Συνήθως στα κείμενά μου βάζω μια πιασάρικη εισαγωγή, για να τραβήξω την προσοχή του αναγνώστη. Δεν χρειάζεται πάντα. Το συγκεκριμένο θέμα, ας πούμε, είναι τραβηχτικό από μόνο του: Βγήκα για φαγητό με πέντε αγνώστους. Πέρασα μια Τετάρτη διαφορετική από τις συνηθισμένες – και είμαι εδώ για να διηγηθώ την ιστορία. Το παρακάτω κείμενο δεν είναι ακριβώς δημοσιογραφικό, ούτε όμως αυστηρά προσωπικό, δεδομένου ότι αναφέρεται σε μια τάση της εποχής.
Όλα ξεκίνησαν όταν η συνάδελφος Άννα με πληροφόρησε για την ύπαρξη ενός app το οποίο σου κανονίζει δείπνο με άγνωστους ανθρώπους. «Ευκαιρία να κοινωνικοποιηθείς», είπε. Ρώτησα περισσότερα, έκανα λίγο τον αδιάφορο και το ίδιο βράδυ μπήκα στον πειρασμό. Το Timeleft, όπως ονομάζεται η εν λόγω εφαρμογή, σου κάνει αρχικά ένα σύντομο τεστ προσωπικότητας, προκειμένου να σε φέρει κοντά σε άτομα με τα οποία είναι πιο πιθανό να ταιριάξεις. Ύστερα, δίνεις δέκα ευρώ και ορίζεις ποια από τις επόμενες Τετάρτες είσαι διαθέσιμος. Μία μέρα πριν από το δείπνο, μαθαίνεις τους επαγγελματικούς κλάδους των συνδαιτυμόνων σου και τα ζώδιά τους (μεγάλη υπόθεση!). Τέλος, το πρωί της Τετάρτης, ανακοινώνεται το εστιατόριο που θα σας φιλοξενήσει. Κάπως έτσι, βρέθηκα στο Κολωνάκι, έτοιμος για νέες συγκινήσεις.
Εκεί είμαι τώρα. Ο υποδοχέας με οδηγεί στο τραπέζι, όπου ένας μεσήλικας με μπορντό πουκάμισο μου χαμογελάει και μου σφίγγει το χέρι. «Θεοδόσης, χάρηκα». Ναι, είμαι εδώ για να γνωρίσω κόσμο. Θα γίνουμε μια όμορφη παρέα. Αμφιβάλλει κανείς; Μια ψηλή μελαχρινή κοπέλα που τη λένε Μυρτώ κάνει την εμφάνισή της. Συστηνόμαστε αμήχανα. Μας ρωτάει αν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιούμε την εφαρμογή. «Για μένα είναι η τέταρτη», λέει ο Θεοδόσης, που απ’ ό,τι φαίνεται εθίστηκε στο να ανοίγει τον κύκλο του. Όταν πια γινόμαστε έξι, ο καθένας μας λέει με τι ακριβώς ασχολείται. Συζητάμε για τη ζωή στην Αθήνα, την κίνηση στους δρόμους, τη δυσκολία του να βρεις πάρκινγκ στο Παγκράτι και άλλα τέτοια πρωτότυπα. Κάποιοι έχουν άνεση. Μιλάνε, κάνουν ερωτήσεις, κάνουν αστεία… Η Λένα πάλι, στην άκρη του τραπεζιού, φαίνεται υπερβολικά ντροπαλή. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς, δεν θα πάρει ποτέ από μόνη της τον λόγο και, στις δυο τρεις φορές που κάποιος θα της τον δώσει, το πρόσωπό της θα γίνει ροζ. Για αρκετή ώρα, απορώ με ποια λογική ένας άνθρωπος χωρίς κοινωνικές δεξιότητες, όπως η Λένα, μπαίνει στη διαδικασία να βγει για φαγητό με πέντε αγνώστους. Ύστερα, σκέφτομαι ότι το Timeleft μπορεί να φτιάχτηκε ακριβώς γι’ αυτούς τους ανθρώπους, τους ήσυχους του πάρτι, με το χαμηλωμένο βλέμμα.
Ο χρόνος που μετράει
Η ιδέα του Timeleft ξεκίνησε όταν ο ιδρυτής του, Μαξίμ Μπάρμπιερ, έκλεισε τα 30 και έπαθε κάτι σαν υπαρξιακή κρίση. Συγκεκριμένα, διερωτήθηκε πόσες μέρες τού απομένουν και ένιωσε ότι πρέπει να αξιοποιήσει τον εναπομείναντα χρόνο όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα. Άρχισε λοιπόν να σκέφτεται τι του αρέσει περισσότερο στη ζωή. «Να τρώω έξω και να γνωρίζω νέους ανθρώπους», είπε στον εαυτό του – και κάπως έτσι έφτιαξε το Timeleft, με το φιλόδοξο μότο «Πολεμώντας την αστική μοναξιά». Η εφαρμογή ξεκίνησε το 2023 στη Λισαβόνα. Τους πρώτους έξι μήνες, ξεπέρασε τους 60.000 συμμετέχοντες. Η Ελλάδα μπήκε στο παιχνίδι το περασμένο καλοκαίρι. Φυσικά, η εταιρεία δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να έχει εκπροσώπους σε καθεμία από τις 275 πόλεις όπου λειτουργεί. Τα εστιατόρια επιλέγονται online από τον Μαξίμ και τους ανθρώπους του, με βάση το μπάτζετ και τις δηλωμένες διατροφικές συνήθειες των χρηστών. «Συνήθως σε στέλνουν Κολωνάκι, Μοναστηράκι, Θησείο, δηλαδή κάπου κοντά στο κέντρο», μου εξηγεί ο Θεοδόσης. «Βλέπουν κριτικές, βλέπουν τιμές και κάνουν κράτηση».
Προσωπικά, έκλεισα το δείπνο μου χωρίς να το σκεφτώ πολύ. Βρήκα την ιδέα ιντριγκαδόρικη και ενδιαφέρουσα. Κάτι σαν κοινωνικό πείραμα, στο οποίο ήθελα να συμμετάσχω. Παρ’ όλα αυτά, ομολογώ ότι αισθάνθηκα λίγο περίεργα όταν ήδη από την επόμενη μέρα το Instagram άρχισε να μου πετάει μια διαφήμιση του Timeleft, που έλεγε ότι «η ζωή είναι πολύ μικρή για να τρως σόλο». Και ποιος σας είπε ότι τρώω σόλο; Μια χαρά φίλους έχω. Απλώς θέλω κι άλλους.
Από το ένα έως το δέκα
Πίσω στο τραπέζι μας, ο Γεράσιμος ανακατεύει ένα ριζότο λαχανικών, ρίχνοντας αιχμές κατά του Χάρη Δούκα. Ο Θεοδόσης ακούει με σχετικό ενδιαφέρον, η Μυρτώ κοιτάει το άπειρο και εγώ το ρολόι μου. «Πόσο βαριέσαι από το ένα έως το δέκα;» με ρωτάει μια κυρία με κοντά ξανθά μαλλιά, της οποίας το όνομα ποτέ δεν συγκράτησα. «Εννέα», απαντάω. Γελάμε. Όταν ο Γεράσιμος προτείνει να συνεχίσουμε σε κάποιο μπαρ, πραγματικά δεν βρίσκω τον λόγο. Πιστεύω ότι, ακόμα και τρία ποτά να πιει ο καθένας μας, στις συζητήσεις θα συγκρίνουμε τη ζωή στην Ελλάδα με τη ζωή στο εξωτερικό, καταλήγοντας στο ότι «όπου και να πας, κάτι χάνεις και κάτι κερδίζεις». Οι τέσσερις από τους έξι όντως συνεχίζουν αλλού. Εγώ αποχωρώ, λέγοντας πως θα το ήθελα, αλλά ξυπνάω πολύ πρωί (ψέματα και τα δύο).
Τα σόσιαλ μίντια και οι εφαρμογές γνωριμιών κάνουν πιο εύκολη την ερωτική προσέγγιση, αλλά τι γίνεται όταν θέλεις απλώς έναν καινούργιο φίλο;
Ένα παλιό ντοκιμαντέρ για τους Radiohead έχει τον ειρωνικό τίτλο Meeting people is easy. Η αλήθεια είναι πως όσο μεγαλώνουμε, τόσο δυσκολευόμαστε να ανοίξουμε τον κύκλο μας. Τα σόσιαλ μίντια και οι εφαρμογές γνωριμιών κάνουν πιο εύκολη την ερωτική προσέγγιση, αλλά τι γίνεται όταν θέλεις απλώς έναν καινούργιο φίλο; Και αν βαριέσαι εύκολα και είσαι και λίγο συνεσταλμένος και λίγο σνομπ, πόσες πιθανότητες έχεις να έρθεις κοντά με τον άγνωστο κύριο, που σου δίνει το χέρι και λέει «Θεοδόσης, χάρηκα»; Εκείνο το βράδυ της Τετάρτης, η συνάντηση του Timeleft ήταν για μένα μια όχι δυσάρεστη, αλλά πάντως αδιάφορη εμπειρία, χωρίς συναισθήματα. Στον γυρισμό περπατούσα γρήγορα. Βιαζόμουν να μπω κάτω από τα σκεπάσματα, να ξυπνήσω το πρωί και να γράψω αυτό το κείμενο, ευχόμενος να συνδεθώ με άγνωστους ανθρώπους.
Στην Ελλάδα, η εφαρμογή λειτουργεί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Μάθετε περισσότερα στο timeleft.com/gr.

