Ένα καλοκαιρινό πρωινό ξύπνησα, μάλλον βάναυσα, από το τηλεφώνημα του συγγραφέα Βαγγέλη Γιαννίση. Βρισκόταν για διακοπές στην Αντίπαρο, όπου είχε γνωρίσει έναν τρομερό τύπο που άφησε τη δουλειά του στο Αμβούργο για να ανοίξει ένα wine bar στο νησί. Μου συνέστησε να επικοινωνήσω μαζί του και να τον επισκεφθώ. Επειδή το δεύτερο δεν ήταν εφικτό με τα προγράμματα της δουλειάς, του έστειλα ένα μήνυμα στα γερμανικά και κανονίσαμε να συνομιλήσουμε μέσω WhatsApp. Εκείνες τις ημέρες, ο Ελληνογερμανός Αλέξανδρος Δούλης ανάρρωνε από μια ίωση που τον ανάγκασε να κλείσει για λίγες ημέρες το Telly. Την ώρα της κλήσης, άκουγα κάποιες σύντομες συνομιλίες με τους ντόπιους. «Με σταματούν στον δρόμο και με ρωτούν πότε θα ανοίξω πάλι. Απόψε είναι η μεγάλη μέρα», μου είπε.
Αλλαγή καριέρας

Ο 55χρονος Αλέξανδρος επισκέφθηκε για πρώτη φορά το κυκλαδονήσι πριν από 37 χρόνια, όπου έμεινε για τέσσερις εβδομάδες σε ένα κάμπινγκ. Στην διάρκεια των διακοπών του, γνώρισε τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ. Δούλεψε μαζί του και λίγο πριν αναχωρήσει εκείνος του πρότεινε να μείνει και να τρέξει την επιχείρηση. Έκρινε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή και επέστρεψε στην Γερμανία. Ωστόσο το «μικρόβιο» της ενασχόλησης με τα μπαρ το είχε κολλήσει.
«Ο πατέρας μου είναι Έλληνας, κατάγεται από την Κεραμωτή της Καβάλας. Η μητέρα μου είναι Γερμανίδα. Τα ελληνικά μου δεν θα έλεγα ότι είναι πολύ καλά, διότι ο πατέρας μου δεν ήθελε να τα μιλάμε στο σπίτι. Μετά τον χωρισμό τους, η μητέρα μου με έβαλε να φοιτήσω σε ένα γαλλικό σχολείο», μου διηγήθηκε. Ακολούθησε σπουδές στις νομικές επιστήμες, αλλά προτίμησε να αλλάξει μονοπάτι και να ασχοληθεί με τον διαφημιστικό τομέα, παρέχοντας ιδέες για εμβληματικές εταιρείες, όπως η DHL και η Φολκσβάγκεν. Η δουλειά του τον οδήγησε στο εμπορικό επιμελητήριο του Αμβούργου, όπου εργάστηκε ως σύμβουλος επικοινωνίας. Ωστόσο, αυτή η ζωή δεν τον γέμιζε. Ένιωθε πως πρέπει να φύγει από το λιμάνι του Έλβα, αλλά για πού;
Το «μικρόβιο» του μπαρ ήταν ακόμη εκεί. Το 2024 άρχισε να αναζητά τοποθεσία στην Ελλάδα για να ανοίξει το δικό του. Έβλεπε προσφορές στην Κρήτη, στην Χαλκιδική, ακόμα και στην Θεσσαλονίκη, την αγαπημένη του πόλη στην Ευρώπη, όπως λέει, αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον: η Αντίπαρος θα γινόταν η νέα του βάση. Αλλά μέχρι τότε θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να βγάζει τα προς το ζην. Συνηθισμένος στις αλλαγές καριέρας, οι οποίες είναι πιο ευέλικτες σε περιβάλλοντα όπως αυτά της κεντρικής Ευρώπης, αποφάσισε κάτι ανορθόδοξο: να εμπορεύεται γαλλικές γκουρμέ σαρδέλες.
«Ο βασιλιάς της σαρδέλας»

Στη Γερμανία τα κονσερβοποιημένα ψάρια θεωρούνται λιχουδιές προσιτά οικονομικές, που ταυτόχρονα αποτελούν προϊόν πολυτελείας. Προκειμένου να βγάζει τα προς το ζην και για συγκεντρώσει τα χρήματα για το μπαρ άρχισε να προμηθεύεται γαλλικές σαρδέλες αποκλειστικά από παραγωγούς, χωρίς μεσάζοντες, και να τις μεταφέρει με ένα ποδήλατο φορτίου στην αγορά Ίζεμαρκτ, οπού αγόρασε έναν πάγκο για να τις πουλάει. Έτσι δημιούργησε την εταιρεία Sardoulis, ένα έξυπνο λογοπαίγνιο με το επίθετό του.
Γιατί, όμως, γαλλικές σαρδέλες και όχι ελληνικές ή, έστω, πορτογαλικές; «Η φοίτησή μου στο γαλλικό σχολείο με έκανε να αγαπήσω την γαστρονομία της. Θεωρώ ότι είναι οι πιο νόστιμες στην Ευρώπη, όσο κι αν ξέρω πως θα δυσαρεστήσω τους Έλληνες. Ψαρεύονται με βιώσιμο τρόπο στα νερά του Βορειοανατολικού Ατλαντικού, όπου υπάρχει υπερπληθώρα σαρδελών. Οι Γάλλοι παραγωγοί τις συντηρούν με πρώτης ποιότητας ελαιόλαδο και τις τοποθετούν μία προς μία στις κονσέρβες», μου εξήγησε. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο, πραγματικά ποιοτικό προϊόν.
Οι πωλήσεις πήγαν περίφημα. Ανάμεσα στους πελάτες του, υπήρχαν και σεφ από διάσημα εστιατόρια του Αμβούργου, οι οποίοι τον προσέγγισαν για να πληροφορηθούν για το προϊόν του και να το συμπεριλάβουν στα μενού τους. Με αυτόν τον τρόπο, οι σαρδέλες –με ντομάτα, με ελαιόλαδο και πράσινο πιπέρι, με μπαχαρικά, με θυμάρι και λεμόνι, με ταπενάντ ελιάς και όχι μόνο– κατέκτησαν σιγά σιγά την γαστρονομική σκηνή και η δημοφιλία τους έστρεψε το ενδιαφέρον του τύπου στην ιστορία του, δίνοντας του το προσωνύμιο του «Βασιλιά της σαρδέλας» στην πόλη.
Για απεριτίβο… τα μεσάνυχτα

Ο Αλέξανδρος Δούλης εκπλήρωσε τις προφητείες της μετεφηβικής του ζωής στις 6 Ιουλίου, όταν άνοιξε το Telly στην Αντίπαρο, που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους ντόπιους και τους επισκέπτες. Το όνομα του wine bar είναι ένας φόρος τιμής στον γιο του Αριστοτέλη, αλλά και στον ελληνικής καταγωγής Αμερικάνο ηθοποιό Τέλι Σαβάλας. «Ήθελα να το γράψω με ελληνικούς χαρακτήρες, γιατί μου αρέσει η γραφή της γλώσσας. Ένας φίλος ξενοδόχος, όμως, μου είπε ότι το «Τέλης» είναι όνομα για ταβέρνα και όχι για μπαρ και με συμβούλεψε να το γράψω στα αγγλικά».
Σκοπός του ήταν να υπηρετήσει την κουλτούρα του απεριτίβο, με τα ελαφριά ποτά και τα ανάλογα «τσικέτι» (cicchetti), μικρά, ελαφριά σνακ, όπως οι σαρδέλες που εμπορεύεται. Έτσι ξεκίνησε, αλλά το απεριτίβο είναι απογευματινή συνήθεια ενώ οι πελάτες του έρχονταν αργά το βράδυ και έπιναν κρασί. Οπότε το μαγαζί απέκτησε χαρακτήρα πιο κοντά στο wine bar. Προς το παρόν προτείνει μόνο κρασιά ήπιας οινοποίησης από το οινοποιείο Domaine Myrsini του Νικολά και της Μαρί Αστρίντ Μπουρζέ στην κοντινή Πάρο, που στον μικρό ιδιόκτητο αμπελώνα τους καλλιεργούν Μονεμβασιά, Ασύρτικο, Μανδηλαριά, Βάφτρα. Περίοπτη θέση στον κατάλογο του Telly έχει και η Βηλάνα τους. «Επίτηδες δεν έχω μεγάλη κάβα με κρασιά από την Γαλλία, την Γερμανία και άλλες χώρες του εξωτερικού. Το στοίχημα ήταν να έρχεται κάποιος εδώ, να απολαμβάνει το κρασί και τις σαρδέλες του, ακούγοντας καλή μουσική, φέροντας το παλιό πνεύμα της Αντίπαρου στο παρόν, μακριά από τις exclusive γαστρονομικές εμπειρίες», εξηγεί ο Αλέξανδρος. Για την επόμενη σεζόν σχεδιάζει να επεκτείνει τη γκάμα του με επιλεγμένα κρασιά απ’ όλη την Ελλάδα.
Τώρα είναι ακόμα τουριστική περίοδος και το Telly παραμένει ανοιχτό μετά τα μεσάνυχτα. Μετά τον Οκτώβριο, όταν θα κοπάσει η επισκεψιμότητα του νησιού, ο Αλέξανδρος Δούλης θα ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξε στο Αμβούργο και θα προσπαθήσει να γίνει ένας από τους αποκλειστικούς φυσικούς διανομείς γαλλικής σαρδέλας στην ελληνική αγορά. Αυτή τη φορά, το επιχειρηματικό σχέδιο υπάρχει και η εμπειρία του δείχνει πως τα σχέδια για τα μεγάλα όνειρα είναι εκείνα που θα πραγματοποιηθούν στο τέλος της ημέρας. Με αυτή την σκέψη, έπεσα ξανά για ύπνο.

