Όταν το βλέμμα ενός Αθηναίου συναντηθεί με μια συστάδα κτιρίων που παρουσιάζουν ομοιόμορφα αρχιτεκτονικά στοιχεία, πιθανότατα θα κοντοσταθεί, προπονημένο καθώς είναι στην ανομοιογενή οπτική βαβούρα. Αυτό θα συμβεί και στον επισκέπτη που βγαίνει, ίσως, απ’ τη στάση μετρό «Ευαγγελισμός» και περπατά για μερικές εκατοντάδες μέτρα με την πλάτη γυρισμένη στον Λυκαβηττό. Θα προχωρήσει παράλληλα με τον δρόμο που στα δεξιά του συνορεύει με την Εθνική Πινακοθήκη και στα αριστερά με το πρώην Hilton, νυν Τhe Ilisian, θα διασχίσει καθέτως τη Μιχαλακοπούλου, θα προσπεράσει τα καφέ και τα φαγάδικα πέριξ της πλατείας Κάραβελ και ξαφνικά, χωρίς πιθανόν να το περιμένει, θα βρεθεί στην Καισαριανή, και συγκεκριμένα σε ένα μακρόστενο πάρκο με πράσινο που βρίσκεται ακριβώς στη μέση ενός προσφυγικού συνοικισμού που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Δεξιά και αριστερά του, σειρές τριώροφων και ομοιόμορφων κατοικιών, με κοινή όψη, που χτίστηκαν τη δεκαετία του 1960 για να στεγάσουν κυρίως πρόσφυγες από τη Μικρασιατική Καταστροφή: είναι τα Προσφυγικά του Αγίου Νικολάου, μία από τις μικρές συνοικίες της Αθήνας όπου η ιστορική μνήμη συνάντησε κάποτε την αρχιτεκτονική της ανάγκης και της εποχής.

Ποιος είναι ο προορισμός αυτού του άγνωστου Αθηναίου του οποίου τα βήματα ακολουθούμε αυθαίρετα; Ίσως να είναι κάποιο από τα δύο καφέ ή τα ταβερνάκια στη βόρεια πλευρά του πάρκου. Ίσως το γήπεδο μπάσκετ. Πιθανόν, αν είναι θρήσκος, να κατευθύνεται στη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου Καισαριανής, η οποία βρίσκεται ακριβώς από πάνω, ή διαφορετικά, αν είναι περίεργος, ίσως και να αναζητά το μέρος όπου θα σηκωθεί ο επόμενος σταθμός του μετρό, ο οποίος δεν θα απέχει από το πάρκο αυτό ούτε 300 μέτρα, στη συμβολή της λεωφόρου Εθνικής Αντιστάσεως με τη λεωφόρο Βασ. Αλεξάνδρου, μεταξύ των οδών Υμηττού και Τζων Κέννεντυ. Ή, απλώς, ο άγνωστος αυτός Αθηναίος είναι ένας από τους σημερινούς κατοίκους των σπιτιών αυτών. Σε αυτή την περίπτωση, είτε θα πρόκειται για έναν από τους πολυάριθμους απογόνους των πρώτων Μικρασιατών ενοίκων, είτε για κάποιον από τους πολλούς ανθρώπους που μετεγκαταστάθηκαν εκεί αργότερα, έχοντας βρει στον συνοικισμό αυτόν μια οικονομική στέγη σε προνομιακό σημείο της Αθήνας.

Στις όχθες του Ηριδανού
Πράγματι, η τοποθεσία της γειτονιάς αυτής, κάτω απ’ το δάσος της Καισαριανής αλλά μέσα στο κέντρο της πόλης, δίπλα στο Σύνταγμα, σε ένα φυτεμένο περιβάλλον με ανεμπόδιστη θέα στον Λυκαβηττό, είναι σπάνια. Αρχιτεκτονικά, τα προβεβλημένα κτίρια, που βλέπουν στο πάρκο, είναι οριζόντια συγκροτήματα τριών ή τεσσάρων ορόφων χωρίς μεγάλα ύψη, με ελεύθερους χώρους μπροστά, που ακολουθούν σε γενικές γραμμές κάποιες αρχές του μοντέρνου κινήματος (συμμετρία, απλοί όγκοι) και χαρακτηρίζονται από ένα τυποποιημένο μοτίβο κατασκευής χωρίς διακόσμηση, με εμφανή δοκάρια, ξύλινα εξωτερικά παντζούρια, εσοχές για μικρά μπαλκονάκια, που συχνά είναι γεμάτα γλάστρες και λουλούδια. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν πολυάριθμα άλλα οικοδομήματα που προορίζονταν για την ίδια χρήση – λίγο πιο βόρεια, με εμφανέστερη την πατίνα του χρόνου, είναι τα πιο γνωστά κτίσματα, τα «Πυροβολημένα», όπως αποκαλούνται, καθώς είναι παλαιότερα και έχουν στους τοίχους τους τρύπες από βλήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου.

Στη θέση όπου κάποτε, όταν πρωτοχτίστηκε το συγκρότημα, βρισκόταν μια τεράστια χωμάτινη αλάνα, σήμερα βρίσκεται ένα ωραιότατο πάρκο όπου το απόγευμα παίζουν τα παιδιά και οι γείτονες κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους. Στο πλάι του πάρκου, ακολουθώντας μέρος της διαδρομής που κάνει το λεωφορείο 224, κατέβαινε παλιότερα ορμητικό ρέμα απ’ το βουνό, μέχρι να μπαζωθεί. Ήταν ο Ηριδανός, που κάποιοι από τους παλιούς θυμούνται ότι κατέληγε στον Ιλισσό και μάλιστα στις όχθες του υπήρχαν μαγαζιά, μαρμαράδικα και άλλα. Όμως, εκτός από τα μαγαζιά, στις όχθες του ρέματος χτίστηκαν όπως όπως και τα παραπήγματα όπου πρωτοεγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες σε δυσμενείς συνθήκες.
Στο πλάι του πάρκου, ακολουθώντας μέρος της διαδρομής που κάνει το λεωφορείο 224, κατέβαινε παλιότερα ορμητικό ρέμα απ’ το βουνό, μέχρι να μπαζωθεί.
Σε ένα τέτοιο, πλινθόκτιστο οίκημα ζούσε και η οικογένεια της κυρίας Πηνελόπης, οι πρόγονοι της οποίας ήρθαν στην Αθήνα από τη Σμύρνη το 1922. Πολύ αργότερα, το 1977, παρέδωσαν το πλίνθινο στο ελληνικό Δημόσιο για να εγκατασταθεί σε αυτό άλλη, λιγότερο προνομιούχα οικογένεια, και σε αντάλλαγμα πήραν ένα καλύτερο διαμέρισμα στα Προσφυγικά του Αγίου Νικολάου, σε μία από τις τότε σχεδόν καινούργιες πολυκατοικίες, στο συγκρότημα που είχε εγκαινιάσει η βασίλισσα Φρειδερίκη το 1962. Επειδή ήταν πολλά άτομα, πήραν το μεγαλύτερο προσφερόμενο μέγεθος: ένα τεσσάρι. «Μας τα χρέωσαν, δεν μας τα χάρισαν», λέει και θυμάται πως η οικογένειά της είχε τότε πληρώσει 117.000 δραχμές. «Την ίδια εποχή, μια φίλη μου είχε δώσει 70.000 για να πάρει μια γκαρσονιέρα πιο πάνω, στη Φορμίωνος».

Τι λέει η γειτονιά
Η κυρία Αθανασία ζει εδώ και σαράντα χρόνια στο διαμέρισμα που είχε παραχωρηθεί στον πεθερό της, ο οποίος ήταν Μικρασιάτης πρόσφυγας, και σήμερα λέει πως δεν πήγαν όλα τα διαμερίσματα στους ευάλωτους που τα είχαν ανάγκη: «Μετά το ’63-’64, που άρχισε και έβραζε το τσουκάλι για τη χούντα, πήραν και όσοι είχαν “δόντι”. Τις απέναντι πολυκατοικίες τις λέμε Δραπετσωνιώτικες. Τις έφτιαξαν υποτίθεται για να έρθουν από τις παράγκες της Δραπετσώνας. Αλλά ήρθαν Ηπειρώτες και Κρητικοί και οι Δραπετσωνιώτες μείνανε στη Δραπετσώνα. Τώρα, πώς βρέθηκαν Έλληνες από την Κρήτη να πάρουν σπίτι εδώ, δεν ξέρω. Ξέρω ότι μια γειτόνισσα δούλευε τη δεκαετία του ’60 σε υπουργείο και από εκεί της έδωσαν και σπίτι…».

Πάντως, στην Καισαριανή οι Μικρασιάτες έφεραν μαζί τους έθιμα, γεύσεις και ιστορίες από τον τόπο τους. «Εμένα μου έμαθε να μαγειρεύω η θεία μου η Σμυρνιά που έμενε δίπλα μας», θυμάται η κυρία Πηνελόπη. «Είκοσι χρονών παντρεύτηκα, και έρχεται ο άντρας μου μια μέρα και με ρωτάει τι έφτιαξα να φάμε. Και απαντάω “ιμάμ μπαϊλντί”. Μου το είχε δείξει η θεία. “Εγώ θα φάω αυτό το φαΐ;”, μου λέει. “Η μάνα μου δεν το έφτιαχνε ποτέ!”. Ε, τι να σας πω, το έφαγε και το παραέφαγε μάλιστα». Στη Σμύρνη, ο παππούς της είχε αλευρόμυλους και η γιαγιά της ήταν δασκάλα. «Μάζευε όλα τα παιδάκια και τους έλεγε ιστορίες. Ήξερε όλους τους στίχους του Ερωτόκριτου απ’ έξω. Όλους!». Τα παιδάκια του οικισμού των Προσφυγικών, τότε, αν και στο κέντρο της πόλης, μεγάλωναν λίγο σαν σε επαρχία: «Πήγαινες στον φούρνο και σε ρωτούσαν τι κάνουν οι γονείς σου. Παίζαμε μέχρι να λιώσουν οι σόλες από τα παπούτσια μας και, αν κάναμε καμιά σκανταλιά, έβγαινε η γειτόνισσα και μας απειλούσε ότι θα το πει στη γιαγιά μας. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνεις κάτι και να μη μαθευτεί», θυμάται ο Στέφανος, ο οποίος γεννήθηκε σε μία από τις πολυκατοικίες που βλέπουν στο πάρκο και πέρασε εκεί τα παιδικά του χρόνια τη δεκαετία του ’80.

Ο παππούς του είχε το μοναδικό μανάβικο της γειτονιάς, και αυτό γιατί στη Σμύρνη είχαν μεγάλη περιουσία. «Η γιαγιά μου ήταν απ’ το Αϊβαλί και ο παππούς μου από τη Σμύρνη. Εκεί ήταν πολύ ευκατάστατοι. Όταν ήμουν μικρός, η προγιαγιά μου έλεγε για το λιμανάκι κάτω απ’ το σπίτι τους, για τη μονοκατοικία που έμεναν, για τα κτήματα, για τις καμήλες, για τους ανθρώπους στη δούλεψή τους. Εγώ τα άκουγα σαν παραμύθι». Όταν έγινε η Καταστροφή, οι πρόγονοί του, όπως και τόσοι άλλοι, δεν πίστεψαν ότι ήταν κάτι μόνιμο. «Ο πατέρας της έσκαβε δύο μέρες κάτω απ’ τα σκαλιά του σπιτιού τους και έθαψε εκεί ό,τι είχε και δεν είχε, με σκοπό να περάσουν για λίγο απέναντι, στη Μυτιλήνη, να περάσει η μπόρα και να γυρίσουν πίσω. Η συγχωρεμένη η προγιαγιά μου μού έλεγε πάντα να πάω να βρω τις λίρες, που ήταν κρυμμένες κάτω απ’ τα σκαλιά». Ο Στέφανος θυμάται τη νοσταλγία στα μάτια της όταν μιλούσε για την πατρίδα της: «Δεν έχασαν απλώς ένα σπίτι, έχασαν τον τόπο τους. Όταν τα θυμόταν, έτρεχαν στα μάτια της δάκρυα».

Μια ανάπλαση που δεν έγινε ποτέ
Σήμερα, ο Στέφανος είναι ένας από αυτούς που επέστρεψαν ως ενήλικες στο πατρικό τους για να ζήσουν στο συγκρότημα. «Τα σπίτια είναι σε πολύ καλό σημείο, έχουν καλή διαρρύθμιση και μπορούν να στεγάσουν μεγάλες οικογένειες», λέει, και αναρωτιέται πού αλλού μπορεί κανείς να βρει ανοιχτό χώρο, πράσινο, εγγύτητα στο κέντρο της Αθήνας, μοντέρνα παιδική χαρά, ακόμη και υπαίθριο γυμναστήριο στο πλάι του πάρκου, το οποίο είναι σαν προέκταση του σπιτιού τους. Ωστόσο, παρατηρεί πως, καθώς οι περισσότεροι από τους αρχικούς ενοίκους φεύγουν από τη ζωή, κάποια διαμερίσματα, που ανήκουν πλέον σε πολλαπλούς κληρονόμους, παραμένουν για χρόνια κλειστά. Σε άλλες περιπτώσεις τα σπίτια νοικιάστηκαν ή πουλήθηκαν και έτσι πλέον σε κάποια παλιά προσφυγικά κατοικούν άνθρωποι όλων των ηλικιών, αλλά χωρίς κοινές καταβολές, όπως οι πρώτοι Μικρασιάτες, λιγότερο πρόθυμοι να κοινωνικοποιηθούν με τους γείτονές τους. Το κλίμα της γειτονιάς δεν είναι το ίδιο.
Όλοι αναγνωρίζουν πως, όταν ολοκληρωθεί ο νέος σταθμός του μετρό, δίπλα στην πόρτα τους, όλη η περιοχή θα πάρει μεγάλη αξία και πιθανόν οι συζητήσεις περί ανάπλασης να ξεκινήσουν ξανά.
Το ίδιο πιστεύει και ο Αντώνης, που εδώ και τέσσερα χρόνια έχει μετακομίσει στο σπίτι όπου κάποτε ζούσε η γιαγιά του, αυτή τη φορά μαζί με τα παιδιά και τη σύζυγό του. Το διαμέρισμα όπου ζει, στην ίδια πολυκατοικία με την κυρία Πηνελόπη, είχε παραχωρηθεί στην οικογένειά του που ήταν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος θυμάται ένα ζήτημα που είχε απασχολήσει πολύ τους κατοίκους πριν από χρόνια, όταν έγινε μια συζήτηση για ανάπλαση της περιοχής που περιλάμβανε την κατεδάφιση των προσφυγικών κατοικιών. «Θα έδιναν στον καθένα μας ένα διαμέρισμα στις πολυκατοικίες που θα έφτιαχναν ή και αλλού, αλλά δεν συμφώνησαν όλοι οι ιδιοκτήτες και δεν έγινε ποτέ». Ενώ ήταν υπέρ της ανάπλασης, μια και αναγνωρίζει κάποια δομικά προβλήματα στις κατοικίες, όπως το γεγονός ότι δεν έχουν ασανσέρ και κοινή θέρμανση, παράλληλα ανησυχούσε ότι θα χάνονταν κάποια από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της γειτονιάς του, όπως το πάρκο, η φύτευση, η ησυχία. «Μπορεί να γινόταν κάτι όμορφο, όχι όμως όσο όμορφο είναι τώρα», καταλήγει.
Όλοι αναγνωρίζουν πως, όταν ολοκληρωθεί ο νέος σταθμός του μετρό, κυριολεκτικά δίπλα στην πόρτα τους, όλη η περιοχή θα πάρει μεγάλη αξία και πιθανόν οι συζητήσεις περί ανάπλασης να ξεκινήσουν ξανά. Όμως, στο μεταξύ, στα Προσφυγικά του Αγίου Νικολάου η ζωή συνεχίζεται, όπως μαρτυρούν οι φωνούλες στην παιδική χαρά, τα πατίνια στο πάρκο και οι απλωμένες μπουγάδες στα μικρά μπαλκόνια.

