Ήμουν κατενθουσιασμένος για την πρώτη μου συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, γιατί εκτός των άλλων οι Γάλλοι έχουν βαθιά ποδηλατική κουλτούρα, όλοι γνωρίζουν πόσο σημαντικός είναι ο Γύρος της Γαλλίας και δεν θα είμαι υπερβολικός αν πω ότι η ποδηλασία έχει παρόμοιο στάτους με το ποδόσφαιρο. Γι’ αυτό και ο αγώνας συγκέντρωσε πάρα πολλούς θεατές: περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι βρέθηκαν κατά μήκος της διαδρομής των 283 χιλιομέτρων.

Το πλάνο μου ήταν να είμαι με το πελοτόν, δηλαδή με το κυρίως γκρουπ, προκειμένου να φυλάξω δυνάμεις για το τελευταίο μέρος της κούρσας –όταν θα άνοιγαν οι πρώτοι– ώστε να τερματίσω αξιοπρεπώς. Όμως, έπειτα από περίπου 100 χιλιόμετρα, έμεινα πίσω από τους προπορευόμενους και αναγκάστηκα να ξοδέψω πολλή ενέργεια. Οι περισσότεροι από τους συναθλητές μου ποδηλατούσαν ομαδικά, παρότι πρόκειται για ατομικό αγώνισμα, κάτι που βοηθάει τόσο στην εξοικονόμηση ενέργειας όσο και στη στρατηγική της κούρσας. Έτσι, είδαμε για παράδειγμα ένα από τα φαβορί, τον Βέλγο Βαν Άερτ, να «επιτίθεται» στον Ολλανδό Βαν ντερ Πόελ, για να βοηθήσει τον συμπατριώτη του και τελικό χρυσό Ολυμπιονίκη, Ρέμκο Εβενπόελ.

Προτού φτάσουμε στην πόλη, ακολουθήσαμε μια διαδρομή μοναδικών τοπίων και απολάμβανα το πόσος κόσμος είχε έρθει να μας δει από κοντά. Όταν πια μπήκαμε στο Παρίσι, ένιωσα δέος για τα μνημεία που αφήναμε πίσω μας, το Λούβρο, την Παναγία των Παρισίων, αλλά δεν μπορούσα να τα παρατηρήσω την ώρα του αγώνα. Ένιωσα κάτι που δεν έχω αισθανθεί ποτέ ξανά, γιατί βρισκόμουν σε μία από τις πιο «ποδηλατικές» χώρες του κόσμου, σε μια υπέροχη πόλη, της οποίας είχαν κλείσει τους δρόμους για έναν αγώνα στον οποίο συμμετείχα. Βρισκόμουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Υπήρχαν ορισμένα σημεία στα οποία κυριολεκτικά δεν έβλεπα τίποτα, οπότε θυμάμαι μόνο τις φωνές του κόσμου που μας ενθάρρυνε στην προσπάθειά μας. Για παράδειγμα, στις ανηφόρες της Μονμάρτρης, ένα σημείο όπου γίνονταν πολλές επιθέσεις μεταξύ των ποδηλατών, χρειαζόταν απόλυτη συγκέντρωση προκειμένου να αντεπεξέλθεις, έτσι μπορεί κυριολεκτικά να έκλεινες για λίγο τα μάτια σου.

Την πρώτη φορά που πέρασα από εκεί, παρατήρησα φευγαλέα τις ελληνικές σημαίες και ήξερα ότι ήταν οι δικοί μου άνθρωποι που περίμεναν για να με δουν, αλλά δεν κατάφερα να τους διακρίνω. Στις επόμενες δύο στροφές, πήρα πολλή δύναμη από εκείνους για να συνεχίσω, με βοήθησαν πολύ, όπως και ο προπονητής μου, ο οποίος ήρθε σαν από μηχανής θεός με το βοηθητικό αυτοκίνητο και πριν από τα τελευταία 80 χιλιόμετρα, όταν μπαίναμε στο σιρκουί, με βρήκε και μου έδωσε νερό και ηλεκτρολύτες. Εκεί πια πραγματικά δεν έβλεπα μπροστά μου και δεν ξέρω αν θα είχα καταφέρει να συνεχίσω χωρίς την παρέμβασή του, ήμουν τυχερός που τα κατάφερε, παρά την έλλειψη συστήματος ενδοεπικοινωνίας.

Στα τελευταία χιλιόμετρα είχα μεγάλη αγωνία, γιατί υπήρχε και χρονικό όριο ολοκλήρωσης του αγώνα. Τι θα σήμαινε για μένα να μην τερματίσω; Δεν θα είχα πετύχει τον στόχο μου, δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψω να γράφει DNF (Did Not Finish) δίπλα στο όνομά μου, στην πρώτη μου συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Όταν έφτασα στο Τροκαντερό βρήκα δύναμη, δεν έσβησα. Μετά τον αγώνα περίμενα τους φίλους μου πώς και πώς, για να συζητήσουμε τον αγώνα, να τους ευχαριστήσω και να βγάλουμε φωτογραφίες. Ήταν πολύ μεγάλη μου χαρά που το έζησαν μαζί μου, δεν θα τα είχα καταφέρει αλλιώς.
*Ο Γιώργος Μπούγλας είναι επαγγελματίας ποδηλάτης και στα 35 του χρόνια συμμετείχε για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Με ορμητήριο τον τόπο καταγωγής του, τα Τρίκαλα, έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο για να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Αγωνίζεται για την UCI ProTeam Burgos BH της ομώνυμης πόλης της Ισπανίας.

