Η Καλλιθέα δεν είναι γειτονιά. Είναι χώρα. Και μάλιστα, πολλές χώρες μαζί. Έχει ταυτότητα και μια αυθεντικότητα που δεν τη βρίσκεις αλλού. Την Καλλιθέα τη φτιάχνουν οι άνθρωποί της. Την πλάθουν με τα χέρια τους, με τις συνήθειες, τις φωνές και τις μυρωδιές τους. Ακόμα κι εγώ, που μένω εδώ μια ζωή, ξέρω πως αν βγω μια βόλτα, πάντα κάτι καινούργιο θα βρω να δοκιμάσω.
Η Καλλιθέα είναι πολύχρωμη και πολυεπίπεδη. Αν την περπατήσεις βιαστικά, θα σου φανεί αδιάφορη. Για να την καταλάβεις, πρέπει να μπεις στα στενά, να χαζέψεις τα μπαλκόνια, να σταθείς στα μανάβικα της αγοράς, να πιάσεις κουβέντα με τους ανθρώπους. Τότε μόνο θα δεις το πραγματικό της πρόσωπο. Το δροσερό αεράκι της θάλασσας σε τραβάει προς τις Τζιτζιφιές, μια συνοικία των προσφύγων από τη Μικρά Ασία με σπίτια που στέκουν ακόμα, ετοιμόρροπα αλλά γεμάτα ιστορίες. Εκεί έπιασαν λιμάνι και οι ρεμπέτες του Πειραιά τη δεκαετία του ’60. Αργότερα μετανάστες από την Αίγυπτο έφεραν ναργιλέδες, μπαχαρικά και ρυθμό. Η θέα της γειτονιάς απλώνεται μπροστά σου από δύο σημεία. Βόρεια, από το παρατηρητήριο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Και νότια, από τον λόφο της Σικελίας. Από εκεί κοιτάς προς το «Ελ Πάσο», το γήπεδο της Καλλιθέας – που πήρε το όνομά του γιατί όπως λένε το τοπίο θύμιζε Άγρια Δύση. Οι Desperados, οι οπαδοί της ομάδας, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής.

![]() |
![]() |
Και μετά είναι το φαγητό. Πρώτον, η Καλλιθέα είναι κοντά στη θάλασσα, οπότε έχει μερικές πολύ καλές ψαροταβέρνες. Δεύτερον, είναι σταυροδρόμι πολιτισμών — με Πόντιους, Μικρασιάτες, Γεωργιανούς, Ρώσους και Αρμένιους, που έφεραν μαζί τους σούπες από τη Σιβηρία, ντάμπλινγκ από το Αλμάτι, πιλάφια από την Τασκένδη και ψωμιά ψημένα σε πήλινους φούρνους. Και τρίτον, έχει βιομηχανικό παρελθόν. Τη δεκαετία του ’50 και του ’60 η περιοχή ήταν γεμάτη εργοστάσια και βιοτεχνίες. Οι εργάτες ήθελαν κάτι χορταστικό και καλό. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται εδώ κάποια από τα πρώτα σουβλατζίδικα της Αθήνας. Η δική μου λίστα με 50 στάσεις στην Καλλιθέα για καλό φαγητό, σχεδόν σε κάθε γωνιά της, περιλαμβάνει όλα αυτά και πολλά ακόμη.

![]() |
![]() |
Σουβλάκια και άλλες λαϊκές λιχουδιές
Το καλό σουβλάκι στην Καλλιθέα δεν το ψάχνεις, σε βρίσκει. Το μυρίζεις, το βλέπεις να ψήνεται στα κάρβουνα και τότε ξέρεις ότι ήρθε η ώρα να σταματήσεις. Από μικρή το αγαπούσα το σουβλάκι — δεν είναι τυχαίο το ότι έγραψα μαζί με τον Τάσο Μπρεκουλάκη δύο βιβλία γι’ αυτό, ένα για τις εκδόσεις Πατάκη και ένα για την Καθημερινή. Για μένα είχε την αξία που έχουν για κάποιον άλλον τα μεγάλα γεύματα: δεν ήταν «κάτι πρόχειρο», ήταν το φαγητό που τρώγαμε όλοι μαζί στο σπίτι, στο όρθιο με τους φίλους, ήταν ένα από τα πρώτα φαγητά που δοκίμασα όταν ήρθα μικρή στην Ελλάδα.


Είχε πολλά καλά κατά καιρούς η περιοχή, τώρα ξεχωρίζω τέσσερα. Ο Λευτέρης (Ξενοφώντος 148, Τ/ 210-94.80.535) είναι σταθερή αξία. Το σουβλάκι του είναι λιτό, καθαρό και σωστά ψημένο, με τόσο καλή αναλογία των υλικών που θα μπορούσε να διδαχθεί σε σεμινάριο «σουβλακοποιίας». Οι Ρωσίδες (Αναγνωσταρά 16, Τ/ (211-11.92.145) είναι πλέον θρύλος στη γειτονιά και σε όλη την Αθήνα. Η συμπατριώτισσά μου από το Καζακστάν κάνει λιχούδικα σουβλάκια με σπιτικά μπιφτεκάκια. Τα βάζει σε φρέσκια πίτα με ντομάτα και κρεμμύδι, και πριν τα τυλίξει προσθέτει από πάνω μια κόκκινη μαγειρεμένη σάλτσα, απόλυτα ταιριαστή με τα υπόλοιπα υλικά και με πλούσια επίγευση. Στον Βασίλη (Σκίπη 23, Τ/ 210-95.14.567), στη Σκίπη, πάμε για πιο μερακλίδικες επιλογές: τυλιχτά με χοιρινό κοντοσούβλι, μερίδες κοκορέτσι και –για τους τολμηρούς– κεφαλάκι αρνίσιο. Στο Μπιφτεκοπωλείο (Δαβάκη 43, Τ/210-95.12.929) τα σουβλάκια είναι νόστιμα, απλά, με μπιφτέκια που θυμίζουν σπιτικά· με πιτούλα ελαφρώς λαδωμένη, ντομάτα ζουμερή και κατακόκκινη, κρεμμύδι σε λεπτές ροδέλες, φρέσκο μαϊντανό και, φυσικά, μπόλικο κοκκινοπίπερο. Τα απολαμβάνω πάντα στο χέρι, έξω στο πεζοδρόμιο, στα ξύλινα σκαμπό.

![]() |
![]() |
Υπάρχουν και τα λαϊκά στέκια όπου θα πας και θα φας ποιοτικά, ενώ το πορτοφόλι σου θα μείνει σχεδόν απείραχτο. Ο Ψηλορείτης (Σωκράτους 19, Τ/ 210-95.83.443) είναι εκεί για όταν θέλεις ομελέτα με πατάτες. Απλό πιάτο, αλλά χορταστικό και comfort, σαν να το έφτιαξε η μαμά σου, με πατάτες κομμένες στο χέρι ή με παστό από την Καλαμάτα. Κι αν έχεις όρεξη για κάτι ακόμα, κάνεις τον κόπο να βγεις στη Συγγρού, στο ύψος της Αθηνάς, για χοτ ντογκ στην καντίνα (Λεωφ. Συγγρού 338). Ο Θανάσης Καββαδάς την άνοιξε το 1992, όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, θέλοντας να δώσει στους Έλληνες μια γεύση του κλασικού αμερικανικού street food, με ποιοτικά λουκάνικα και πλούσια μαγιονέζα — το καλύτερο hot dog της Αθήνας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η πινακίδα. Ο κύριος Θανάσης έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, αλλά οι γεύσεις παραμένουν αυτούσιες στην καντίνα που ήταν το δεύτερο σπίτι του. Στη γειτονιά με τα προσφυγικά κοντά στη Σκρα, υπάρχει η Αυλή του Κανελλά (Σοφοκλέους και Σινώπης, Τ/ 210-95.90.659), ένα ιδιότυπο, χωροταξικά, ταβερνάκι. Στη μία γωνία λειτουργεί ως σουβλατζίδικο, ενώ λίγα μέτρα πιο μέσα είναι η αυλή, που κλείνει με αλουμινοκατασκευή. Εδώ θα έρθετε για τα παϊδάκια, το κοντοσούβλι και τις ωραίες μπριζόλες. Στη Ραμόνα (Μίνωος 13, Τ/ 210-95.15.952), που είναι κρυμμένη σε ένα υπόγειο, με το που καθίσεις στο τραπέζι σε ρωτάνε τι θα πιεις — και μαζί με το κρασί (χύμα από τη Νεμέα) σου φέρνουν και το μενού. Με ένα στυλό σημειώνεις τι θέλεις να φας. Όλα περνάνε από τα χέρια της Μαρίας, που μαγειρεύει με εποχικά υλικά παραδοσιακές συνταγές και μαγειρευτά ημέρας: γίδα βραστή, φάβα, χόρτα εποχής, τηγανητά κεφτεδάκια, κεφαλοτύρι σχάρας, μπεκρή μεζέ, σαλιγκάρια στιφάδο και κοκκινιστό με μοσχάρι, αλλά και μεζέδες για μερακλήδες, όπως ορτύκια ψητά και γλυκάδια αρνίσια στα κάρβουνα.
![]() |
![]() |
Όλα αυτά τα μέρη, όσο κι αν αλλάξει η γειτονιά, παραμένουν σταθερά σημεία ενός χάρτη που δεν χρειάζεται GPS. Αρκεί να ακολουθήσεις τη μύτη σου και την άδεια κοιλιά σου.
Πόντος, Γεωργία και Κεντρική Ασία — αλλά και Αίγυπτος
Στην Καλλιθέα δεν χρειάζεται να πας μακριά για να ταξιδέψεις. Αρκεί να στρίψεις σε έναν δρόμο σαν τη Φιλαρέτου ή να διασχίσεις τη Μαντζαγριωτάκη και ξαφνικά βρίσκεσαι κάπου αλλού. Στη Γεωργία, στο Ουζμπεκιστάν, στον Πόντο, στη Σιβηρία. Οι γεύσεις, οι λέξεις, οι μουσικές, ακόμα και οι μυρωδιές αλλάζουν. Κι αν έχεις ζήσει εδώ, αυτό δεν σου φαίνεται παράξενο, είναι μέρος της καθημερινότητάς σου.

Ήρθα στην Καλλιθέα στις αρχές του ’90, παιδί τότε, με την οικογένειά μου από το Καζακστάν. Μας έφερε το κύμα της παλιννόστησης, μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες που άφησαν πίσω τους τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ρίζωσαν εδώ. Για μας η Καλλιθέα έγινε πατρίδα και, ταυτόχρονα, ένα μικρό σύμπαν όπου η παλιά ζωή μπορούσε να χωρέσει στην καινούργια. Το φαγητό ήταν από τα πρώτα πράγματα που το έκαναν αυτό εφικτό.
![]() |
![]() |
Στη Βαλεντίνα (Λυκούργου 235, Τ/ 210-94.31.871), πηγαίναμε για καζακστανικά μαντί — τα ντάμπλινγκ που μαγειρεύονται στον ατμό, που τα έμαθαν οι Πόντιοι στο Καζακστάν από τους Ασιάτες και τα έφεραν μαζί τους ερχόμενοι στην Ελλάδα. Σήμερα ακόμη εκεί πηγαίνουμε όταν θέλουμε γεύσεις σπιτικές και αγαπημένες. Κάπως έτσι είναι και η Πρεμιέρα (Δοϊράνης 29, Τ/ 217-71.69.500) που με την αρχοντική διακόσμησή της μας κέρδισε από την πρώτη μέρα, αλλά και με το μπορς, που το κάνουν σχεδόν όσο καλό όσο η μαμά μου. Και στα δύο έχουμε ζήσει όχι μόνο απλά μεσημεριανά με την παρέα, αλλά και βαφτίσεις, γενέθλια, επετείους, ακόμη και κηδείες, που για τους Πόντιους περιλαμβάνουν πάντα τραπέζωμα και φαγητό.
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
Τα γεωργιανά άνοιξαν πιο μετά. Στην Iberia (Φιλαρέτου 72, Τ/ 211-11.70.352) στη Φιλαρέτου πρωτοέμαθα να τρώω χατσαπούρι ατσαρούλι — τις ζυμαρένιες βαρκούλες με το τυρί σολογούνι και το αυγό, που ανακατεύονται μόλις βγούνε από τον φούρνο, και τρώγονται ζεστές. Πλέον τα αναζητάω όταν θέλω να δω τον φούρνο, να μυρίσω το βούτυρο, να μιλήσω με τους ανθρώπους που καταλαβαίνουν γιατί το ψωμί με τυρί και αυγό είναι φαγητό που όχι μόνο σε χορταίνει, αλλά λέει και την ιστορία ενός τόπου. Όλη η Φιλαρέτου είναι ένας δρόμος που αγαπώ: γεμάτος ζωή, παλιά καφενεία, μαγαζιά που μοιάζουν ακίνητα στον χρόνο. Εκεί είναι και το Emigrand (Φιλαρέτου 78), ο γεωργιανός φούρνος όπου τρως αυθεντικό ψωμί από τον τόνερ, αλλά και άλλες ψωμένιες λιχουδιές, όπως η φασολόπιτα. Στο νέο γεωργιανό εστιατόριο της πλατείας Κύπρου, το Kartlis Guli (Σαπφούς 101, Τ/ 211-40.88.542), δοκιμάστε τσάτσα, ένα απόσταγμα σπιτικό και δυνατό, μαζί με γεωργιανούς μεζέδες.
![]() |
![]() |
Στον Δρόμο του Μεταξιού (Σοφοκλέους 129, Τ/210-95.93.323), ζητάω πάντα ένα χαβίτς — ένα ποντιακό πιάτο με καλαμποκάλευρο και βούτυρο, φοβερά λιτό, χαρακτηριστικό παράδειγμα της νόστιμης κουζίνας που φτιάχνεται από το τίποτα. Στο σλαβικό παντοπωλείο Αστάνα (Δημοσθένους 209, Τ/210-95.77.774) δεν πάω για ψώνια αλλά για τα πιροσκί με τηγανητό ζυμάρι, που είναι όπως μου τα έφτιαχνε η γιαγιά μου στις γιορτές και στα μαζώματα. Στη Μόσχα (Λεωφ. Θησέως 220, Τ/ 210-94.19.883) ένα από τα πιο παλιά μαγαζιά της Καλλιθέας με προϊόντα από τον πρώην σοβιετικό κόσμο, θα πάρετε ρέγγες, τουρσιά και βότκα για το σπίτι. Το Τσερνομόρετς (Περικλέους 16, Τ/210-95.32.632), ένα άλλο ρωσικό παντοπωλείο της περιοχής, φέρνει το τυρί «κοτσίδα» και άλλα προϊόντα που δεν βρίσκεις αλλού. Στο εργαστήριο παραδοσιακών σλαβικών ζυμαρικών (Δημοσθένους 146) φτιάχνουν καθημερινά βαρένικα, πιλμένι και όλα τα ζυμαρικά που όχι μόνο τα τρώγαμε στο σπίτι από μικροί, αλλά μαθαίναμε και να τα πλάθουμε. Στην Τραπεζούντα (Πεισίστρατου 87, 210-95.92.120), στις Τζιτζιφιές, που έχει ακόμα τα προσφυγικά και τις μυρωδιές του ναργιλέ, θα δοκιμάσετε σασλίκ — ρώσικο σουβλάκι, ψημένο στα κάρβουνα, με καθαρή γεύση και νοστιμιά από το λιπάκι. Δίπλα της, βρίσκονται οι Πυραμίδες (Πεισίστρατου 87, Τ/210-94.07.720), ένα από τα πρώτα ναργιλετζίδικα που άνοιξαν στην Αθήνα: πίσω από την κάπνα και τη βαριά κιτς διακόσμηση θα βρείτε ίσως το πιο ντελικάτο και νόστιμο ρόφημα της πόλης: ένα σαλέπι όπως το κάνουν στην Αλεξάνδρεια — ολόλευκο, πηχτό, μοσχοβολάει ορχιδέα και γάλα. Σερβίρεται σε μεγάλη κούπα με τριμμένο φουντούκι, καρύδα και σταφίδες. Αν μεγαλώνεις με όλα αυτά, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις πια τι είναι ελληνικό, τι σοβιετικό, τι ποντιακό και τι αιγυπτιακό. Όλα μπερδεύονται — όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους που ζουν εδώ.

![]() |
![]() |

![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
Θάλασσα, αγορά και ψαρικά για όλους
Η Καλλιθέα είναι στεριανή και θαλασσινή ταυτόχρονα. Δεν τη λες παραθαλάσσια με την τυπική έννοια –κάποτε ήταν, βέβαια– αλλά από το φως και τον αέρα της, νιώθεις ότι η θάλασσα είναι κοντά. Το ψάρι, τα όστρακα και τα αλίπαστα έχουν βρει εδώ τη δική τους θέση, όχι ως «πολυτέλεια», αλλά σαν φαγητό για όλους. Ο Πεζούλας (Πεισίστρατου 11, Τ/210-94.22.684), έχει ίσως την πιο παλιά ιστορία, από τη δεκαετία του ’50. Εκεί πρωτοέφαγα λακέρδα όπως πρέπει –κομμένη σωστά, με λάδι και λεμόνι– και ψαρόσουπα απλή και ουσιαστική. Την τρως και γεμίζει το στόμα σου νοστιμιά, κι όπως λένε οι παλιοί, δεν έχει αλλάξει γεύση από το 1951. Σε ένα καφενείο στη Φιλαρέτου, στον αριθμό 62, που δύσκολα το βρίσκεις αν δεν ξέρεις, μπορείς να φας τηγανητό ψαράκι, μαγειρεμένο από χέρι γυναικείο, με τηγάνι ελαφρύ, σαν αυτά που κάνουν μόνο οι παλιές καλές μαγείρισσες. Στα Άργουρα (Αγησιλάου 89, Τ/217-71.73.200), εκτός από τα ωμά, πάμε για το συκώτι πεσκανδρίτσας. Στην Κακαβιά (Σωκράτους 231, Τ/ 210-94.11.002) για την ομώνυμη σούπα. Και στον Θαλασσινό (Λυσικράτους 32, Τ/ 210-94.04.518), για φρέσκο ψάρι, καλοψημένο και τίμιο.

Στην αγορά της Καλλιθέας, υπάρχουν θησαυροί. Ανάμεσα σε ψαράδικα, ξηροκαρπάδικα και μανάβικα, βρίσκουμε πλέον το Snack Tube (Πλάτωνος 5), που προσφέρει γκουρμέ λιχουδιές, φυσικά κρασιά και κοκτέιλ. Ο Γιάννης Βουγιούκας είναι σεφ και για χρόνια είχε δικά του μαγαζιά. Στο Snack Tube ετοιμάζει κάθε μέρα πιάτα με κρεατικά και θαλασσινά και τα σερβίρει σε χάρτινα μπολάκια: μύδια με σάλτσα ντομάτας, φιλέτο τόνου λιγάκι καψαλισμένο στις άκρες, πικάντικες γαρίδες με σάλτσα harissa. Αλλά έχει και street επιλογές, όπως σάντουιτς με ψωμί που φτιάχνει ένας κοντινός φούρνος, κοτόπουλο και αβοκάντο, φρέσκες πίτες ημέρας και μπεργκεράκια με ανατολίτικα αρώματα. Στο μαγαζί του θα δεις παρέες που θα έβλεπες σε ένα νέο στέκι στο κέντρο, αλλά και υπαλλήλους της αγοράς και κατοίκους της γειτονιάς — στα όρθια, ανάμεσα σε πάγκους, λεκάνες και τσουβάλια. Πιο μέσα, ο Μπαταγιάν (Πλάτωνος 5, Τ/ 210-95.71.934), πουλάει παστουρμά αρμένικο και γλώσσα μοσχαρίσια.

![]() |
![]() |
Τα ζαχαροπλαστεία και οι φούρνοι της καρδιάς μου
Στην Καλλιθέα δεν χρειαζόμασταν ποτέ αφορμή για γλυκό. Μια βόλτα με φίλους, ένα πέρασμα από τη Χαροκόπου ή τη Δαβάκη ήταν αρκετά για να κάνουμε στάση για να γλυκαθούμε. Κάθε γωνία είχε το δικό της αγαπημένο. Τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, αλλά ακόμη και σήμερα ξέρω πού θα βρω τη σωστή σοκολατόπιτα ή την μπουγάτσα που θα είναι όπως παλιά. Το κτίριο που στεγάζει σήμερα το La Maison, το φημισμένο ζαχαροπλαστείο του pastry σεφ Θανάση Τσαγκλιώτη, ήταν παλιά ένα συνοικιακό μαγαζί, ωραίο, με εργαστήριο και γεύσεις ποιοτικές. Από εκεί έπαιρνα τις τούρτες γενεθλίων μου ή τα κεράσματα για τις ονομαστικές γιορτές στο σχολείο που ήταν λίγο πιο κάτω. Σήμερα, το La Maison (Δημοσθένους 149, Τ/ 216-70.06.518) φέρνει στην Καλλιθέα γλυκατζήδες από όλη την Αθήνα και δεν τους αφήνει παραπονεμένους. Τα γλυκά του είναι άπαιχτα. Εγώ αγαπώ τις βουτυράτες φλωρεντίνες, που, τραγανές όσο πρέπει, είναι εθιστικές, ενώ η Black Forest θυμίζει τις εποχές που την παίρναμε σε τούρτα — αφράτη, ντελικάτη και νόστιμη, με γαλατένια, αληθινή σαντιγί.
![]() |
![]() |

![]() |
![]() |
![]() |
![]() |

Πιο κάτω, στα Γλυκά της Αφροδίτης (Ξενοφώντος 92, Τ/210-94.31.370), βρίσκω τις τούρτες και τα γλυκά με τα οποία μεγάλωσα. Εδώ έφαγα μεντοβίκ, το ρωσικό γλυκό με τα στρώματα κρέμας από σμετάνα και μέλι, που στο σπίτι έφτιαχνε πάντα η θεία μου. Εδώ γνώρισα και το νιέζνοστ –που στα ρώσικα σημαίνει «αγνότητα»– ένα μικρό κεκάκι με φρέσκο παντεσπάνι βανίλιας και φρέσκια, ανάλαφρη σαντιγί ανάμεσα. Στο Bon Appétit (Αριστείδου 32, Τ/210-95.71.693) πηγαίναμε πάντα για ένα πράγμα και καλό: τη σοκολατόπιτα — πλούσια, βαριά και φουλ σοκολατένια. Την παίρναμε για το σπίτι, για επισκέψεις και στα πάρτι. Δεν έχει αλλάξει από τότε. Και τον φούρνο του Αποστολίδη (Ηρακλέους 56, Τ/210-95.91.410) τον θυμάμαι από το σχολείο, αλλά εδώ η φάση είναι άλλη. Ένα κρουασάν με μερέντα, σκέτη «γουρουνιά», αλλά τόσο νόστιμη που το μοιράζομαι χωρίς καμιά ντροπή. Η μπουγάτσα του Σαντέ (Λεωφ. Ελ. Βενιζέλου 74, Τ/ 21 0952 0777) έχει την κλασική, βορειοελλαδίτικη υφή, τραγανή και νόστιμη, με κρέμα, με τυρί ή σκέτη. Δεν υπάρχει ξενύχτης στην Καλλιθέα, αλλά και στα πέριξ, που να μην την έχει γευτεί, μιας και το μαγαζί είναι 24ωρο — χωρίς αυτό να το κάνει να χάνει σε γεύση. Οι τυρόπιτες του Μήτσου (Δαβάκη 32Α, Τ/ 210-95.62.619), όπου με πήγαινε η μαμά αφού είχα κάνει το εμβόλιο απέναντι στο ΙΚΑ, είναι κι αυτές πολύ καλές. Και στο πιο νέο Αλεύρων Έργα (Δημοσθένους 45, Τ/211-40.81.501), στη Δημοσθένους, πηγαίνω για τη σπανακόπιτα με το αέρινο χειροποίητο φύλλο, με συνταγή έμπειρης Ηπειρώτισσας μαγείρισσας.
![]() |
![]() |


Όταν θέλω κάτι πιο δροσιστικό, κατευθύνομαι στον Κανάκη (Κρέμου 138, Τ/210-95.75.343). Εδώ έρχομαι για το παλιομοδίτικο και πεντανόστιμο παρφέ, που βγαίνει σε δύο γεύσεις: σοκολάτα και κρέμα. Η κρέμα έχει μεγάλα κομμάτια από μαστιχωτά φρουί γκλασέ (κεράσι) και επίσης μεγάλα κομμάτια από τραγανά, φρεσκοκαβουρδισμένα αμύγδαλα, σε αρκετή ποσότητα. Η γλύκα από την κρέμα εναλλάσσεται με τη γλυκόξινη γεύση των κερασιών και την ξηροκαρπάτη γεύση από τα αμύγδαλα, και δένει τόσο ωραία που δεν θέλεις να τελειώσει. Ο φούρνος Δήμητρα (Γρυπάρη 92, Τ/210-95.65.368), είναι ήσυχος, καθόλου «της μόδας», αλλά έχει κάτι μικρά ταρτάκια χωρίς γέμιση που με γοητεύουν κάθε φορά — ίσως γιατί μου θυμίζουν παλιά γλυκά και γεύσεις του ’90. Στο Κατώι (Μαντζαγριωτάκη 73), το παντοπωλείο με τα κρητικά προϊόντα, θα βρείτε σκαλτσούνια και γραβιέρες. Εγώ πάω για τα πρώτα. Σκασμένη καμιά φορά από τη δουλειά, τα παίρνω και τα τρώω στον δρόμο, μαζί με έναν καφέ στο χέρι. Στο Anatolia Sweets (Γρυπάρη 128), τα πράγματα σοβαρεύουν: εδώ σε περιμένει μπακλαβάς με ωραίο φύλλο και κιουνεφέ ψημένο τη στιγμή που το παραγγέλνεις — τυρί, σιρόπι, τραγανό κανταΐφι. Και είναι και το το Baylan (Σαπφούς 158, Τ/210-95.79.234), το μικρό μαγαζί-εργαστήριο χωμένο σε ένα στενό, από όπου βγαίνουν κάθε μέρα ανατολίτικες λιχουδιές που κάνουν τον δρόμο να μοσχομυρίζει. Εκεί πηγαίνω για τα μπακλαβαδάκια μπουκιές και για το πολίτικο τσουρέκι.


Έτσι όπως γυρνάω από τις γλυκές στάσεις με το μυαλό μου, συνειδητοποιώ ότι, τελικά, το γλυκό στην Καλλιθέα δεν ήταν ποτέ πολυτέλεια. Ήταν κάτι καθημερινό. Μια μικρή στάση μέσα στη μέρα.
Γαστρονομικές γωνιές και μικρά παντοπωλεία
Υπάρχουν σημεία στην Καλλιθέα που δεν φωνάζουν. Δεν έχουν φανταχτερές ταμπέλες, ούτε τα βρίσκεις στα social media. Αλλά αν ψαχτείς λίγο παραπάνω, αν μαγειρεύεις και σε νοιάζει τι τρως, αν θέλεις ιδιαίτερα τυριά, παστά και κρασιά για φίλους, αυτά τα μαγαζιά είναι οι σύμμαχοί σου. Στον Τσακανίκα (Χαροκόπου 67, Τ/ 210-95.91.050), στην Χαροκόπου, θα βρείτε ιδιαίτερα τυριά από μικρούς παραγωγούς από όλη την Ελλάδα, βαρελίσια φέτα Καλαβρύτων, μέσα σε άλμη — βαριά και αληθινή. Όχι σαν τα «λευκά τυριά» του σούπερ μάρκετ: φέτα που τη λιώνεις με το πιρούνι και μυρίζει βουνό. Και μαζί της, ένα από τα πιο νόστιμα ρυζόγαλα της Αθήνας. Στην Αραπάκη 29 υπάρχει ένα εργαστήριο που φτιάχνει φύλλο στο χέρι. Το άνοιγμα γίνεται επί τόπου. Η Μελιγαία (Λεωφ. Ελ. Βενιζέλου 125, Τ/213-02.95.883), παραδοσιακό παντοπωλείο με ρίζες από την Κρήτη, έχει κρασοκούλουρα Σφακίων που τα παίρνεις για το σπίτι, αλλά καταλήγεις να τα τρως στον δρόμο. Στο Gastronom (Λεωφ. Ελ. Βενιζέλου 219, Τ/ 210-95.73.415), θα βρείτε σουλγούνι, το γεωργιανό καπνιστό τυρί που ταιριάζει ιδανικά σε σαλάτες και ψωμιά. Στο Batavia (Γρυπάρη 138, Τ/ 210-95.31.014), θα συναντήσετε του κόσμου τα μπαχαρικά: κόκκινη πάπρικα από Ουγγαρία, τσίλι από την Ινδία, αλλά και καρδάμωμο και μαχλέπι για τα πασχαλινά τσουρέκια. Στην κάβα Cellier (Λεωφ. Συγγρου 320, Τ/ 211-44.44.444) θα πάτε, εκτός από τα κρασιά, και για αποστάγματα — σπάνια, περίεργα, για φίλους που ξέρουν να πίνουν. Η Botilia (Λυκούργου 235, Τ/211-85.08.688) έχει κρασιά ήπιας παρέμβασης από όλη την Ελλάδα. Στο Ale Box (Δοϊράνης 36, Τ/ 210-95.96.201), εκτός από τις μπίρες από ελληνικές μικροζυθοποιίες, θα βρείτε και kit για να φτιάξετε μπίρα στο σπίτι — ή μπορείτε απλώς να την αγοράσετε στο μαγαζί, φτιαγμένη από μικροζυθοποιούς. Στο Made in Brazil (Δημητρακοπούλου 101, Τ/ 694-20.58.657), σας περιμένει κάτι διαφορετικό: βραζιλιάνικα coxinhas (τα γεμιστά τηγανητά πιτάκια με κοτόπουλο) που τα τρως με τα χέρια που δεν έχω βρει πουθενά αλλού. Αυτά τα μαγαζιά μπορεί να τα προσπεράσεις εύκολα, αν δεν τα ξέρεις. Αλλά αν μπεις, θα σε κερδίσουν.

Καφές, brunch και ένα διάστερο μενού degustation
Η Καλλιθέα δεν μένει ποτέ στάσιμη. Κάθε φορά που λες «την ξέρω», ανοίγει ένα καινούργιο μαγαζί — και πάμε πάλι απ’ την αρχή. Στο Warehouse (Πεισίστρατου 4, Τ/210-94.27.722) ο καφές είναι φροντισμένος από το καβούρδισμα μέχρι το σερβίρισμα. Αν πάτε τις ώρες εκτός αιχμής, θα βρείτε ανθρώπους να δουλεύουν ήσυχα στα laptop τους, φοιτητές με σημειώσεις και παρέες που ξεκινούν εκεί τη μέρα τους. Στο Coffix (Δοϊράνης 26, Τ/ 210-95.11.596) θα πάρετε στο χέρι freddo espresso με χαρμάνι που καβουρδίζουν για εκείνους οι Πατρινοί Roastery TDS, και θα σας τον φτιάξουν με ταχύτητα αστραπής. Κι αν βγείτε από τον σταθμό του ΗΣΑΠ και θέλετε κάπου να ξαποστάσετε, υπάρχει πάντα το Αμοργιανό Πέρασμα (Σιβιτανίδου 51, Τ/ 210-95.9.2080), για μια ψημένη ρακή και κυκλαδίτικους μεζέδες. Λίγο πιο κάτω, στο Ζάτοπεκ (Π. Τσαλδάρη, Τ/211-73.51.013), το κομψό book café, θα απολαύσετε σάντουιτς και νόστιμο brunch διαβάζοντας βιβλία. Αν επιθυμήσετε κάτι πιο εκλεπτυσμένο, κλείνετε ένα τραπέζι στο Delta Restaurant με τα δύο αστέρια Mισελέν (Λεωφ. Συγγρού 364, Τ/ 698-66.57.553). Εκεί θα βρεθείτε σε ένα παράλληλο γαστρονομικό σύμπαν: το degustation menu που όσοι το έχουν γευτεί λένε ότι είναι μοναδική εμπειρία.
Πενήντα στάσεις φαίνονται πολλές, αλλά για την Καλλιθέα δεν είναι. Κι αν μεγαλώνεις εδώ, ξέρεις ότι καμία λίστα δεν είναι ποτέ πλήρης. Γιατί η γειτονιά αλλάζει, εξελίσσεται· νέα μαγαζιά ανοίγουν και άλλα κλείνουν, και με μια φυσική ροή τα καινούρια γίνονται παλιά και τα άγνωστα οικεία.
Πηγή: Γαστρονόμος

































