικού συγκροτήματος. Εδώ αυτό δεν είναι εφικτό. Ας είναι. Τώρα δεν έχει σημασία. Ο σταθμός σχεδιάστηκε όπως σχεδιάστηκε. Αν ήταν σωστή ή λάθος η επανατοποθέτηση, το ξέρει μονάχα η ιστορία και δυστυχώς, αυτή δεν μπορεί να αλλάξει. Προχωράμε.
Στον σταθμό της Αγίας Σοφίας, δύο άντρες αναζητούν την έξοδο προς τα αρχαία ευρήματα. Δοκιμάζουν να βγουν από την πλατεία Μακεδονομάχων, αλλά είναι διάχυτη η απορία τους για το αν είναι καινούργια. Το ίδιο συμβαίνει με κατοίκους των δυτικών προαστίων που αναρωτιούνται μέσα στον συρμό για το πώς μοιάζει αυτή η Νέα Ελβετία και γιατί υπάρχει σταθμός με αγγλικό όνομα, αναφερόμενοι στον σταθμό Φλέμινγκ. Την περίοδο της κατασκευής, τα εργοτάξια άλλαξαν εξωφρενικά απότομα τη φυσιογνωμία της πόλης και την όψη των γειτονιών. Γειτονιές της Θεσσαλονίκης έμαθαν να ζουν με τις λαμαρίνες και με την έλλειψη προσβασιμότητας λόγω των κλειστών δρόμων και της έλλειψης δημόσιων χώρων – μία από τις πληγές της πόλης. Μολονότι τα εργοτάξια τις έκαναν αόρατες, η ολοκλήρωση του μετρό σύστησε ξανά την πόλη στους κατοίκους της, η γεωγραφία άλλαξε εκ νέου. Βέβαια, όχι με τον πιο ειρηνικό και βατό τρόπο.

Ωστόσο, παρατηρώντας το κλίμα, η μεγαλύτερη έκπληξη δεν είναι τα αρχαία, ούτε η αναδιαμορφωμένη τοπογραφία της Θεσσαλονίκης, αλλά η συλλογική χαρά που ξεχειλίζει στους συρμούς και στους σταθμούς. Ο ενθουσιασμός που προκαλεί ελεγχόμενες εισόδους προς την αποβάθρα, αυτή η γνήσια περιέργεια για το έργο. Δεν θυμάμαι ποτέ ξανά τη Θεσσαλονίκη να χαμογελάει και να καλαμπουρίζει τόσο αβίαστα και οργανικά. Λες και η πόλη είχε ανάγκη να δει το μετρό να ολοκληρώνεται και να νιώσει την αυτοπεποίθησή της να ανεβαίνει.
Πολλοί στέκονται κριτικά – και όχι άδικα – κριτικά απέναντι στο έργο. Ακόμα περισσότεροι σκέφτηκαν διπλά και τριπλά την είσοδό τους στον αυτόματο συρμό χωρίς οδηγό. Οι μνήμες από τα Τέμπη και την καταγραφή σοβαρών περιστατικών ασφαλείας στα μέσα σταθερής τροχιάς γεννούν ακόμη τρομερή ανασφάλεια. «Εγώ να μπω στο τρένο. Και ειδικά σε αυτό, χωρίς οδηγό; Δεν είσαι καλά, ίσα θα μπω στον σταθμό και θα βγω», είναι μια από τις ενδεικτικές για το κλίμα ανασφάλειας φράσεις που άκουγε κανείς στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, η γενικότερη ατμόσφαιρα, η σημασία που δόθηκε στην ημερομηνία-ορόσημο της 30ης Νοεμβρίου και οι παρακινήσεις φίλων και γνωστών έπαιξαν τον ρόλο τους, ώστε να ξεπεραστεί μερικώς ο φόβος.
Οι νέες προκλήσεις
Για όσους έχουν παραστάσεις από την Αθήνα ή το εξωτερικό, η προσαρμογή στο νέο μέσο συνέβη σε δευτερόλεπτα. Άλλωστε, κομμάτι του εσωτερικού και οπτικού σχεδιασμού των σταθμών είναι ισοπεδωτικά ίδιο με τους σταθμούς μετρό που κατασκευάστηκαν από το 2010 και ύστερα στο αθηναϊκό μετρό: γυαλιστερά υλικά, ελάχιστα χρώματα, ανάδειξη αρχαιοτήτων και παντελή απουσία σύγχρονης τέχνης. Αντίθετα, οι Θεσσαλονικείς που δεν έχουν εμπειρία από μέσα σταθερής τροχιάς χρειάζονται λίγο χρόνο να προσαρμοστούν και να συνηθίσουν πως ο συρμός δεν έχει κουμπιά για στάσεις, να κατανοήσουν τη λογική της κατεύθυνσης και να εξοικειωθούν με τα εισιτήρια, καθώς το ενοποιημένο εισιτήριο για μετρό και λεωφορεία δεν έχει θεσμοθετηθεί ακόμη. Εδώ, χρειαζόταν μια σειρά από δράσεις εξοικείωσης με τις αλλαγές, αλλά, δυστυχώς, ούτε αυτή πραγματοποιήθηκε.

Είναι πρωτόγνωρες αυτές οι ημέρες για την πόλη μας. Χαρήκαμε με αυτή τη γραμμή των δέκα χιλιομέτρων, την περιμέναμε πώς και πώς, γι’ αυτό άλλωστε, ακόμα και την Δευτέρα, εγώ και πολλοί ακόμη κάναμε μια μεγάλη παράκαμψη από την πορεία μας για να το χρησιμοποιήσουμε.Παρ’ όλα αυτά, δεν πανηγυρίζουμε για την ύπαρξή του, διότι το περιμέναμε να παραδοθεί εδώ και πολλά χρόνια.
Η κατασκευή του έχει ριζώσει στο DNA και στην κουλτούρα της πόλης. Έγινε θεατρική παράσταση, στίχος σε ραπ τραγούδια και ανέκδοτο. Έχει γίνει σύμφυτο με μια γενιά ανθρώπων που μεγάλωσε με τις ιστορίες, τον μύθο και την ταλαιπωρία της κατασκευής του και συνώνυμο της έλλειψης προοπτικής, της ιώβειας υπομονής και της οικονομικής κακοδιαχείρισης. Και πώς να μην γίνει, ειδικά μετά τα βιαστικά εγκαίνιά του φανέρωσαν τις στραβοβελονιές της αποπεράτωσής του, όπως φανερώνουν οι εικόνες με τους κουβάδες στους σταθμούς, η έλλειψη υπογείων πάρκινγκ στους σταθμούς και η βαλκανική εικόνα προχειρότητας που συναντάει κανείς μόλις αποβιβάζεται στον τερματικό σταθμό της Νέας Ελβετίας, με τα παρκαρισμένα αμάξια και την – σχεδιασμένη προ δεκαετιών – μη ολοκληρωμένη προέκταση της οδού Μιχαήλ Ψελλού.
Τέλος, η κατάρρευση της γέφυρας Δενδροποτάμου ανήμερα των εγκαινίων του μέσου, ενός βασικού συγκοινωνιακού άξονα στη δυτική Θεσσαλονίκη, έστρεψε αμέσως την προσοχή στην έλλειψη σύνδεσης με τις δυτικές συνοικίες, αλλά και το αεροδρόμιο. Οι επεκτάσεις έχουν ορίζοντα για το 2040, αλλά στο ημερολόγιο της Βόρειας Ελλάδας, αυτό μεταφράζεται σε πάνω από είκοσι χρόνια αναμονής. Ας μην περιμένουμε άλλο και ας ζήσουμε ξανά αυτό το όμορφο συναίσθημα του να βλέπουμε υποδομές στην πόλη μας και να νιώθουμε ορατοί. Αρκεί μόνο να ολοκληρώνονται ταχύτερα, διότι δεκαοκτώ χρόνια για μια γραμμή δέκα χιλιομέτρων είναι πολλά. Ας ξεκινήσουμε από την ταχύτητα. Αυτή είναι μια καλή αρχή.
Μετρονόμος
Από τον Γιώργο Γκόζη*
Το ‘86 είμαι μαθητής, ένας εκσκαφέας ξύνει τη νησίδα της Εγνατίας στη ΔΕΘ, η τρύπα του Κούβελα, πάω να βάλω ένα χεράκι, φύγε κι έλα αργότερα, λέει ο εργοδηγός, μικρός είσαι ακόμα, τελειώνω πανεπιστήμιο, φανταρικό, κυκλοφορούν τα βιβλία μου, μπαίνουμε στην Ο.Ν.Ε., σηκώνουμε το Euro 2004, κρίση, αλλάζουν οι κυβερνήσεις, ξεχνιέμαι.
Σήμερα έχω καβαντζάρει τον Mισό αιώνα άνθρωπος του Σουρούνη και διανύω καρφί τα 650 βήματα απ’ το σπίτι ως τον σταθμό Νέας Ελβετίας. Πρώτη βόλτα με τον υπόγειο. H καταιγίδα Μπόρα λυσσομανάει, το φράγμα Θέρμης υπερεκχείλισε, φλοκάτες φύλλων κάλυψαν φρεάτια, ουρλιάζει το 112, δέντρα ξεριζώθηκαν, τέντες χάσκουν σκισμένες.
Κατεβαίνω με τις κυλιόμενες στις αποβάθρες της Ψελλού, το πολυπληθές προσωπικό εξυπηρετεί άμεσα το κοινό, η μετακίνηση σήμερα δωρεάν, η ανταπόκριση ασύλληπτη, βαγόνια αθόρυβα, άπαντα απαστράπτοντα, χαρούμενα πρόσωπα, πάνδημη γιορτή, επισκέπτες, κάτοικοι, επιφωνήματα έκπληξης.
Κι εκεί που περιμένω τον συρμό τρακάρω τη σειρά μου από το στρατό, τον Γιάννη τον ψηλό.
– Πού χάθηκες, πασά μου; Από το ’92 που απολυθήκαμε σ’ έχασα. Τι κάνεις εδώ;
– Σειρούλα, θυμάσαι την επέκταση του Β’ επαγγελματικού σε Γ’ κατηγορίας όταν μάθαμε στα Στάγιερ; Ε, έστειλα βιογραφικό και με πήραν οδηγό του μετρό. Κερνάω λουκουμάκι Παπαδόπουλου νεράντζι για τα καλορίζικα.
– Ψηλέ, είναι αλήθεια; Τελικά υπάρχει το μετρό;
– Η πόλη άλλαξε επίπεδο. Υπάρχει. Και σύμβολο και μύθος και πραγματικότητα.
Στάση Βενιζέλου κατεβαίνω. Θέλω να δω τις αρχαιότητες. Λυγίζω. Αφενός, επειδή ήμουν πάντα in situ – αλλά σήμερα είναι γιορτή. Γκρίνια από αύριο. Αφετέρου, με το συγκλονιστικό θέαμα decumanus maximus και cardo. 24 αιώνες συμπολίτης Θεσσαλονικιών σε αυτούς τους κυβόλιθους;
-Σκουπίσου, ρε, σε πιάσαν και τα ζουμιά, με σπρώχνει ο Γιάννης.
Επιστροφή. Η υπέργεια πόλη στις εργοστασιακές ρυθμίσεις: υγρασία, βαρδάρης, σαπίλα. Διανύω τα άλλα 650 βήματα από τον σταθμό Νέας Ελβετίας ως το βιβλιοπωλείο ΜΕΣΙΕ ΣΑΡΛΟ, το θέλω να ξαναδιαβάσω το Μονοπάτι στη θάλασσα του Σουρούνη.
*Ο Γιώργος Γκόζης είναι συγγραφέας και μεταφραστής.

