Το βλέμμα μου πέφτει πάντα στα ζωγραφικά έργα της εικαστικού Νικομάχης Καρακωστάνογλου. Αναγνωρίζω με ευκολία τα καμπυλωτά ρευστά σχήματα που δημιουργεί πάνω σε χαρτί, σε βαθιές και φωτεινές αποχρώσεις. Συναντώ σύχνα έργα της είτε σε σπίτια που επισκέπτομαι, είτε σε αγαπημένα ξενοδοχεία, όπως το αθηναϊκό One & Only και το Roosters στην Αντίπαρο, και τελικά έχω αποκτήσει μια οικειότητα με τη δουλειά της… Δεν έχω την ίδια ευκολία να διακρίνω την υπογραφή της στα κεραμικά και τα μαρμάρινα γλυπτά που δημιουργεί, αλλά θεωρώ ότι έχουν κι αυτά μια ανάλογη εκφραστική αφαιρετικότητα, όπως ανάλογης αισθητικής ήταν και το βίντεο Ρους που δημιούργησε για την έκθεση Plasmata II στα Ιωάννινα το 2023 ή το γλυπτό έργο στην είσοδο των γραφείων του Ιδρύματος Ωνάση.

Με εντυπωσίασε πολύ όταν έμαθα ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ζει στο Νυμφαίο, μακριά από την οικογένειά της, και ότι προτιμά να δουλεύει στη φύση. Μου φάνηκε τολμηρό, αφοσιωμένο, αξιοζήλευτο; Δεν ξέρω να πω ακριβώς, πάντως μου προκάλεσε σκέψεις και συναισθήματα. Γι’ αυτό και χάρηκα τόσο που μας υποδέχτηκε εδώ ακριβώς, στο ατελιέ της στο Νυμφαίο, για να μας ξεναγήσει στον κόσμο της, που είναι πλασμένος από φύση και τέχνη. Σκαρφαλωμένο σε υψόμετρο 1.200 μ., μέσα στον πλακόστρωτο παραδοσιακό οικισμό, το πέτρινο οίκημα που χρονολογείται στο 1900 και κληροδοτήθηκε στον άντρα της, Μιχάλη Μπουτάρη, από τη γιαγιά του, στεγάζει το ατελιέ της. Απέχει μόλις 30 μ. από το δάσος, στο οποίο η ίδια, όπως θα μας εξηγήσει στη συνέχεια, ξεκινάει τη μέρα της.
Από το σκοτάδι στο φως
Η συζήτηση όμως ξεκινάει από την πρώτη της επαφή με τον τόπο και το σπίτι: «Αλήθεια σου λέω, δεν το ήξερα ότι υπήρχε αυτή η ομορφιά στον τόπο μου. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, ο λόγος που συνδέθηκα τόσο με το Νυμφαίο ήταν συγκυριακός. Μια οικογενειακή περιπέτεια με ανάγκασε να βγω από το πλαίσιό μου και να περάσω ένα καλοκαίρι εκεί κάτι που δεν θα επέλεγα ποτέ μέχρι τότε, γιατί είχα την πεποίθηση ότι το βουνό είναι μόνο για ένα χειμερινό τριήμερο και πίσω στην πόλη. Τότε ξεκίνησε αυτή η βαθιά μου σύνδεση με τον τόπο».

Η Νικομάχη πλέον που μεγάλωσε και η κόρη της και έφυγε για σπουδές στο εξωτερικό δουλεύει αποκλειστικά και μόνο στη φύση. Το βασικό της ατελιέ είναι εδώ, ενώ πρόσφατα δημιούργησε ένα ακόμα, στην Ανάφη, στο οποίο δουλεύει περίπου από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο, που αρχίζει να έρχεται ο πολύς κόσμος στο νησί. Πάνω σε αυτό εξηγεί: «Όταν είμαι στη φύση, αισθάνομαι ο πιο ευτυχισμένος και ευγνώμων άνθρωπος στον κόσμο. Η δύναμή της με βοηθάει να μεταφέρομαι από το σκοτάδι στο φως. Το φως είναι πολύ βασικό στοιχείο της δουλειάς μου. Αυτός ήταν και ο λόγος που με οδήγησε στην έρημο Ατακάμα, στη βόρεια Χιλή, όπου έμεινα έναν ολόκληρο μήνα. Ήθελα οπωσδήποτε να δουλέψω με αυτό το φως. Και δικαιώθηκα, γιατί τις διαφάνειες και τα παστέλ που δημιούργησα εκεί δεν ήξερα καν ότι τα έχω εγώ μέσα μου. Δεν τα είχα μέσα μου βασικά, τα είδα εκεί. Οπότε, η φύση ουσιαστικά μου προσφέρει όλη τη δουλειά μου».
«Όταν είμαι στη φύση, αισθάνομαι ο πιο ευτυχισμένος και ευγνώμων άνθρωπος στον κόσμο. Η δύναμή της με βοηθάει να μεταφέρομαι από το σκοτάδι στο φως».
Η μέρα της στο Νυμφαίο ξεκινάει νωρίς το πρωί: «Μπαίνω στο βαθύ δάσος κατά τις 8 το πρωί, βρίσκω ένα σημείο και κάθομαι, κλείνω τα μάτια μου και μπαίνω σε διαλογισμό. Όταν κλείνεις τα μάτια σου μέσα στο δάσος, χάνεις τον απόλυτο έλεγχο, ένα συναίσθημα πραγματικά τρομακτικό. Όμως, μέσα από τον διαλογισμό, σταδιακά μεταφέρομαι από τη συνθήκη του τρόμου σε μια συνθήκη αληθινής ευδαιμονίας, κι από εκεί ξεκινάει η δουλειά μου». Μετά τον διαλογισμό επιστρέφει στο ατελιέ της, που μετά την πιο πρόσφατη ανακαίνιση του σπιτιού, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ισογείου, και στο οποίο περνάει περίπου δώδεκα ώρες την ημέρα.

Ενας τόπος θεραπείας
Το σπίτι στο Νυμφαίο το ανακαίνισαν το 2011, λίγο πριν φύγουν οικογενειακώς για τη Σαγκάη: «Αφήσαμε το σπίτι μας στην Αθήνα και αποφασίσαμε να ανακαινίσουμε ριζικά το σπίτι στο βουνό. Να είναι αυτή η βάση μας στην Ελλάδα για τα χρόνια που θα ζούσαμε εκτός. Επιστρέφοντας για σύντομα διαστήματα από τη Σαγκάη, πηγαίναμε εκεί και το αισθανόμουν σαν θεραπεία, σαν βάλσαμο. Η ακινησία και η σοφία του βουνού είναι μεταμορφωτικές. Δεν θεωρώ τυχαίο ότι οι φίλοι που μας επισκέπτονται φεύγουν διαφορετικοί. Έρχονται εκνευρισμένοι, λίγο παρεξηγημένοι μεταξύ τους, και φεύγουν χαρούμενοι και ενωμένοι. Το παρατηρώ πάντα στην πόρτα εισόδου υποδεχόμενη και αποχαιρετώντας τους. Πώς να μην; Έχουν κοιμηθεί καλά, έχουν περπατήσει στη φύση, έχουν φάει τα φαγητά της αγάπης, όπως τα λέω…». Αν και η αλήθεια είναι ότι είναι λίγες οι περιστάσεις μέσα στον χρόνο που δεν είναι μόνη της στο Νυμφαίο. Με εξαίρεση την περίοδο του κόβιντ, που μετακόμισαν εδώ οικογενειακώς, και ομολογεί ότι ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της.

Η φύση ως σύμμαχος
Της ζητάω να ξεχωρίσει μια αλησμόνητη εμπειρία στο Νυμφαίο. Σκέφτεται αρκετά, δίνοντάς μου την αίσθηση ότι ψάχνει να διαλέξει ένα από τα βιώματα που βλέπει μπροστά της. Τελικά, αποφασίζει να μοιραστεί μάλλον το πιο τρομακτικό. Μου αφηγείται μια βόλτα της στο δάσος, όπου της επιτέθηκε ένα άγριο σκυλί και κατάφερε να το αντιμετωπίσει, κάνοντάς το να οπισθοχωρήσει, και τελικά να γυρίσει ακέραιη στο σπίτι έχοντας στο μυαλό της ότι αυτή είναι η φύση: γεμάτη δώρα που μας οδηγούν να βρίσκουμε τη δύναμη μέσα μας. Τη ρωτάω αν έχει άλλον σύμμαχο εκτός από τη φύση. Απαντά με μια ήσυχη επίγνωση: «Δεν θα είχα καταφέρει να κάνω πολλά πράγματα αν δεν είχα για σύντροφο ζωής τον Μιχάλη. Είναι ο άνθρωπος που θα μου δώσει πάντα την πιο χρυσή συμβουλή και δεν θα με αφήσει ούτε για μία στιγμή να αναρωτηθώ αν έχω τη δύναμη να κάνω αυτό που θέλω. Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα εικαστικά, στην αρχή ήταν μεγάλη η πρόκληση να βρω την ισορροπία ανάμεσα στην απόλυτη ελευθερία που βίωνα μέσα στη δουλειά μου και στη φύση, στο Νυμφαίο, και στον ρόλο μου ως μητέρα και σύζυγος».

Τη ρωτάω αντίστοιχα για την κόρη της και μου εξηγεί ότι είναι και η ίδια σύμμαχός της, και ότι κατά μία έννοια έχουν κάνει ένα πολύτιμο δώρο η μία στην άλλη. Θυμάται: «Όταν ήμουν στην έρημο, που δεν μπορούσαμε να μιλάμε συχνά γιατί δεν είχα σήμα, τις φορές που τα καταφέρναμε, γεμάτη τύψεις τη ρωτούσα αν είναι εντάξει που λείπω τόσο καιρό. Τελικά, μου λέει μια μέρα: “Μαμά, μου κάνεις πλάκα; Ξέρεις πόσο κουλ είναι να λέω στο σχολείο ότι η μαμά μου είναι στη Χιλή και ζωγραφίζει;”. Και λέω κοίτα ανεξαρτησία και αυτάρκεια που έχει το παιδί μου με ή χωρίς εμένα».
Η εμπειρία της Κίνας
Η Νικομάχη σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και γλυπτική στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, διάφορες συνθήκες και συγκυρίες την αποθάρρυναν από το να ασχοληθεί με την τέχνη. Την προσέγγισε πλάγια, μέσω του interior design: «Αποφάσισα να ανασύρω την αλήθεια των ανθρώπων και να την καθρεφτίζω στους χώρους τους», όπως περιγράφει η ίδια. Συγκεκριμένα, δημιούργησε μια μέθοδο κατά την οποία έδειχνε στους πελάτες της εικόνες από το διάστημα, τη Γη όπως φαίνεται από ψηλά, από δυσπρόσιτους προορισμούς, από τη θάλασσα και τον βυθό της, και στη συνέχεια τους ζητούσε να επιλέξουν εκείνες τις εικόνες που τους δημιουργούσαν έντονα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα. Το κολάζ που δημιουργούνταν από αυτή τη διαλογή αποκρυστάλλωνε ένα στιλ, ένα ύφος, πάνω στο οποίο πατούσε για να διαμορφώσει τους χώρους τους. Κοινός παρονομαστής στη διακόσμησή της, ο άνθρωπος, οι επιθυμίες του, η φόρμα, οι υφές και το φως.
«Όταν άρχισα να ασχολούμαι με τα εικαστικά, ήταν μεγάλη η πρόκληση να βρω ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία που βίωνα μέσα στη δουλειά μου και στη φύση και στον ρόλο μου ως μητέρα και σύζυγος».
Με τη διακόσμηση καταπιάστηκε από το 2000 μέχρι το 2011, όταν έφυγαν οικογενειακώς για Κίνα. Πάνω σε αυτό θυμάται: «Περάσαμε ως οικογένεια τέσσερα χρόνια στην Κίνα λόγω της δουλειάς του άντρα μου. Ήταν τα πιο ακραία, τρομακτικά χρόνια της ζωής μου. Όταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε, κατάλαβα ότι είχαμε καταφέρει πρώτον να μη χωρίσουμε και δεύτερον να μη διαλυθούμε ως άνθρωποι. Ήταν τεράστιες νίκες και οι δύο και μας χάρισαν πολύτιμα εργαλεία για τη ζωή μας. Μετά από αυτό άρχισα να βλέπω τελείως διαφορετικά το τι είχα ανάγκη και τι μου ήταν σημαντικό. Μετά από αυτόν τον κύκλο, δηλαδή το 2018, άρχισα να ασχολούμαι με τη γλυπτική και τη ζωγραφική».

Πόσα λευκά μπορούν να υπάρξουν
Η πρώτη της ατομική έκθεση ήταν στην γκαλερί της Ελένης Μαρτίνου. Η έκθεση Through the Eyes Off επιχειρούσε έναν διάλογο ανάμεσα στον μαξιμαλισμό του παλαιοπωλείου και των αντικών και στον μινιμαλισμό των έργων της ίδιας. Για τα επόμενα δύο χρόνια δούλεψε αποκλειστικά με σχέδια στο χαρτί, ζεσταίνοντας τα χέρια της, ψάχνοντας τις φόρμες της, μελετώντας τα υλικά της. Καταπιάνεται με τον πηλό, φτιάχνει τα πρώτα της κεραμικά, τα οποία σκανάρει και μέσα από μηχανήματα μετατρέπονται σε μαρμάρινα γλυπτά. Από αυτή τη στιγμή αντιλαμβάνεται ότι αυτό πρόκειται να είναι το αντικείμενο της δουλειάς της και τώρα καλείται να απαντήσει σε δύο ερωτήματα: ποιο ακριβώς θα είναι το υλικό της και ποιο το μέσο της. Και καταλήγει ότι το υλικό της είναι τα λευκά μάρμαρα της Θάσου και το μέσο της είναι ο άνθρωπος και συγκεκριμένα οι επιδέξιοι μαρμαρογλύπτες στη Δράμα. Όπως λέει συγκεκριμένα: «Η κατασκευή των μαρμάρινων γλυπτών είναι επίπονη και χρονοβόρα και απαιτεί μεγάλη ψυχική επένδυση. Κατά τη διάρκεια της παραγωγής τους ανεβαίνω ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο εργαστήριο στη Δράμα για να παρακολουθώ την εξέλιξή τους».

Η ίδια, αν και δηλώνει γλύπτρια και όχι ζωγράφος, ομολογεί ότι πλέον έχει εξοικειωθεί με τη ζωγραφική της ταυτότητα: «Τα γλυπτά κάνουν πολύ περισσότερο χρόνο να ολοκληρωθούν, τα ζωγραφικά έργα είναι πιο άμεσα, και άρα είναι πιο άμεση και η απόλαυση που σου δίνουν». Σε σχέση με τις θεματικές της, απαντά ότι αποκλειστικά το συναίσθημα και οι δονήσεις που λαμβάνει από τη φύση ορίζουν αυτό που θα δημιουργήσει.
Τον φετινό χειμώνα στο Νυμφαίο θα καταπιαστεί με το λευκό: «Θέλω να κάνω λευκά σχέδια με τις πέρλες που έχω φέρει από το Τόκιο, που έχουν πολύ ιδιαίτερους ιριδισμούς. Θέλω να δουλέψω με αυτή τη σχέση μεταξύ λευκών. Να ανακαλύψω πόσα λευκά μπορεί να υπάρχουν τελικά και κατά πόσο το μάτι μας μπορεί να διακρίνει τη διαφορά».

