Κάθε πρωί ο Βασιλόδημος Θεοδώρου ανάβει τη φουφού να πάρουν μπρος τα κάρβουνα, βάζει στο τρανζιστοράκι ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, νίβει τα χέρια με ανθόνερο, τραβάει μπρος του την παλιά ζυγαριά του ’20 και ξεκινά. Σφυρίζοντας μελωδικά, μετράει τα υλικά, προετοιμάζει και ψήνει γλυκά στα μπακίρια και στα κάρβουνα, και πλάθει σβέλτα και με δεξιοτεχνία αμυγδαλωτά τεσσάρων λογιών: κατσαρόλας ή τεζέρου, όπως τα λένε ορισμένοι, λευκά ή σκούρα με τη φλούδα του αμυγδάλου, αχλαδάκια, που είναι ωμά, και τραγανά αμυγδαλωτά φούρνου για τους γάμους.
![]() |
![]() |

![]() |
![]() |
Δεκάδες χιλιάδες αμυγδαλωτά έχουν πλάσει ο ίδιος και η ενενηντάχρονη μητέρα του, η κυρία Κατερίνα, στο αιωνόβιο εργαστήρι με τα θαλασσί πορτοπαράθυρα στον Αρτεμώνα. «Αυτά τα χέρια μαρτυρούν τη χειροποίητη δουλειά», μας λέει η κυρία Κατερίνα, ακούραστη εργάτρια, που έμαθε τα αμυγδαλωτά από τον άντρα της, δείχνοντας τα ροζιασμένα χέρια της που είναι ποτισμένα με το άρωμα του ανθόνερου. Το θρυλικό γλυκάκι, αυτό το εργόχειρο λεπτότητας και σιφναίικης φινέτσας, που, ανάλογα με το είδος, το κερνάνε στους γάμους, στα πανηγύρια και στις βαφτίσεις, ζυμώνεται αδιάκοπα από το 1933.

![]() |
![]() |

Η τέχνη του αμυγδαλωτού ήταν και θα είναι συνυφασμένη με τη Σίφνο, όπως άλλωστε και η κεραμική. Αγγειοπλάστης ήταν και ο παππούς του Βασιλόδημου, ο Γεώργιος Θεοδώρου, προτού καταπιαστεί με τα αμυγδαλωτά. «Οραματιστής, άφησε οικογένεια και επάγγελμα, πήγε στη Σύρο το ’30 να μάθει το λουκούμι και τη χαλβαδόπιτα, κι επιστρέφοντας πίσω στο νησί του, το 1933, ίδρυσε ένα από τα πρώτα ζαχαροπλαστεία των Κυκλάδων», διηγείται ο Βασιλόδημος, βαθιά συγκινημένος με την ανάμνηση του παππού του, παραλαμβάνοντας το βραβείο του Γαστρονόμου. Μαζί με τα αμυγδαλωτά, ο Γεώργιος καταπιάστηκε και με άλλα παραδοσιακά γλυκά, όπως τα παστέλια, τους αφράτους κουραμπιέδες αμυγδάλου, τα μπουρέκια, τα υποβρύχια και τις χαλβαδόπιτες, που ακόμα και σήμερα φτιάχνουν με μέλι Σίφνου και αυγά από το κοτέτσι τους. Με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες συνταγές, που πέρασαν από γενιά σε γενιά, φτιάχνεται καθένα από αυτά τα γλυκά, για τα οποία, εκτός από τη συνταγή, μετράει και η πολύχρονη εμπειρία και η κερδισμένη γνώση. «Σήμερα δεν θα φτιάξω παστέλι, γιατί έχει πολλή υγρασία», μου έλεγε στο τηλέφωνο, και μια άλλη μέρα που τον είχα συναντήσει σε ένα σιφναίικο καλοκαιρινό πανηγύρι, «θα σας καληνυχτίσω γιατί πρέπει να κοιμηθώ νωρίς απόψε και να σηκωθώ πριν από το ξημέρωμα, να προλάβω να φτιάξω το υποβρύχιο όσο ακόμη έχει δροσιά».
![]() |
![]() |


Ο Βασιλόδημος, καθ’ όλα υπεύθυνος πλέον για τη μικρή παραγωγή, νιώθει μεγάλη ευθύνη για την επιλογή διαλεχτών πρώτων υλών και εξηγεί ότι μπορεί τα αμύγδαλα να είναι βολιώτικα, αφού η Σίφνος, που κάποτε έβγαζε τόνους, πλέον παράγει ελάχιστα, όμως είναι τα καλύτερα που βρίσκει κανείς στην Ελλάδα. Στο παραδοσιακό κυκλαδίτικο σαλονάκι της εισόδου, που λαμποκοπάει από πάστρα, υποδέχονται κάθε χρόνο εκατοντάδες τουρίστες του νησιού, κι αυτός είναι ο μόνος, και έμμεσος, τρόπος να «εξάγουν» τα γλυκά τους. Τους τιμήσαμε γιατί συνεχίζουν ευλαβικά μια τέχνη παλιά, παράγοντας με δεξιοτεχνία και μεράκι κεράσματα-αληθινά κοσμήματα, που έχουν τη γεύση της ιστορίας του τόπου και συμπυκνώνουν τη γλύκα των Κυκλάδων.
Ζαχαροπλαστείο Θεοδώρου, Αρτεμώνας, Σίφνος, Τ/22840-31.370









