«Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό προφίλ, μία κυρίαρχη “όψη” της μοναξιάς. Μπορεί να βρίσκεστε σε έναν φαινομενικά ευτυχισμένο γάμο, να έχετε πολλούς φίλους και να νιώθετε πολύ μόνοι ή μπορεί να απολαμβάνετε την απομόνωση σας και να είστε μια χαρά», μας λέει η Μιλένα Μποτάνοβα, υπεύθυνη έρευνας και αξιολόγησης στο πρότζεκτ Making Caring Common του Χάρβαρντ.
Οι περισσότεροι από εμάς όταν σκεφτόμαστε τη λέξη μοναξιά, αυτόματα φέρνουμε στο νου μας ένα σκηνικό απομόνωσης. Είναι όμως ευρέως αποδεκτό πια πως δεν σημαίνει απαραίτητα αντικοινωνικότητα. Για παράδειγμα, ένας από τους συμμετέχοντες στην έρευνα για τη μοναξιά που ξεκίνησε η Μποτάνοβα το 2020 και συνεχίστηκε με ένα follow up το 2024, μαζί με τους Ρίτσαρντ Γουέισμπουρντ και Τζόζεφ Μακαλντέιρ, απάντησε ότι μπορεί να βρίσκονται δίπλα του πολλά μέλη της οικογένειας, αλλά δεν νιώθει ότι τον εκτιμούν. Αντίστοιχα, ένας άλλος ανέφερε ότι περιβάλλεται από ανθρώπους «που είναι παρόντες στη ζωή του μόνο επειδή τους είναι χρήσιμος».
Η μοναξιά της πανδημίας και ένα πρόβλημα που προϋπήρχε
Ας δούμε όμως ποια ήταν η κατάσταση την περίοδο του κορονοϊού. Σύμφωνα με την πρώτη εθνική έρευνα του Making Caring Common που απευθύνονταν σε Αμερικανούς, το 36% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι ένιωθε μοναξιά «συχνά» ή «σχεδόν πάντα ή συνεχώς» τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες. Το γεγονός ότι το 61% των νεαρών ατόμων ηλικίας 18-25 ετών και το 51% των μητέρων με μικρά παιδιά, ανέφεραν τέτοια σοβαρά επίπεδα μοναξιάς, είναι κάτι που η Μποτάνοβα περιγράφει ως «πολύ ανησυχητικό». «Πρόκειται για πολύ υψηλά ποσοστά», σχολιάζει.
Οι συμμετέχοντες ανέφεραν πως άκουγαν περισσότερο τους άλλους από ότι οι άλλοι εκείνους, και πως οι ίδιοι έκαναν συχνότερες απόπειρες για να τους προσεγγίσουν. Για τον διευθυντή του τμήματος του Making Caring Common, Ρίτσαρντ Γουέισμπουρντ, η πανδημία αποκάλυψε και επιτάχυνε, όπως δήλωσε στους New York Times, ένα «ήδη υπάρχον πρόβλημα». Τα απρόσμενα αποτελέσματα πυροδότησαν τη δεύτερη έρευνα, που ήρθε τον Μάιο του 2024. Στόχος της εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στον πυρήνα της μοναξιάς.
Μια ομπρέλα συναισθημάτων
Σε αυτή, το 21% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι βιώνει σοβαρά αισθήματα μοναξιάς, και δήλωσε πως εμφανίζει υψηλά ποσοστά τόσο κοινωνικο-συναισθηματικής, όσο και υπαρξιακής μοναξιάς. «Ο τρόπος που σκέφτομαι τη μοναξιά είναι ως μια ομπρέλα συναισθημάτων και εμπειριών οι οποίες συγκεντρώνονται σε ένα πολύ έντονο συναίσθημα, αυτό του να μην ανήκεις πουθενά», λέει η Μιλένα Μποτάνοβα.
Υπάρχει περίπτωση η μοναξιά να είναι η κορυφή του παγόβουνου; Τα ευρήματα λένε πως ναι. Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν ότι νιώθουν μοναξιά ήταν πολύ πιο πιθανό από τους υπολοίπους να κάνουν λόγο για αισθήματα άγχους ή κατάθλιψης (81%), καθώς και έλλειψης νοήματος και σκοπού στη ζωή (75%). Το 57% όσων απάντησαν ότι νιώθουν συχνά ή πάντα μοναξιά, ανέφεραν πως δεν μπορούν να δείξουν τον πραγματικό τους εαυτό στους άλλους.
Ο ανθρώπινος κύκλος
H Μποτάνοβα βρίσκει ανησυχητικό ότι το 67% δήλωσε πως δεν νιώθει μέρος ουσιαστικών ομάδων, ενώ το 61% ανέφερε ότι δεν έχει αρκετούς στενούς φίλους ή οικογένεια. Παρόμοια υψηλά ποσοστά των ερωτηθέντων έδειξαν σημάδια υπαρξιακής μοναξιάς, συγκεκριμένα το 65% των μοναχικών ενηλίκων δήλωσε ότι νιώθει θεμελιωδώς αποκομμένο από τους άλλους. Όσον αφορά τι νιώθουν οι Αμερικανοί για τη χώρα τους, ακόμη και μήνες πριν τη διεξαγωγή των πρόσφατων πολωτικών εκλογών, το 19% όλων των ερωτηθέντων και το 40% των μοναχικών ερωτηθέντων δήλωσε πως «δεν νιώθει κομμάτι της».
«Το σίγουρο είναι ότι δεν θέλω να βυθιστούμε ακόμα περισσότερο στην πόλωση. Είμαστε ήδη μια τόσο διχασμένη χώρα. Ο ένας κατηγορεί τον άλλον. Χρειάζεται πολλή αυτοκριτική και την ενδοσκόπηση. Θα ήθελα να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου πραγματικά μπορούμε να ακούμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να βιαζόμαστε να βγάζουμε συμπεράσματα ή να κάνουμε υπερβολικές γενικεύσεις για το τι εννοούν ή σκέφτονται οι άλλοι. Αυτό είναι κάτι που συνδέεται με τη μοναξιά», λέει η Μποτάνοβα.
Οι «μοναχικές» ηλικίες
Οι άνθρωποι ποιων ηλικιών νιώθουν περισσότερο μόνοι; Πρώτα είναι άτομα ηλικίας 30-44 ετών (29%), ακολουθούν άτομα ηλικίας 18-29 ετών (24%) και έπειτα 45-64 ετών (20%). «Δεν πρέπει να ξεχνάμε τους millennials οι οποίοι πέρασαν πολλά και βιώσαν μεγάλες αλλαγές», σχολάζει η Μποτάνοβα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει πλέον αναγνωρίσει επίσημα τη μοναξιά και την κοινωνική απομόνωση ως παγκόσμια ζητήματα δημόσιας υγείας, ενώ χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, έχουν δημιουργήσει μάλιστα Υπουργείο Μοναξιάς. Μια από τις πρωτοβουλίες των Βρετανών είναι να ενθαρρύνει τους ταχυδρόμους να προσεγγίζουν τους ηλικιωμένους στις διαδρομές που εκτελούν όταν δουλεύουν.
«Δεν είναι φανταστικό;» σχολιάζει η Μποτάνοβα και συνεχίζει «είναι κάτι τόσο προφανές, αφού κάνουν ήδη τη γύρα τους. Μπορούν απλώς να χτυπήσουν την πόρτα και να δουν ποιος είναι εκεί. Γιατί όμως να συμβαίνει αυτό μόνο για τους ηλικιωμένους; Γιατί να το κάνουν μόνο οι ταχυδρόμοι;» διερωτάται; «Θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε τόσους άλλους χώρους. Στα γυμναστήρια μας, στα κουρεία – υπάρχουν τόσοι πολλοί χώροι όπου οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και οι υπάλληλοι θα μπορούσαν να συμβάλουν στην προσπάθεια αυτή».
Η μοναξιά στη μεταπολεμική Δύση
Πού βρίσκονται όμως ιστορικά, οι ρίζες του προβλήματος στη Δύση; Κατά πόσο θα μπορούσαμε να ορίσουμε το αίσθημα αυτό ως ένα χαρακτηριστικό του μεταπολεμικού συστήματος ζωής; Σε ένα πρόσφατο άρθρο των New York Times για τη μοναξιά, διαβάζουμε πως τη δεκαετία του 1950, μια μικρή ομάδα Αμερικανών επιστημόνων άρχισε για πρώτη φορά να εξετάζει τις αιτίες και τις επιπτώσεις της, δημιουργώντας έτσι το υπόβαθρο για τις σημερινές έρευνες.
Ανάμεσά τους ήταν ο Ντέιβιντ Ρίσμαν, ένας κοινωνιολόγος που περιέγραψε το συναίσθημα της μοναξιάς ως άρρηκτα συνδεδεμένο με την έννοια της απουσίας. Ο Ρίσμαν παρατήρησε ότι μέσα στην ευημερία του μεταπολεμικού κόσμου της Δύσης, οι Αμερικανοί ενδιαφερόταν για τα λάθος πράγματα. Κοιτούσαν για παράδειγμα το γκαζόν του απέναντι σπιτιού και μαζί όσα είχε η οικογένεια των γειτόνων και δεν είχαν αυτοί. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με το σημερινό αίσθημα του FOMO. «Σήμερα δεν διαφέρουν πολύ τα πράγματά», συμπεραίνει η Μιλένα, κάνοντας λόγο για τα social media και τον καταιγισμό πληροφοριών στις ζωές μας.
Τα αίτια και η λύση
Στην ερώτηση ποιος ή τι πιστεύουν ότι συμβάλλει στο αίσθημα της μοναξιάς, οι περισσότεροι συμμετέχοντες ανέφεραν την τεχνολογία (73%). Δημοφιλής ήταν η απάντηση ότι οι οικογένειες δεν περνούν αρκετό χρόνο μαζί (66%) και ότι οι άνθρωποι εργάζονται υπερβολικά ή είναι πολύ απασχολημένοι ή εξαντλημένοι (62%). Περίπου το 60% των ενηλίκων επίσης αναφέρθηκαν στις προκλήσεις ψυχικής υγείας, στον υπερβολικό ατομικισμό και στην έλλειψη δεξιοτήτων στη δημιουργία ανθρώπινων σχέσεων.
Και στην ερώτηση για το τι θα μπορούσε να αποτελεί μια λύση, απάντησαν τα εξής: «Να αφιερώνω χρόνο κάθε μέρα για να επικοινωνώ με έναν φίλο ή με κάποιο μέλος της οικογένειας» (83%), «να μάθω να αγαπώ τον εαυτό μου» (80%), «να είμαι πιο συγχωρητικός ή θετικός προς τους άλλους» (77%), «να βοηθάω» (75%). Οι κινήσεις όμως που απαιτούνται δεν έχουν μόνο ατομικό, αλλά και ευρύτερα κοινωνικό πρόσημο.
Το 75% δήλωσαν ότι χρειάζονται «τοπικές εκδηλώσεις που φέρνουν τους ανθρώπους κοντά», «δημόσιους χώρους που είναι πιο προσβάσιμοι και επικεντρωμένοι στην τοπική διασύνδεση» (75%) και «πολιτικούς και κοινοτικούς ηγέτες που προωθούν τη συμπόνια» (69%). Η Μποτάνοβα αναφέρει μάλιστα πως στην Αμερική υπάρχει ύφεση αναφορικά με τα «τελετουργικά», αναφερόμενη στις μικρές τοπικές συγκεντρώσεις καθημερινής ρουτίνας που δίνουν κίνητρα για κοινωνικοποίηση στη γειτονιά.
Ίσως, το πιο ενθαρρυντικό κομμάτι της έρευνας να είναι ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες δεν κατηγορούν τα ίδια τα μοναχικά άτομα για τη μοναξιά τους. Οι ερωτηθέντες ήταν πολύ πιο πιθανό να κατηγορήσουν «την κοινωνία μας» (65%) ή τους ανθρώπους γενικότερα κάνοντας λόγο για υπερβολική εστίαση στον εαυτό τους ή στον μικρό τους κύκλο.
«Υπάρχει κάτι πραγματικά θετικό στις απαντήσεις αυτές», καταλήγει η Μποτάνοβα. «Ελπίζω οι άνθρωποι να γίνουν πιο ευαίσθητοι όσον αφορά τη σημασία της ενδοσκόπησης. Δεν μπορεί όμως να είναι μόνο δική μας η ευθύνη. Οι κοινωνικοί θεσμοί και το περιβάλλον μας πρέπει να αναλάβουν δράση».

