Την Κυριακή που μας πέρασε, ο κύριος Παναγιώτης μαζί με τη σύζυγό του, Ξανθίππη, βγήκαν για την καθιερωμένη βόλτα δίπλα στη θάλασσα. Αν και έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει στη Δραπετσώνα, μια περιοχή που όλη της η νότια όψη βρέχεται από το νερό, αυτή είναι μια «πολυτέλεια» που μπήκε στην καθημερινότητά του σχετικά πρόσφατα. Για όλη του τη ζωή, το σύνολο της ακτογραμμής της γειτονιάς του, που βρίσκεται ακριβώς ανατολικά από το λιμάνι του Πειραιά, ήταν σε εκείνον και στους υπόλοιπους κατοίκους μη προσβάσιμο, κατειλημμένο από εργοστάσια, ναυπηγικές και λιμενικές υποδομές, τσιμεντοβιομηχανίες και βιομηχανικές εγκαταστάσεις διαφόρων ειδών.

Όμως, εδώ και λίγα χρόνια, στο μέρος εκείνο της παράκτιας ζώνης όπου κάποτε έστεκαν οι μονάδες της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, που όταν ήταν παιδάκι ο κ. Παναγιώτης απαγορευόταν να πλησιάσει, βρίσκεται σήμερα ένα τεράστιο πάρκο, μοναδικό στην Αττική. Είναι το Πάρκο Λιπασμάτων, ένας πολυχώρος που συνορεύει με την πρώτη πύλη του λιμανιού και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων γήπεδα, ανοιχτά θέατρα, παιδική χαρά, αναψυκτήρια, ποδηλατόδρομο και, το κυριότερο για τους κατοίκους, μια περατζάδα δίπλα στη θάλασσα, ελεύθερη, δωρεάν και πεντακάθαρη. Από τότε, λέει ο ίδιος, ομόρφυνε η ζωή του. «Δεν θα ήθελα να είμαι αλλού. Πουθενά δεν ευχαριστιέμαι περισσότερο από αυτή τη βόλτα, που κάθομαι, πίνω το καφεδάκι μου και βλέπω τα καράβια να περνούν».
Διέξοδος στη θάλασσα
«Η συγκίνηση του κόσμου της Δραπετσώνας, που βρήκε τελικά διέξοδο στη θάλασσα, ήταν μεγάλη», θυμάται ο αντιδήμαρχος Νίκαιας-Κερατσινίου, Βασίλης Τσίγγερης. Καθόμαστε σε ένα από τα τέσσερα δημοτικά αναψυκτήρια. «Θα προσέξετε ότι οι τιμές είναι πολύ χαμηλές», μας λέει. «Όλες οι επιχειρήσεις εστίασης που λειτουργούν στον χώρο είναι δημοτικές και δεν έχουν σκοπό το κέρδος». Γύρω μας, αψηφώντας το πρωινό ψιλόβροχο που κόπασε πριν από λίγο και το αεράκι του Νοέμβρη, άνθρωποι όλων των ηλικιών πίνουν καφέ στον στεγασμένο χώρο. Άλλοι, φορώντας αθλητικά, περπατούν στον παραλιακό δρόμο σε χαλαρό βήμα. Όλοι τους έχουν αφήσει τα αυτοκίνητά τους μέτρα μακριά, σε ένα από τα δύο υπαίθρια πάρκινγκ, και έτσι η μόνη φασαρία που ακούγεται έρχεται από τις ζωηρές συζητήσεις ανάμεσά τους. Κάποιοι φωνάζουν τους νέους επισκέπτες με το μικρό τους όνομα: είναι κάτοικοι των γύρω περιοχών που δίνουν ραντεβού στο πάρκο με τους γείτονες και φίλους τους. Άλλοι περπατούν μπροστά μας κουβαλώντας το πατίνι ενός μπόμπιρα που προηγείται τρέχοντας και άλλοι κοντοστέκονται κάθε τόσο μπροστά στις πινακίδες που εξιστορούν την ιστορία των Λιπασμάτων.
Ο κ. Τσίγγερης θυμάται την πρώτη φορά που ο χώρος άνοιξε για το κοινό, το καλοκαίρι του 2017. Ήταν μια συναυλία που συγκέντρωσε 10.000 θεατές.

Είχαν προηγηθεί εντατικές προσπάθειες του δήμου για να περάσει στην κατοχή του η παράκτια ζώνη των Λιπασμάτων και να δημιουργηθεί εκεί ένας προσβάσιμος και ελεύθερος χώρος αναψυχής, άθλησης και πολιτισμού για τους πολίτες. Όπως λέει, πολλοί από τους μεγαλύτερους σε ηλικία σημερινούς επισκέπτες έχουν δουλέψει στα Λιπάσματα: από την ίδρυσή της, στις αρχές του 1900, έως και τη σταδιακή απαξίωση και το κλείσιμό της, στο τέλος του ίδιου αιώνα, η εταιρεία απασχολούσε στις καλές της μέρες περισσότερους από 3.000 εργαζομένους στις μονάδες οξέων (θειικό, φωσφορικό, υδροχλωρικό), στα γεωργικά φάρμακα, στους σταθμούς ηλεκτρικών, στο υαλουργείο, στον ταινιόδρομο που φόρτωνε τα εμπορεύματα στα πλοία, στις αποθήκες, στα βυρσοδεψεία και στις υπόλοιπες μονάδες.
Όταν ο καιρός το επιτρέπει, στο πάρκο θα δει κανείς οικογένειες να κάνουν εκεί πάρτι γενεθλίων σε μοναστηριακά τραπέζια με θέα τη θάλασσα, παρέες να πίνουν κοκτέιλ και να τρώνε χοτ ντογκ που αγόρασαν από κάποια από τις καντίνες, ανθρώπους να τρέχουν στον παραλιακό δρόμο στις 6.30 το πρωί – την ώρα που ανοίγει η εγκατάσταση, η οποία έχει 24ωρη φύλαξη, για να ξανακλείσει το καλοκαίρι κατά τις 2 π.μ. και τον χειμώνα νωρίτερα. «Το καλοκαίρι επικρατεί συνωστισμός, κάθε 15 λεπτά αδειάζουμε τις σακούλες από τους κάδους», λέει ο κ. Τσίγγερης, παρατηρώντας πως ο κόσμος, βρίσκοντας τον χώρο καθαρό, στη μεγάλη πλειονότητά του τον σέβεται και δεν τον βρομίζει. Τα καλοκαιρινά βράδια, το «Φεστιβάλ της Θάλασσας» φιλοξενεί συναυλίες, παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, βραδιές stand-up comedy, εκδηλώσεις, οι οποίες είναι όλες δωρεάν, και έτσι το πάρκο γίνεται γνωστό σιγά σιγά, από στόμα σε στόμα, και προσελκύει κατοίκους όχι μόνο της Δραπετσώνας, του Κερατσινίου και του Πειραιά, αλλά και όλης της Αττικής, η οποία στην επικράτειά της δεν έχει να αναδείξει κάτι αντίστοιχο.

Μόνο το 2023 ο δήμος υπολογίζει πως οι επισκέπτες ανήλθαν στο ένα εκατομμύριο. Ο κ. Τσιγγέρης εξηγεί πως όλες οι παρεμβάσεις προέκυψαν μετά από διαβούλευση με τους κατοίκους της Δραπετσώνας και του Κερατσινίου, οι οποίοι συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια εκθέτοντας τις προτιμήσεις τους. Ο κόσμος ήθελε χώρους όπου να μπορεί να αθλείται, παιδική χαρά, πράσινο, εκδηλώσεις πολιτισμού. Πράγματι, αν προχωρήσει κανείς προς τη βόρεια πλευρά της περατζάδας, κατά μήκος της οποίας υπάρχουν παγκάκια και τραπεζάκια για ελεύθερες συναθροίσεις, θα βρει μια παιδική χαρά, γήπεδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ, τένις και μπιτς βόλεϊ, ένα μικρό και ένα μεγάλο υπαίθριο θέατρο, υπαίθριο γυμναστήριο, χώρο για συναυλίες, πάρκο για σκυλάκια, μια εκκλησία, έργα τέχνης. Τα τελευταία, λέει ο κ. Τσίγγερης, προέκυψαν και αυτά μετά από ανοιχτή ψηφοφορία των δημοτών, που αξιολόγησαν τις προτάσεις των καλλιτεχνών.
Αν προχωρήσει κανείς στην περατζάδα, θα βρει παιδική χαρά, γήπεδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ, τένις, μπιτς βόλεϊ, δύο υπαίθρια θέατρα, γυμναστήριο, πάρκο για σκυλάκια, μια εκκλησία.
Κοντοστεκόμαστε, μαζί με μερικούς ακόμη επισκέπτες, μπροστά σε ένα μεγάλο αλουμινένιο έργο του Θοδωρή Προδρομίδη. Επάνω έχει λαξευμένο τον στίχο της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω». Αναζητώ το ποίημα (έχει τίτλο Αμαρτωλό) και ψάχνω τη σύνδεση:
Στη Σμύρνη Λέλα, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό…
Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Νίκη…
Τα Βούρλα, που αναφέρονται, ήταν το μεγάλο, κακόφημο δημόσιο πορνείο στη Δραπετσώνα, το οποίο δημιουργήθηκε για να μεταφερθεί η έκνομη δραστηριότητα μακριά από το κέντρο του Πειραιά. Η λειτουργία του συνέπεσε για κάποιες δεκαετίες με το εργοστάσιο.
«Αυτή ήταν η Δραπετσώνα τότε»
Στον χώρο όπου σήμερα οι επισκέπτες κάνουν περίπατο ή πίνουν τον καφέ τους αγναντεύοντας τα καράβια, τον Πειραιά, την Ψυττάλεια και τη Σαλαμίνα, έστεκαν κάποτε περισσότερα από 100 κτίρια, μεταξύ άλλων συμπλέγματα κατοικιών για εργαζομένους, είτε ήταν τεχνίτες που ήρθαν απ’ το εξωτερικό χάρη στην τεχνογνωσία τους είτε, στην πλειονότητά τους, Έλληνες που ζούσαν μέσα στις εγκαταστάσεις και εξυπηρετούσαν τις οκτάωρες βάρδιες μιας 24ωρης γραμμής παραγωγής. Στις κατοικίες, σύμφωνα με τον (βραβευμένο στο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψηφιοποίησης Πολιτιστικής Κληρονομιάς) ψηφιακό κόμβο που συνόδευσε τη δημιουργία του πάρκου και είναι αφιερωμένος στην ιστορία των Λιπασμάτων, υπήρχε προσωπικό επιφορτισμένο με το καθήκον να ξυπνάει τους εργαζομένους για να πάνε στις βάρδιές τους. Λειτουργούσαν επίσης εστιατόρια και, από ένα σημείο και μετά, ιατρείο για τα εργατικά ατυχήματα που προέκυπταν συχνά μέσα στις εγκαταστάσεις. Εξάλλου, με ταχείς ρυθμούς παραγωγής και αυτονομία σε καύσιμα εξαιτίας της εξαγοράς ορυχείων και της εκμίσθωσης των μεταλλείων Κασσάνδρας, τα Λιπάσματα ήταν κάποτε το μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα Πειραιά και Αττικής, ενώ στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς συμμετείχαν ιδιώτες αλλά και τράπεζες.
Στον χώρο όπου σήμερα οι επισκέπτες κάνουν περίπατο αγναντεύοντας τα καράβια, τον Πειραιά, την Ψυττάλεια και τη Σαλαμίνα, έστεκαν κάποτε περισσότερα από 100 κτίρια.
Όλες οι οικογένειες στη Δραπετσώνα είχαν κάποιον που δούλευε στα Λιπάσματα – για τον Βασίλη Τσίγγερη ήταν ο παππούς, ο πατέρας και ο θείος του. Χιλιάδες άνθρωποι έβρισκαν δουλειά, χιλιάδες οικογένειες ζούσαν απ’ το εργοστάσιο. Όμως, οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία της Δραπετσώνας πολύ συχνά κινδύνευαν λόγω των περιορισμένων μέσων προστασίας της εποχής. Και οι τρεις συγγενείς του πέθαναν από καρκίνο. «Αναλόγως του πού δούλευαν», εξηγεί ο Κώστας Αλεξίου, διευθύνων σύμβουλος της ΑΕ του δήμου και υπεύθυνος λειτουργίας του πάρκου. «Ο δικός μου πατέρας δούλευε στο Υαλουργείο, ήταν πιο ανώδυνο. Στη μονάδα οξέων όλοι φύγανε νωρίς». Ο κ. Παναγιώτης μνημονεύει έναν φίλο από τη γειτονιά του που εργαζόταν στο «Γυψάδικο» και έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 40 ετών: «Γέμισαν τα πνευμόνια του γύψο. Πέτρωσαν».

Η Δραπετσώνα εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ επιβαρυμένη. Η μόλυνση από την αυξημένη βιομηχανική δραστηριότητα έφτανε μέχρι τα σπίτια και τρυπούσε τα ρούχα που άπλωναν οι κάτοικοι στο μπαλκόνι· αυτό το θυμούνται όλοι. «Η σκόνη ήταν πάνω στο δέρμα μας», λέει ο κ. Παναγιώτης. «Εγώ έμενα στη βόρεια πλευρά, μας ερχόταν από το τσιμεντάδικο σκόνη και κάπνα, από τα λιπάσματα οξέα, από το βυρσοδεψείο στα δυτικά βρόμα τόση που δεν τολμούσαμε να πλησιάσουμε. Θυμάμαι ο νοτιάς κρατούσε τρεις ή τέσσερις μέρες και τότε κλείναμε τα παράθυρα και μέναμε μέσα στο σπίτι. Πώς να κρατήσεις όμως τέσσερις μέρες ένα παιδί στο σπίτι; Κάποιες φορές τολμούσαμε να βγούμε να παίξουμε, και τότε τα αναπνέαμε. Αυτή ήταν η Δραπετσώνα εκείνη την εποχή».
Τα Λιπάσματα στη νέα εποχή
Ωστόσο, όπως θυμάται ο κ. Αλεξίου, οι αγώνες των κατοίκων για να κλείσουν οι βιομηχανικές μονάδες που μόλυναν τη ζωή τους σκόνταφτε πάντα, εκτός των άλλων, στους εργαζομένους τους. Αργότερα, όταν το 1999 έκλεισε πια το εργοστάσιο Λιπασμάτων λόγω οικονομικής δυσπραγίας και το τεράστιο συγκρότημα έπαψε να λειτουργεί, ξεκίνησε ένας δεύτερος αγώνας: αυτός που θα αποφάσιζε σε ποιον θα καταλήξει το προνομιακό παράκτιο «φιλέτο». Τα σενάρια που είχαν κατά καιρούς ακουστεί ήταν πολλά: να γίνει εκεί πίστα για Φόρμουλα 1, να γίνει «ναυτιλιακό σίτι», να χτιστούν πολυτελείς κατοικίες, να γίνουν μαρίνες για σκάφη. Στο τραπέζι υπάρχει ακόμα και σήμερα η συζήτηση να φτιαχτεί στη Δραπετσώνα ένα διεθνές κέντρο καινοτομίας. Στο μεταξύ, ο χώρος των Λιπασμάτων ερήμωσε, τα κτίρια λεηλατήθηκαν από όλο τους το περιεχόμενο και στη συνέχεια κατεδαφίστηκαν σχεδόν στο σύνολό τους και το μέρος, σύμφωνα με τους κατοίκους, θύμιζε σκουπιδότοπο. Το 2016, αυτό το μικρό σημείο γης εξαιρέθηκε από την πώληση του ΟΛΠ και το παραλιακό του κομμάτι πέρασε στη δικαιοδοσία του Δήμου Δραπετσώνας-Κερατσινίου, ο οποίος με ίδια μέσα ξεκίνησε την ανάπλασή του. Μεταξύ άλλων, όταν ξεκίνησαν οι εργασίες, ο κ. Αλεξίου εξηγεί ότι χρειάστηκε να κάνουν απορρύπανση σε ορισμένα σημεία, σε συνεργασία με τον «Δημόκριτο», επειδή υπήρχαν υπολείμματα φωσφογύψου, ο οποίος είναι δυνητικά επικίνδυνος. Ακόμη, όπως θυμάται, τα πρώτα δέντρα που φύτεψαν, μαράθηκαν, διότι στα σημεία όπου αποθηκεύονταν τα λιπάσματα, το έδαφος ήταν αλκαλικό.

Οι νεαρότεροι, που δεν έχουν μνήμες από την εποχή που ο χώρος όπου βρίσκονται ήταν σχεδόν στο σύνολο της επιφάνειάς του δομημένος, θα χαζέψουν ίσως με περιέργεια τα μνημεία της παλιάς ζωής: αυτά δεν είναι άλλα από τα λιγοστά κτίρια που απέμειναν από την Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, μεταξύ άλλων τα σφαγεία, το σιλό, το κουφάρι του Υαλουργείου, ένα φουγάρο, τα οποία έχουν κριθεί διατηρητέα. Κάποια από αυτά τα κτίρια ξεχωρίζουν, στέκοντας μόνα πάνω σε πολλά στρέμματα ανεκμετάλλευτης γης που ανήκε και εκείνη στην Εταιρεία Λιπασμάτων και συνορεύει με το παραλιακό μέτωπο στο οποίο διαμορφώθηκε το πάρκο. Είναι όσα διασώθηκαν από την κατεδάφιση.
Κατά τη διάρκεια της κυριακάτικης βόλτας μας, κάποιες στιγμές πλανιόταν στον αέρα μια δυσάρεστη οσμή. Όπως μας εξήγησαν οι άνθρωποι του χώρου, αυτή οφείλεται στη γειτονική μονάδα επεξεργασίας υγρών πετρελαιοειδών αποβλήτων και δεν συνδέεται με το παρελθόν της περιοχής, αλλά με το παρόν της, το οποίο προσπαθούν να ανατρέψουν. Εκτός από τη δυσάρεστη οσμή, στον αέρα πλανάται και ένα ερωτηματικό, και αυτό αφορά το τι θα συμβεί με την ανεκμετάλλευτη έκταση, αφού για την ιδιοκτησία της έχουν γίνει κινήσεις οι οποίες θα κριθούν δικαστικά.

Ο κ. Παναγιώτης αναρωτιέται για το μέλλον της περιοχής του, αλλά είναι ευχαριστημένος και με το παρόν. «Η Δραπετσώνα είναι καλύτερη από το Κολωνάκι πια», λέει. «Αν εξαιρέσεις τα πετρέλαια, η ατμόσφαιρα έχει καθαρίσει. Αυτά που βιώσαμε ως παιδάκια έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Έχουμε τη θάλασσα. Αρκεί να μας αφήσουν τον παραλιακό δρόμο και τη βολτίτσα μας».

