«Όταν πρωτοξεκίνησα ψαράς, η θάλασσα ήταν ακόμα ζωντανή». Δεν μπορώ να ξεχάσω αυτά τα λόγια. Ήταν από τις πρώτες κουβέντες που μου είπε ο Δημήτρης Ζάννες όταν τον γνώρισα. Είχα συναντήσει τον Ανδριώτη ψαρά με αφορμή μια πρωτοβουλία του WWF Ελλάς στο νησί. Το σχέδιο για την επόμενη μέρα ήταν να ανέβουμε στο καΐκι του στο Κόρθι και, καιρού επιτρέποντος, να περάσουμε μερικές ώρες μαζί του στη θάλασσα ώστε να έχουμε από πρώτο χέρι την εμπειρία του αλιευτικού τουρισμού με τον οποίο ασχολείται, συμπληρωματικά με την δραστηριότητά του ως αλιέας, τα τελευταία χρόνια.
Οι ψαράδες είναι συνήθως κλειστοί άνθρωποι. Κάτι που μάλλον έχει να κάνει και με την ίδια τη φύση του επαγγέλματος. Ο Ζάννες τυχαίνει να είναι αρκετά επικοινωνιακός. Μιλάει με ευφράδεια και μεταδοτικότητα για το επάγγελμά του, για τους τρόπους που η θάλασσα γοητεύει τους ψαράδες, τους «τελευταίους θηρευτές» όπως λέει, για τα μυστήρια και τις δυσκολίες της δουλειάς. Ο τρόπος όμως με τον οποίο αναφέρεται στην πίεση που βλέπει να δέχονται τα τελευταία χρόνια οι θάλασσες είναι αφοπλιστικός. «Σε 15 χρόνια, αν δεν αλλάξει κάτι η αλιεία θα οδηγηθεί αναγκαστικά σε τοίχο. Δεν θα υπάρχουμε», δηλώνει με σιγουριά. Αυτός ο άνθρωπος που από 12 χρονών, από το πρώτο βράδυ που βγήκε με τον πατέρα του στα ανοιχτά, αποφάσισε ότι θα γινόταν ψαράς, ζει την καθημερινότητα των αριθμών που λένε ότι τα ιχθυοαποθέματα της Μεσογείου δέχονται ισχυρές πιέσεις και ότι το 58%* των (αξιολογημένων) αποθεμάτων είναι υπεραλλιευμένο σε τέτοιο βαθμό που οι πληθυσμοί δεν μπορούν να ανακάμψουν. Παράλληλα η κλιματική κρίση δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Σε μια χρονική στιγμή την κρισιμότητα της οποίας τονίζει η πλειοψηφία των επιστημόνων, οι μικροί παράκτιοι ψαράδες σαν τον Ζάννε βρίσκονται σε ένα περίεργο ενδιάμεσο. Από τη μία θυμίζουν αρχαίο «στόλο», απομεινάρι άλλων καιρών. Και από την άλλη, είναι από τους πρώτους που βλέπουν, κάθε φορά που ρίχνουν τα δίχτυα τους, το μέλλον. Αξίζει να τους ακούσουμε.
*Πηγή: The State of Mediterranean and Black Sea Fisheries 2013


Το ξεκίνημα
«Νομίζω ότι γεννήθηκα για να είμαι ψαράς. Νέος έκανα κάποιες προσπάθειες με διάφορες άλλες δουλειές, αλλά ποτέ δεν κράτησαν πάνω από 15-20 μέρες», λέει ο τρίτης γενιάς αλιέας. «Την πρώτη φορά που μπήκα, στα δώδεκά μου, στη θάλασσα ένα βράδυ, έγινα ψαράς. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι διαφορετικό. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνει ο γιός του ψαράς – σχεδόν κανένας πατέρας δεν θέλει. Αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Πήγαινα στο λύκειο και όλοι μου λέγαν να σπουδάσω γιατί ήμουν καλός μαθητής αλλά εγώ έγραφα γρήγορα γρήγορα τα τεστ και μετά ζωγράφιζα το καΐκι που θα πάρω.
Τη θάλασσα την ερωτεύεσαι. Είναι μαγεία. Συνέχεια ανακαλύπτεις πράγματα και σε δοκιμάζει σκληρά. Μπορώ να πω ότι υπάρχει και μια σχέση εξάρτησης. Έχει πολλά μυστήρια. Δεν βλέπεις τι υπάρχει εκεί μέσα. Βλέπεις ένα γαλάζιο όμορφο πράγμα που, με μπουνάτσα ή φουρτούνα, αλλάζει μορφές, δεν είναι ίδιο».
Οι «τελευταίοι θηρευτές»
«Πάντα φαντάζεσαι ότι κάτω από αυτή την επιφάνεια έχει ψάρια που πρέπει να τα πιάσεις. Είσαι θηρευτής, κυνηγός. Οι ψαράδες είναι οι τελευταίοι θηρευτές επί της γης ουσιαστικά. Ίσως αυτό σου ξυπνάει ένστικτα μέσα σου που δεν σε αφήνουν να φύγεις. Και παρόλο που τα τελευταία χρόνια οι κακές ψαριές είναι περισσότερες από τις καλές, πάντα ελπίζεις ότι η επόμενη θα είναι καλύτερη. Νομίζω ότι ο Χέμινγουεϊ με το “Ο γέρος και η θάλασσα” έδωσε με έναν πολύ ωραίο τρόπο το αίσθημα του να βγαίνεις εκεί έξω και είσαι έτοιμος για το χειρότερο ή για το καλύτερο. Δυστυχώς όμως αυτή η αίσθηση σιγά σιγά χάνεται όταν η δουλειά δεν αποδίδει. Είναι όπως στις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν υπάρχει γκρίνια, κάτι πρέπει να αλλάξει».
«Μπήκαμε στη θάλασσα σκεπτόμενοι πόσα ψάρια θέλουμε να πιάσουμε, όχι πόσα μπορεί η θάλασσα να μας δώσει»
«Το 1995 που πήρα το πρώτο μου καΐκι σκεφτόμουν, εντάξει, ποτέ κανένας παράκτιος ψαράς δεν έγινε πλούσιος αλλά θα βάζω πάντα το χέρι στην τσέπη και θα πιάνω λεφτά, θα καλύπτω τις ανάγκες μου, θα έχω μια καλή ζωή. Αυτό έγινε για καμιά πενταετία. Μετά το 2000 άρχισαν να χτυπούν τα προειδοποιητικά καμπανάκια. Βιοπορίζομαι από αυτό το επάγγελμα, συντηρώ την οικογένειά μου, πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Επιβάλλεται για μένα να είναι αποδοτικό. Όταν όμως δεν είναι πια αποδοτικό, η σχέση με τη θάλασσα γίνεται υποχρέωση. Και όταν αρχίζει να γίνεται υποχρέωση χάνεις και τον σεβασμό προς τη θάλασσα. Λες “εγώ πρέπει να πιάσω ψάρια. Άρα, με όποιο τρόπο, θεμιτό ή αθέμιτο, θα τα πιάσω”.
Αν συνεχίσουμε με τον ίδιον τρόπο, δεν θα μπορούμε να ασχολούμαστε με αυτό το επάγγελμα σε 15 χρόνια. Μπήκαμε στη θάλασσα με τη λογική του πόσα ψάρια θέλουμε να πιάσουμε, όχι πόσα μπορεί η θάλασσα να μας δώσει. Στο τέλος της ημέρας, όμως, πρέπει να δούμε πώς προστατεύσαμε αυτό που μας έζησε και τι θα αφήσουμε πίσω μας. Φοβάμαι ότι δεν θα αλλάξει εύκολα η κατάσταση γιατί υπάρχει απροθυμία και από τον αλιευτικό κλάδο και από την πολιτεία. Είμαστε συντριπτική μειοψηφία οι άνθρωποι από τον χώρο της επαγγελματικής αλιείας που λέμε: “Παιδιά, δε πάνε καλά τα πράγματα, πρέπει να πάρουμε μέτρα, πρέπει να ψαρεύουμε λιγότερο, πιο επιλεκτικά”».
Ο αλιευτικός τουρισμός ως εναλλακτική
Όπως γλαφυρά περιγράφει ο Δημήτρης Ζάννες, ο κλάδος της παράκτιας αλιείας μικρής κλίμακας έρχεται τα τελευταία χρόνια αντιμέτωπος με τις συνέπειες της μείωσης των ιχθυαποθεμάτων και οι ψαράδες βλέπουν τα εισοδήματά τους αλλά και το ίδιο το επάγγελμά τους να απειλείται. Ως εναλλακτική και (υπό ορισμένες προϋποθέσεις) βιώσιμη πηγή εισοδήματος ορισμένοι προτείνουν τον αλιευτικό τουρισμό, μια δραστηριότητα που ωστόσο έχει τις δικές της προκλήσεις και περιορισμούς. Το WWF Ελλάς, μέσα από το πρόγραμμα «Μετασχηματίζοντας την παράκτια αλιεία μικρής κλίμακας στη Μεσόγειο», υλοποίησε πρόσφατα μια σειρά από δράσεις σχετικές με τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των αλιέων (αποτελεσματικότερη πρόσβαση στην αγορά, δημιουργία συνεργατικών σχημάτων μεταξύ των αλιέων, εκπαίδευση στα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας και Θάλασσας, προώθηση κατανάλωσης ξενικών και μη εμπορικών ντόπιων ψαριών κ.α.). Μεταξύ αυτών ήταν και δράσεις για την ενημέρωση και την κατάρτιση ψαράδων της Άνδρου και της Κύθνου για τον βιώσιμο αλιευτικό τουρισμό. Ο Ζάννες ήταν από τους πρώτους που πήρε την απαραίτητη άδεια και, με τη στήριξη της οικογένειάς του, δραστηριοποιείται και στον τομέα του αλιευτικού τουρισμού τα τελευταία χρόνια. Τονίζει όμως ότι δεν είναι πανάκεια:
«Ο αλιευτικός τουρισμός μπορεί να είναι από τα κορυφαία τουριστικά προϊόντα της χώρας. Συνδυάζει τη θάλασσα, τον ήλιο, το κολύμπι, δείχνει και ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Σε μια τέτοια βόλτα με το καΐκι θα ξεκινήσω εξηγώντας στους επισκέπτες πού βρίσκονται: σε ένα ξύλινο παραδοσιακό σκάφος. Θα τους πω λίγα λόγια για την τέχνη της ναυπηγοξυλουργικής στην Ελλάδα. Θα τους εξηγήσω ότι κάθε σκάφος είναι κάτι μοναδικό, ότι δεν υπάρχουν σχέδια –όλα είναι μέσα στο μυαλό του μάστορα– και δεν υπάρχει κανένα σκάφος ίδιο με το άλλο. Καθένα είναι ένα πραγματικό έργο τέχνης που έχει ψυχή. Ξέρεις, για τον ψαρά ένα ξύλινο σκάφος είναι συνεργάτης, είναι ένα κομμάτι της οικογένειας. Όταν θα πέσεις στη φουρτούνα τού μιλάς, βάζεις το χέρι σου και χαϊδεύεις το ξύλο, όπως θα χάιδευες με στοργή το παιδί σου. Το δικό μου κατασκευάστηκε το 1996 στη Σύρο από ξύλο πεύκης και το συντηρώ κάθε χρόνο μόνος μου. Ένας ψαράς πρέπει να είναι και λίγο μαραγκός και μπογιατζής και μηχανικός και ηλεκτρολόγος γιατί όταν πηγαίνεις μακριά είσαι μόνος σου, δεν έχεις το κινητό να πεις βγαίνω στο πλάι και θα φωνάξω την οδική να με μαζέψει

Στη συνέχεια της βόλτας φτάνουμε στο σημείο που έχουμε ρίξει τα δίχτυα και αρχίζουμε τη διαδικασία του σηκώματος. Τότε η κουβέντα μεταφέρεται στο πεδίο της αλιείας: τι γίνεται τώρα, τι προβλήματα αντιμετωπίζουμε κ.ο.κ. Προσπαθούμε να δείξουμε στους επισκέπτες όχι μόνο την ειδυλλιακή εικόνα του ψαρέματος αλλά την πραγματικότητα. Τους λέμε ότι εκείνοι μπορεί να βλέπουν τις αγορές γεμάτες αλλά ουσιαστικά αδειάζουμε τις θάλασσες, κάνουμε κακή διαχείριση σε παγκόσμιο επίπεδο. Με τον αλιευτικό τουρισμό ασκούμε λιγότερη πίεση στη θάλασσα. Να φανταστείς, όταν πάω αποκλειστικά για ψάρεμα ρίχνω 4 χιλιόμετρα δίχτυα. Αν έχω επισκέπτες μέσα, βάζω ίσα ίσα 1 χιλιόμετρο, για να δουν τη διαδικασία και να πιάσουμε κάποια ψάρια για να φάνε.
Αφού τελειώσουμε το σήκωμα αράζουμε το καΐκι σε κάποιο απάγκιο μέρος και βγάζουμε τα ψάρια από τα δίχτυα. Τους εξηγούμε πώς γίνεται – είναι μια διαδικασία αρκετά διασκεδαστική και συμμετέχουν όλοι, μικροί μεγάλοι. Στη συνέχεια μπορούν να βουτήξουν στη θάλασσα όσο εμείς καθαρίζουμε τα ψάρια και τα μαγειρεύουμε. Φτιάχνουμε συνήθως κακαβιά με πετρόψαρα, σκορπίδια, κανένα χάνο, σκάρο… Μπορεί να βάλω και σαλάχι μέσα. Αν υπάρχει κάποιο καβούρι μπλεγμένο πάνω στα δίχτυα θα το βάλω και αυτό. Χρησιμοποιούμε όσα πιο πολλά ντόπια υλικά μπορούμε: τυρί από το τοπικό τυροκομείο Λούβαρη, λάδι από τα δικά μας ελαιόδεντρα, ρίγανη που μαζεύει ο πατέρας μου. Για επιδόρπιο προσφέρουμε γιαούρτι με γλυκό τριαντάφυλλο από τον συνεταιρισμό γυναικών στο Μπατσί. Στρώνουμε τραπέζι και καθόμαστε όλοι μαζί και τρώμε, συζητάμε, γίνονται ωραίες κουβέντες. Το βράδυ, ειδικά αν είναι καλός ο καιρός και λίγο το φεγγαράκι ψηλωμένο, είναι δύσκολο να τους ξεκολλήσεις να γυρίσουμε στο λιμάνι. Πάντα όλοι φεύγουν λέγοντας ότι θέλουν να ξανάρθουν και να το ξαναζήσουν αυτό το πράγμα».
«Ο αλιευτικός τουρισμός δεν είναι πανάκεια»
Παρόλο που ο Ζάννες ξεκίνησε με ενθουσιασμό να δραστηριοποιείται στον αλιευτικό τουρισμό, η πραγματικότητα τον προσγείωσε γρήγορα. Ενδιαφέρον από τους επισκέπτες της Άνδρου υπήρχε άφθονο και η κοινότητα του νησιού ήταν χαρούμενη που είχε ένα νέο, ποιοτικό τουριστικό προϊόν να προσφέρει. Ο καιρός των Κυκλάδων όμως ανάγκασε τον Ζάννε να κάνει τα μισά ταξίδια απ΄όσα υπολόγιζε. Και αυτή δεν είναι η μόνη δυσκολία:
«Ο αλιευτικός τουρισμός δίνει ευκαιρίες στους ψαράδες κάποιων περιοχών, αλλά δεν είναι αυτός που θα σώσει την παράκτια αλιεία, δεν είναι πανάκεια. Δυστυχώς, η πολιτεία εμφάνισε τον αλιευτικό τουρισμό ως λύση στα προβλήματα της αλιείας. “Δεν έχει ψάρια η θάλασσα; Δεν πειράζει, θα κάνετε αλιευτικό τουρισμό και θα επιβιώσετε”. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο, δεν θα μπορέσουν να κάνουν όλοι οι ψαράδες αλιευτικό τουρισμό», εξηγεί ο Ζάννες.
«Για εμάς τους ψαράδες είναι ένα “χρυσό δαχτυλίδι”, το οποίο όμως δεν κάνει για όλα τα δάχτυλα. Πραγματικά δίνει τη δυνατότητα στους αλιείς να έχουν συμπληρωματικό εισόδημα και, κάποιες φορές, γίνεται ακόμα και το κύριο εισόδημά τους. Αλλά πρέπει να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Πρέπει, αρχικά, να υπάρχει τουρισμός στην περιοχή σου ενώ είναι πολύ σημαντικό και να βοηθάει ο καιρός. Για εμάς, ειδικά εδώ στις βόρειες Κυκλάδες, είναι σχεδόν απαγορευτικός. Στο Ιόνιο, στα Δωδεκάνησα, στη Χαλκιδική, στις Σποράδες, στην Κρήτη μπορεί να γίνει. Δυστυχώς, στο κεντρικό Αιγαίο τη περίοδο του καλοκαιριού, λόγω των μελτεμιών, δημιουργούνται πολλά προβλήματα. Εγώ ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον αλιευτικό τουρισμό πριν δύο χρόνια και τον πρώτο χρόνο, ενώ θα μπορούσα να είχα κάνει 50 ταξίδια, έκανα 25 λόγω καιρού. Οι επισκέπτες θέλουν, όπως είναι λογικό, να κάνουν το πρόγραμμά τους. Τυχαίνει να κλείνουν θέση αλλά μετά να πρέπει να αναβληθεί το ταξίδι πολλές φορές. Και μέχρι να μας επιτρέψει ο καιρός να το κάνουμε να έχει έρθει η ώρα να φύγουν από το νησί. Δεν μπορούμε να βασιστούμε σε αυτή τη δραστηριότητα και είναι απογοητευτικό για όσους επενδύσαμε».
Υπάρχουν όμως, ανεξαρτήτως περιοχής, και άλλες δυσκολίες τις οποίες θίγει ο Ανδριωτής ψαράς: «Για να ασχοληθείς με τον αλιευτικό τουρισμό δεν φτάνει απλά να κάνεις τις απαραίτητες μετασκευές στο σκάφος σου. Πρέπει να πουλήσεις ένα τουριστικό προϊόν. Και οι περισσότεροι αλιείς δεν είμαστε ούτε πωλητές, ούτε επιχειρηματίες του τουρισμού. Εμείς οι ψαράδες, λόγω της ιδιοσυγκρασίας μας, είναι δύσκολο να αναπτύξουμε αυτή την επαφή με τον κόσμο. Είναι τέτοιες οι συνθήκες εργασίας που σκληραίνουν τον χαρακτήρα. Έχουμε μάθει να δουλεύουμε μόνοι μας, δεν μοιραζόμαστε την πληροφορία, είμαστε μυστικοπαθείς. Είναι οι συνθήκες τέτοιες. Είναι κοινός ο “κάμπος” μας, το “χωράφι” μας. Δεν μπορώ για παράδειγμα να πω πού έπιασα τα ψάρια μου γιατί την επόμενη μέρα θα πάει ο άλλος και θα τα προλάβει. Αυτό δεν μας κάνει πολύ εύκολους στην επικοινωνία με τους ανθρώπους. Και ο τουρισμός θέλει ακριβώς το αντίθετο. Άσε που οι περισσότεροι ψαράδες δεν ξέρουν καν ξένη γλώσσα», εξηγεί.
Ανάγκη για βιώσιμες πρακτικές
Βλέποντας από κοντά, μέρα με τη μέρα, τα προβλήματα της θάλασσας, ο Ζάννες τονίζει την ανάγκη για ρυθμίσεις στην αλιεία ώστε να υιοθετήσουν όλοι πιο βιώσιμες πρακτικές: να ψαρεύουν πιο επιλεκτικά, να μην πιάνουν τα πολύ μικρά ψάρια, να αποφεύγουν τα ψάρια που δέχονται μεγάλη πίεση κ.ο.κ. Οι ερευνητές από εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας που, σε συνεργασία με το WWF Ελλάς, βρίσκονται επί έναν χρόνο στην Άνδρο και στην Κύθνο με σκοπό να κάνουν μια πρώτη εκτίμηση των ιχθυοπληθυσμών, αποφάνθηκαν ότι, όντως, ορισμένα είδη έχουν σημαντικό πρόβλημα. Ωστόσο το διαχειριστικό πλάνο φαίνεται να αργεί:
«Είναι προτιμότερο να ρυθμίζεις και να διαχειρίζεσαι την αλιεία παρά να φτάσεις σε ένα σημείο που να αναγκαστείς να πάρεις μέτρα πάρα πολύ σκληρά. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Τριγύρω η Μεσόγειος είναι γεμάτη με καλά παραδείγματα χωρών που μπήκαν στη λογική της διαχείρισης και είχαν καλά αποτελέσματα, όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Τουρκία. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι όμως ότι η πολιτεία που είναι υπεύθυνη για τη θεσμοθέτηση, διστάζει να πάρει μέτρα. Λέει ότι χρειάζεται περισσότερα στοιχεία. Πότε θα είναι αρκετά τα στοιχεία; Γίνεται έρευνα με επιστημονικό τρόπο, από πιστοποιημένους φορείς, από πανεπιστήμια, τι άλλο θες; Τα χρόνια περνάνε, τα ιχθυαποθέματα μειώνονται, το εισόδημά μας μειώνεται. Πολύ φοβάμαι ότι όσο κρύβουμε κάτω από το χαλί το πρόβλημα θα διογκωθεί τόσο πολύ που θα σκοντάψουμε πάνω. Και τότε θα πρέπει να πάρουμε πάρα πολύ αυστηρά μέτρα», λέει ο Ζάννες.

Το μέλλον της αλιείας μέσα από τα μάτια ενός ψαρά
«Αν με ρωτούσε κάποιος “πώς βλέπεις την αλιεία στο μέλλον;”, θα έλεγα ότι η αλιεία σχεδόν θα εκλείψει. Θα μείνουν πολύ λίγοι αλιείς. Η θάλασσα θα ανακάμψει κάποια στιγμή, κάποια χρόνια μετά, αλλά εμείς δεν θα υπάρχουμε πια.
Η αλιεία, ειδικά στη Μεσόγειο, είναι ένα επάγγελμα που δεν σπουδάζεται. Πρέπει να τρίψεις αρκετά παντελόνια στην κουβέρτα του καϊκιού για να μάθεις. Να φοιτήσεις δίπλα σε ένα συγγενικό σου πρόσωπο ή να πας μεροκάματο σε άλλα καΐκια… Θέλεις τουλάχιστον μια εξαετία για να πεις “είμαι ικανός να βγω εκεί έξω, να πιάσω ψάρια και να βγάλω ένα εισόδημα για να στηρίξω εμένα και την οικογένειά μου”. Και επειδή αυτό παύει σιγά σιγά να υπάρχει, μιλάμε για ένα ιδιαίτερα γερασμένο επάγγελμα. Είναι ελάχιστοι οι νέοι ψαράδες. Τα έξοδα είναι πάρα πολλά, ειδικά στα ξύλινα σκάφη, τα εισοδήματά μας από τα ψάρια συνεχώς μειώνονται, οπότε είναι ένα επάγγελμα μη βιώσιμο. Άρα θα χαθούμε. Ως κλάδος θα εκλείψουμε, αν δεν πάρουμε μέτρα χθες».

