Άγνωστη γη ο κορφιάτικος αμπελώνας. Τον είχα περπατήσει πριν από μερικά χρόνια, σε μία από τις καλύτερες στιγμές του, όταν τα τοπικά οινοποιεία είχαν πάρει μπρος με φόρα και διάθεση εξωστρέφειας.
Προ Βενετοκρατίας, η Κέρκυρα ήταν ένας απέραντος αμπελώνας, με ποικιλίες όπως ο Κακοτρύγης, το Βέρτζαμο και η Μαυρορομπόλα. Όπου φυτρώνουν σήμερα ελιές, ήταν κάποτε αμπελώνας, ο οποίος ξεριζώθηκε.
Η έλευση του τουρισμού έδωσε τη χαριστική βολή, καθώς εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό η ενασχόληση με τη γη, η οποία έγινε πολύ ακριβή. Χαρακτηριστικό της μέχρι πρόσφατα χαμηλής ποιότητας του κερκυραϊκού κρασιού είναι η μπεβάντα, ένα χαμηλόβαθμο, ξινισμένο κρασί ανακατεμένο με νερό, που το έπιναν οι φτωχοί Κερκυραίοι μαζί με σαρδέλα, ρέγκα και μπακαλιάρο ξεσκλιστό (μαδημένο), ενώ και αργότερα, παρά τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του νησιού, η ποιότητα του κρασιού δεν ήταν ποτέ σπουδαία.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, γίνεται προσπάθεια αναγέννησης του ντόπιου αμπελώνα, που θέτει τις βάσεις ώστε η ποιότητα των παραγόμενων κρασιών να αυξηθεί.
Κακοτρυγής, το κρασί των Φαιάκων
Στις μέρες μας, στη «ζούγκλα» της κερκυραϊκής υπαίθρου, ανάμεσα σε καλλιεργημένα αλλά και ξέφραγα αμπέλια, φυτρώνουν μια χούφτα μικρά οινοποιεία. Βασική τους μέριμνα είναι να σωθεί η ποικιλία Κακοτρύγης, το κρασί στο οποίο χρωστάνε πολλά, μια και έθρεψε τις αγροτικές οικογένειες της Λευκίμμης και στήριξε την οικονομία της Κέρκυρας για πολλούς αιώνες.
Στην Ιστορία, ο Κακοτρύγης μνημονεύεται συχνά: Είναι το κρασί που πρόσφερε ο βασιλιάς Αλκίνοος στον Οδυσσέα, αυτό που ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές του αναφέρει πως είναι ευχάριστο όταν παλιώνει, ενώ και στα Ελληνικά του Ξενοφώντα διαβάζουμε ότι το 373 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Μνάσιππος αποβιβάστηκε στην Κέρκυρα και οι στρατιώτες του λεηλάτησαν «…τις αγροτικές περιοχές, που ήταν ωραιότατα καλλιεργημένες και φυτεμένες, καθώς και τις μεγαλόπρεπες επαύλεις και τις αποθήκες κρασιού που ήταν χτισμένες στα αγροκτήματα, τόσο, ώστε λεγόταν ότι οι στρατιώτες του κακόμαθαν σε σημείο να μη δέχονται να πίνουν άλλο από αρωματικό κρασί».
Στις Στατιστικές και ιστορικές περί Κερκύρας ειδήσεις (1977), ο Στυλιανός Βλασσόπουλος αναφέρει ότι παράγονται περίπου 120.000 βαρέλες κρασί τον χρόνο.
Από κοντά και το Σκοπελίτικο και το Πετροκορίθο
Για να κατανοήσουμε τον βαθμό στον οποίο το κερκυραϊκό κρασί έχει εξελιχθεί, απευθυνθήκαμε στον Πέτρο Τσιριγώτη, μάνατζερ και σομελιέ των εστιατορίων Campiello και Smoke Grill του ξενοδοχείου Cook’s Club, ο οποίος επιμελήθηκε τη γευσιγνωσία μας. Γνώστης των τοπικών ποικιλιών, ξέρει να τα συνδυάζει και να κάνει τα σωστά παντρέματα με τις σπεσιαλιτέ της κερκυραϊκής κουζίνας. Συζητήσαμε για τον Κακοτρύγη με τα γερά τσαμπιά και τον σκληρό ‒σχεδόν ξυλώδη‒ μίσχο, που ταλαιπωρεί τους αμπελουργούς στον τρύγο και λόγω αυτού πήρε η ποικιλία το όνομά της. Στις ντοπιολαλιές τους, κάποιοι το λένε και λιανόραγο, γιατί έχει επίσης και μικρή ρώγα. Δίνει υψηλόβαθμα κρασιά, ενώ θεωρείται πολυδύναμη ποικιλία, καθώς μπορεί και δίνει διαφορετικούς τύπους, από αφρώδη μέχρι κρασιά παλαίωσης. Έχει αρκετή τυπικότητα στη μύτη και κυρίως στο στόμα, αλλά προσοχή, είναι ένα λευκό γαστρονομικό κρασί και δεν πίνεται εύκολα ξεροσφύρι.
Το έτερο δέος του κερκυραϊκού αμπελώνα, το ερυθρό Σκοπελίτικο, είναι κρασί με χαμηλής έντασης μύτη με λίγο φρούτο, ενώ η δύναμή του και οι ιδιαιτερότητές του είναι στο στόμα, που είναι ελαφρύ, με ευχάριστες τανίνες και καλή οξύτητα, επομένως ευκολόπιοτο και δροσερό ‒ για τους λόγους αυτούς δίνει κυρίως αξιόλογα ροζέ.
Μπορεί το κρασί να έχει παρελθόν στην Κέρκυρα, όμως είναι άραγε κάποια από αυτές ή τις λιγότερο διαδεδομένες κερκυραϊκές ποικιλίες, όπως το Πετροκόριθο και το Μαντζαβί, ικανή να δώσει μεγάλα κρασιά; Ενδεχομένως ναι, αλλά χρειάζεται επίμονη προσπάθεια, πολλή φροντίδα στο αμπέλι και προσοχή στην οινοποίηση. Για την ώρα, πάντως, τα κρασιά που δοκιμάσαμε, χωρίς να δρέπουν δάφνες, έχουν χαρακτήρα και αξίζουν μια θέση στο τραπέζι μας αν βρεθούμε στο νησί, καθώς τα περισσότερα είναι τόσο μικρής παραγωγής, που δεν τα βρίσκουμε εύκολα εκτός Κέρκυρας.
Πηγή: Γαστρονόμος

