Στις 30 Ιανουαρίου 2023, ο Στέφανος Τσιτσιπάς ανέβηκε –μετά πολλών επαίνων– πρώτη φορά στο Νο 3 της παγκόσμιας κατάταξης του τένις (ATP Ranking). Σήμερα, είκοσι μήνες μετά, βρίσκεται στο Νο 11.
Εκ πρώτης όψεως, αυτή η πορεία επί τα χείρω δεν μοιάζει με κατακόρυφη πτώση και ούτε δείχνει να είναι μη αναστρέψιμη. Και όμως, αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά τη δυναμική της πορείας του το τελευταίο διάστημα, θα διαπιστώσει πως είναι πιο πιθανό να κατέλθει κι άλλο, παρά να τραβήξει προς τα πάνω. Τι ακριβώς έχει συμβεί στον Έλληνα τενίστα; Πώς από την εποχή του κρασιού και των ρόδων έφτασε στο σημείο να δοκιμάζει πικρά ποτήρια από αγώνα σε αγώνα;
Έως τις αρχές του 2024 έδειχνε να διατηρεί άμεση επαφή με την κορυφή και το ανταγωνιστικό του πνεύμα παρέμενε ένθερμο. Από εκείνο το σημείο και μετά, άρχισαν οι επίφοβες ταλαντώσεις που κάποια στιγμή έμοιαζαν με παράδοση άνευ όρων. Έχει, άραγε, κάποια σχέση ο Τσιτσιπάς του ’23, που έφτασε έως τον τελικό του Αυστραλιανού Open (έστω κι αν έχασε από τον πυραυλοκίνητο Νόβακ Τζόκοβιτς με 3-0), με τον σημερινό; Μπορεί να γίνει σύγκριση ανάμεσα στον κυριαρχικό εαυτό του, όταν κατακτούσε το τουρνουά του Μόντε Κάρλο, και στον τωρινό; Και όμως, από αυτή την τελευταία επιτυχία έχουν περάσει μόλις πέντε μήνες. Πώς γίνεται ο αθλητής που έκανε τα μικρά παιδιά να φαντασιωθούν μια λαμπρή καριέρα στα διεθνή κορτ και στα μεγάλα τουρνουά της ATP, ανάλογη με αυτήν του Tsitsipas, αυτή τη στιγμή να βρίσκεται χωμένος σε μια στενωπό;
Ακόμη κι έτσι δεν πρέπει να ξεχνάμε το τρυφηλό παρελθόν του. Αυτό που τον καταξίωσε στο εξωτερικό και τον έφερε στο στόμα του μέσου Έλληνα, ο οποίος έως εκείνη τη στιγμή ελάχιστα πράγματα γνώριζε για το τένις. Από την άνυδρη εποχή του Μπαβέλα και του Καλοβελώνη, τότε που οι αθλητές του τένις διεκδικούσαν ελάχιστο χώρο στην αθλητική ειδησεογραφία, περάσαμε στην «εποχή Τσιτσιπά», ο οποίος μετατράπηκε αίφνης σε είδωλο και περίβλεπτη φυσιογνωμία της αθλητικής Ελλάδας.
Από την άνυδρη εποχή του Μπαβέλα και του Καλοβελώνη, όταν οι αθλητές του τένις διεκδικούσαν ελάχιστο χώρο στην αθλητική ειδησεογραφία, περάσαμε στην «εποχή Τσιτσιπά».
Όχι άδικα, αν σκεφτούμε πως η εξέλιξή του ήταν ραγδαία. To 2013, ως νιόβγαλτο ταλέντο ακόμη, μπήκε στην επίσημη βαθμολογία της ΑΤP κατέχοντας το Νο 2.030 (!). Μέσα σε έξι χρόνια μπήκε στην πρώτη δεκάδα, για να αγγίξει την κορυφή φτάνοντας στο Νο 3, το οποίο κράτησε για τρεις μήνες. Αυτή η ξέφρενη πορεία δεν μπορεί να αποσιωπηθεί ούτε να ξεχαστεί μπρος στον σημερινό δύσκολο δρόμο που έχει πάρει η καριέρα του. Το γεγονός ότι ασχολούμαστε ακόμη και στα δύσκολά του δείχνει πως όλα αυτά τα χρόνια άφησε πολλές υποθήκες για λαμπρή καριέρα, τέτοια που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι μπορεί να διαγράψει ένας Έλληνας τενίστας.
Καιρός νεφελώδης
Φυσικά στον αθλητισμό, και μάλιστα σε τόσο ανταγωνιστικό επίπεδο, όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή. Πάνω από τον ουρανό του Στέφανου μαζεύτηκαν πολλές τέτοιες στιγμές, με αποτέλεσμα τώρα ο «καιρός» του να είναι νεφελώδης.
Η δημόσια έκρηξή του εις βάρος του πατέρα του στις αρχές Αυγούστου, κατά τη διάρκεια του αγώνα του με τον Ιάπωνα Κέι Νισικόρι για το τουρνουά του Μόντρεαλ, ήταν η κλασική κορυφή του παγόβουνου. Οι χρήστες του διαδικτύου τον κατακεραύνωσαν για την ανοίκεια συμπεριφορά του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που εκτόξευσε μύδρους κατά του πατέρα του εν ώρα αγώνα. Ήταν φανερό εδώ και καιρό πως οι δύο –παράλληλες– ιδιότητες του Απόστολου Τσιτσιπά (και πατέρας και προπονητής) συγχωνεύτηκαν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση ρόλων στην έτσι κι αλλιώς ψυχολογικά φορτισμένη κατάσταση του Στέφανου.
Κατακριτέα, το δίχως άλλο, η αντίδρασή του. Δεν προσιδιάζει σε αθλητή τέτοιου βεληνεκούς. Ωστόσο, θα πρέπει να δούμε και την άλλη όψη του φεγγαριού.
Προσπαθώντας να αιτιολογήσει τους λόγους της έκρηξής του, ο Στέφανος εξήγησε γιατί έφτασε στο σημείο να βρίσει τον πατέρα του μπροστά στους θεατές και γιατί αποφάσισε να τον εκπαραθυρώσει από τη θέση του προπονητή του. Με τα δικά του λόγια: «Χρειάζομαι και αξίζω έναν προπονητή που με ακούει και ακούει τα σχόλιά μου ως παίκτη. Ο πατέρας μου δεν είναι πολύ ευφυής ή πολύ καλός στο να χειρίζεται τέτοιους είδους καταστάσεις». Μάλιστα, ήγειρε και τεχνικής φύσεως ζητήματα που δεν είχαν επιλυθεί με τον πατέρα του, κάνοντας λόγο για την αδυναμία του στο forehand, κάτι που, όντως, οι αντίπαλοί του το έχουν αντιληφθεί και τον «χτυπούν» διαρκώς στην αχίλλειο πτέρνα του.
Διαχείριση θυμού
Λίγες ημέρες μετά, κάπως πιο ψύχραιμος, δήλωσε: «Τις περισσότερες φορές δεν είμαι σίγουρος για τις αλλαγές που κάνω στην ομάδα μου. Είναι κάτι δύσκολο και επώδυνο. Όταν κάνω αλλαγές, λειτουργώ με το ένστικτο και συνήθως είναι σωστές. Ένιωσα ότι τα τελευταία χρόνια ήταν δύσκολα, κρατούσα μέσα μου πολλά από τα συναισθήματά μου για κάποια πράγματα και δεν μπορούσα να εκφραστώ νωρίτερα. Ήρθε, όμως, η ώρα να κάνω αυτή τη σημαντική αλλαγή στην ομάδα μου. Θέλω πραγματικά να αναπτύξω τη σχέση με τον πατέρα μου και να την κάνω καλύτερη εκτός κορτ». Οφείλουμε να δεχθούμε τη δήλωσή του ως ειλικρινή και ανθρώπινη. Ο γιος αναζητάει ξανά τον πατέρα του μακριά από το άγχος του αποτελέσματος. Νέος προπονητής του Στέφανου έγινε ο ομοσπονδιακός Δημήτρης Χατζηνικολάου, γνωστός του από τους αγώνες στο Davis Cup.
Είναι, άραγε, μια λύση μικρής πνοής ή πρόκειται για μια ουσιαστική αλλαγή κατεύθυνσης; Ο χρόνος θα δείξει, αλλά οι νίκες επείγουν. Είναι οι μόνες που μπορούν να αλλάξουν την ψυχολογική πίεση που υφίσταται ο Τσιτσιπάς.
Μόνο που μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Ο πρόωρος και πρόδηλα σκληρός αποκλεισμός του από τον πρώτο γύρο του US Open (έπειτα από έναν επικό αγώνα κόντρα στον ελληνικής καταγωγής Θανάση Κοκκινάκη) έδειξε πως θα χρειαστεί καιρός μέχρι ο Στέφανος να αλλάξει το «τσιπάκι» του παιχνιδιού του και να αρχίσει να απλώνει διαφορετικά το ταλέντο του στα κορτ. Έως τότε, αυτό που χρειάζεται να κάνει είναι να ρυθμίσει τον θερμοστάτη του θυμού του. Κάτι που όπως φαίνεται δεν μπορεί να το κάνει εύκολα. Πριν από λίγες ημέρες, παίζοντας δίπλα στην αγαπημένη του Πάουλα Μπαντόσα στο μεικτό διπλό του US Open, ξέσπασε στη ρακέτα του τρομάζοντας το ταίρι του και τους θεατές με τη σφοδρή αντίδρασή του. «Διαχείριση θυμού» είπατε; Να μια άγνωστη φράση για τον Έλληνα τενίστα. Και όμως, τόσο αναγκαία.
«Είμαι ένα τίποτα σε σχέση με τον παίκτη που ήμουν»
Σε μια στιγμή πλέριας αυτοκριτικής (όχι πολύ συνηθισμένη για εκείνον) παραδέχθηκε μετά την ήττα-σοκ από τον Κοκκινάκη: «Είμαι ένα τίποτα σε σχέση με τον παίκτη που ήμουν. Θυμάμαι όταν έπαιζα νεότερος, είχα αδρεναλίνη στο γήπεδο, ένιωθα πως η ζωή μου κρινόταν από τον αγώνα. Αυτά τα πράγματα έχουν χαθεί και η αγωνιστική μου συνέπεια δεν είναι στο επίπεδο που ήταν». Ωστόσο, το ζήτημα φαίνεται να έχει βαθύτερες αιτίες, τις οποίες δεν θέλησε να κρύψει: «Δεν είμαι ειδικός, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, αλλά από συζητήσεις που έχω κάνει με κάποιους ανθρώπους του χώρου πιστεύω πως όντως είναι μια μορφή μακροχρόνιου burnout. Το νιώθω από την έναρξη της χρονιάς. Έχει συμβεί ήδη και δεν θα διορθωθεί ή θα αναδημιουργηθεί απλώς και μόνο από διακοπές ή μένοντας για λίγο μακριά από το γήπεδο».
«Από συζητήσεις που έχω κάνει με κάποιους ανθρώπους του χώρου πιστεύω πως όντως είναι μια μορφή μακροχρόνιου burnout», δήλωσε μετά την ήττα-σοκ από τον Θανάση Κοκκινάκη.
Ενδέχεται κάποιοι να πιστεύουν ότι οι επαγγελματίες αθλητές είναι ευνοημένοι και ότι δεν δικαιούνται να έχουν προβλήματα. Φευ, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η κατάθλιψη ή το burnout είναι πολύ συχνά φαινόμενα στον αθλητισμό αυτού του επιπέδου. Αρκεί να θυμηθούμε τις περιπτώσεις του Ολυμπιονίκη μας Εμμανουήλ Καραλή, της Μαρίας Σάκκαρη, της Σιμόν Μπάιλς ή της Ναόμι Οσάκα. Όλοι και όλες τους (κι όχι μόνο αυτοί) παραδέχθηκαν πως έφτασαν στα όριά τους, με αποτέλεσμα να πέσουν στα μαύρα κύματα της κατάθλιψης.
Στις αρχές της εβδομάδας, ο Απόστολος Τσιτσιπάς έδωσε μια άλλη διάσταση στο θέμα λέγοντας: «Ο Στέφανος αποφάσισε πως για κάποιο διάστημα θέλει να είμαι μόνο ο πατέρας του, να τον συμβουλεύω, αλλά να μη συμμετέχω στις προπονήσεις του. Εκείνος αποφασίζει για το πώς νιώθει και πρέπει να το σεβαστώ αυτό. Επίσης, πρέπει να καταλάβει κι ο ίδιος τι θέλει. Έχει τον χώρο του. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον μού ζητήσει να είμαι ξανά στις προπονήσεις του και να τον καθοδηγώ, ποτέ δεν ξέρεις. Είναι παιδί μου και δεν θα σταματήσω να είμαι ο πατέρας του». Σοφόν το σαφές.
Υπάρχουν δύο ζητήματα που θα κρίνει ο καιρός αν μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ του αθλητή. Το πρώτο είναι ο ψυχολογικός παράγοντας, καθώς χρειάζεται άμεση αποφόρτιση, έτσι ώστε να αρχίσει να χαίρεται πάλι το παιχνίδι. Αυτή τη στιγμή δείχνει να κουβαλάει ένα άχθος στις πλάτες του, να μην του αρέσει αυτό που κάνει, να μην περνάει καλά.
Το δεύτερο ζήτημα είναι καθαρά αγωνιστικό. Οφείλει μαζί με τον προπονητή του να αλλάξει αγωνιστικό προφίλ. Να το κάνει λιγότερο προβλέψιμο και άκαμπτο από αυτό που είναι τώρα. Όμως, ας μην κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις: για έναν αθλητή ψυχολογίας, όπως είναι ο Τσιτσιπάς, όλα μπορούν να βρουν τον δρόμο τους (ή να τον χάσουν) μόνο αν ο ίδιος αποκτήσει ξανά τη χαμένη αλεγρία του. Επί του παρόντος, βαδίζει πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί.

