Η Θώμα Παρλίτση, σκυμμένη πάνω στο τραπέζι, ανοίγει τα φύλλα της πίτας ένα ένα με έναν πλάστη-βέργα, μακρύ και λεπτότατο, λίγο παχύτερο από ένα στιλό. Το τραπέζι στήθηκε δίπλα στη μεγάλη μπαλκονόπορτα, για να μπαίνει το λιγοστό φως της συννεφιασμένης ημέρας.
Εξω έχει γυρίσει ένας δυνατός βοριάς, πρώτη φορά μετά από πολλές ημέρες επίμονου υγρού νοτιά, και οι γύρω κορφές του Σμόλικα, η Γομάρα, η Σκούρτζια και ο Γκρεκο-Ρωμιός, κατάφυτες με ρόμπολα αλλά και με μεγάλες γυμνές άπλες από αλπικά λιβάδια, μισοκρύβονται από τα σύννεφα.
Είναι τόσο ψηλά χτισμένη η Σαμαρίνα, που δεν χρειάζεται να σηκώσεις και πολύ ψηλά το κεφάλι για να αντικρίσεις τούτες τις κορφές. Τις κοιτάζεις στα ίσα. Μπορείς να χαζεύεις για ώρες τις πλαγιές του Σμόλικα που αλλάζουν χρώμα κάθε λίγο, μια ολοφώτιστες με τον αστραφτερό ήλιο, μια κατασκότεινες με αδιαχώριστα χρώματα, όταν πέφτει αντάρα και ένα ξαφνικό χιονόνερο.
Ζωντανέψαμε για λίγες ώρες το μεγάλο Βλαχοχώρι της Βόρειας Πίνδου, που αδειάζει κάθε χειμώνα από τους ημινομάδες κατοίκους του, για να μαγειρέψουμε και να μιλήσουμε για πίτες, σκι και… απινιδωτές!
Διαβάστε το οδοιπορικό, της Βιβής Κωνσταντινίδου, και τις συνταγές, στον Γαστρονόμο.

