Το Σάββατο βρέθηκα σε ένα γνωστό πολυκατάστημα με είδη σπιτιού. Από έξω ήταν ακόμη Νοέμβρης. Είχε ήλιο και κάποια ζέστη, κάποιοι φορούσαν κοντομάνικα, το Παγκράτι δεν ήταν στολισμένο ακόμα. Μέσα, όμως, είχαμε περίπου 24 Δεκέμβρη. Τα ράφια ξεχείλιζαν κόκκινο: μικροί αγιοβασίληδες, λαμπάκια, μολυβάκια, θήκες για κεριά, κούπες του καφέ, γιρλάντες, διακοσμητικά, πανετόνε, δέντρα.
Δεν με ενόχλησε καθόλου, και αν τελικά έφυγα μόνο με μολύβια σε σχήμα ερυθρόλευκου μπαστουνιού, χριστουγεννιάτικα αυτοκόλλητα για τα νύχια, χριστουγεννιάτικα τσιμπιδάκια για τα μαλλιά, μικρά κουπάτ με ταράνδους και χιονάνθρωπους και κάτι άλλα τέτοια μικροπράγματα που βάφτισα «δώρα για παιδάκια φίλων», και όχι με κάποιο βαρύτερο χριστουγεννιάτικο «πυροβολικό», δεν ήταν επειδή είναι πολύ νωρίς, αλλά επειδή έχω ήδη στο σπίτι υπερβολικά πολλά χριστουγεννιάτικα στολίδια∙ μέχρι και άγιο βασίλη-ρούχο για το καπάκι της τουαλέτας (κακή ιδέα από άποψη υγιεινής, δεν θα το συνιστούσα), και όχι δεν αγαπώ τον υπερκαταναλωτισμό.
«Να έχει μπει τουλάχιστον ο Δεκέμβρης»
Εκείνο το βράδυ, πριν με πάρει ο ύπνος, μπροστά στα μάτια μου πέρασαν εικόνες από φλάφι κάλτσες, μαρσμάλοους που λιώνουν μέσα σε κόκκινες κούπες με παχύρρευστη σοκολάτα, φωτάκια σε όλες τις κάσες και τις βιβλιοθήκες, γιρλάντες στις κουρτίνες, και φυσικά το λατρεμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που ήξερα ακριβώς πού θα τοποθετηθεί από τη μέρα που πάτησα πρώτη φορά το πόδι μου στο σπίτι αυτό, με τη μεσίτρια, πολύ πριν αποφασίσουμε πού θα μπει ο καναπές και σε ποιο δωμάτιο θα κοιμόμαστε.
Όπως ήταν φυσικό, την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησε η ετήσια διαπραγμάτευση για το πότε θα στολίσουμε το δέντρο αυτό. Καταλήξαμε με δυσκολία στο Σαββατοκύριακο 30 Νοεμβρίου/1η Δεκέμβρη, για να ικανοποιηθούν και οι δύο, εγώ που ιδανικά θα ήθελα να το στολίζαμε μετά τα μέσα Νοέμβρη, όπως κάναμε πάντα στο πατρικό μου, και εκείνος που θα ήθελε ιδανικά να μην στολίζαμε καθόλου, αλλά τέλος πάντων αφού πρέπει οπωσδήποτε, «να έχει μπει τουλάχιστον ο Δεκέμβρης».
Στολίστε, κάνει καλό
Έχω παρατηρήσει πως συνήθως, οι πολέμιοι του «πρόωρου» χριστουγεννιάτικου πνεύματος, όσοι γκρινιάζουν για το πρώτο «Last Christmas Ι gave you my heart» και την πρώτη γιρλάντα, είναι συνήθως όσοι δεν έχουν ιδιαίτερη προσμονή γα τις γιορτές γενικότερα· δεν θέλουν, δηλαδή, να αγκαλιάσουν το εορταστικό κλίμα ούτε να δουν για ακόμη μία φορά το «Love Actually». Δεν τους φταίει το πότε, τους φταίει το τι.
Υπάρχουν, όμως, ψυχολόγοι που εξηγούν ότι η γιορτινή διακόσμηση αυξάνει την ντοπαμίνη, η οποία με τη σειρά της προκαλεί ευεξία, και όσο πιο νωρίς στολίζουμε, τόσο αυξάνουμε αυτό το χρονικό παράθυρο της χαράς. Εξάλλου, υπάρχουν μελέτες, όπως αυτή που δημοσιεύτηκε παλιότερα στο Journal of Environmental Psychology, που δείχνουν ότι οι άνθρωποι, όταν βλέπουν ένα σπίτι χαρούμενο και φωτεινό, με χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, τείνουν να σχηματίσουν την εντύπωση πως όσοι ζουν εκεί είναι φιλόξενοι, φιλικοί και κοινωνικοί.
Πάντως, για να μην κοροϊδευόμαστε, το θέμα δεν είναι η γιρλάντα, το δεντράκι, το κιτς διακοσμητικό, ούτε καν τα μελομακάρονα. Το θέμα είναι πως, μπροστά σε ένα στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολλοί, και σίγουρα εγώ, γινόμαστε πάλι παιδιά. Το παιδάκι που ξυπνούσε τη νύχτα και κρυφά πήγαινε κάτω απ’το δέντρο για να παίξει με τα παιχνίδια που είχαμε πάντα κρεμασμένα αντί για μπάλες, ξύλινους στρατιώτες, καρουζέλ, μουσικά όργανα, γλειφιτζούρια, υπνωτισμένο από τα λαμπάκια. Το παιδάκι που ο παππούς του ακόμη ζούσε και έφτιαχνε τα πιο νόστιμα τσουρέκια. Το παιδάκι που δεν είχε ακόμη γνωρίσει τον κυνισμό και την ματαίωση της ενήλικης ζωής. Το παιδάκι που δεν φοβόταν τίποτα. Τι έχει μείνει λοιπόν από αυτά; Ένα δέντρο με φωτάκια που θυμίζει ζεστασιά. Ε, ας το στολίσουμε.

