Σαν σήμερα: 9 Δεκεμβρίου 1953 – Η General Electric ανακοινώνει απολύσεις κομμουνιστών εργαζομένων

Σαν σήμερα: 9 Δεκεμβρίου 1953 – Η General Electric ανακοινώνει απολύσεις κομμουνιστών εργαζομένων

Η κίνηση δεν λειτούργησε απλώς ως εσωτερική πολιτική για το προσωπικό της εταιρείας αλλά ως δημόσια δήλωση πίστης στην αντικομμουνιστική σταυροφορία, ενθαρρύνοντας και άλλες εταιρείες να υιοθετήσουν παρόμοιες πρακτικές

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Στις 9 Δεκεμβρίου 1953, η General Electric ανακοίνωσε επισήμως ότι όλοι οι εργαζόμενοι με κομμουνιστικές πεποιθήσεις ή δραστηριότητες θα απολύονταν από την εταιρεία. Η είδηση δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία· εντασσόταν σε ένα κλίμα διαρκούς φόβου και πολιτικής υστερίας που κυριαρχούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την περίοδο του λεγόμενου Red Scare και της καθοριστικής παρουσίας του γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι.

Ωστόσο, η απόφαση της General Electric είχε ιδιαίτερη σημασία διότι αφορούσε μία από τις μεγαλύτερες και πλέον εμβληματικές βιομηχανίες της χώρας, η οποία απασχολούσε πάνω από 200.000 εργαζόμενους σε κρίσιμους τεχνολογικούς τομείς. Η κίνηση δεν λειτούργησε απλώς ως εσωτερική πολιτική για το προσωπικό της εταιρείας αλλά ως δημόσια δήλωση πίστης στην αντικομμουνιστική σταυροφορία, ενθαρρύνοντας και άλλες εταιρείες να υιοθετήσουν παρόμοιες πρακτικές.

Το κλίμα αυτό δεν προέκυψε αιφνιδιαστικά. Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’40, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε ξεκινήσει μαζικούς ελέγχους νομιμοφροσύνης σε δημόσιους υπαλλήλους, ενώ το FBI διατηρούσε εκτενείς φακέλους για εργαζόμενους σε επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας. Η λογική ήταν απλή και τρομακτικά αποτελεσματική: ο κομμουνισμός δεν ήταν απλώς ιδεολογία, αλλά «εχθρική συνωμοσία», παρούσα παντού, ικανή να υπονομεύσει την αμερικανική οικονομία και άμυνα.

Στο πλαίσιο αυτό, πολλές εταιρείες είχαν ήδη θεσπίσει «όρκους πίστης» και επιτροπές ελέγχου. Η General Electric, όμως, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, ανακοινώνοντας δημοσίως ότι οποιοσδήποτε διατηρούσε κομμουνιστικούς δεσμούς, ανεξαρτήτως δυναμικότητας ή επαγγελματικής πορείας, θα θεωρούνταν αυτομάτως επικίνδυνος και θα έχανε τη δουλειά του.

Η απόφαση αυτή σχετιζόταν επίσης με τις εσωτερικές πιέσεις που δεχόταν η διοίκηση της εταιρείας από το Κογκρέσο, από ομάδες επιχειρηματιών και από τα συνδικάτα. Ενώ πολλά εργατικά σωματεία είχαν ήδη «αποκαθαρθεί» από κομμουνιστικές μειοψηφίες, υποβλήθηκαν σε επιπλέον διεργασίες αυτολογοκρισίας ώστε να αποδείξουν την «εθνική τους αξιοπιστία».

Η General Electric έβλεπε αυτή τη διαδικασία ως αναγκαία προϋπόθεση για να διατηρήσει τις επικερδείς αμυντικές της συμβάσεις, ιδίως κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και του πολέμου της Κορέας. Η ρητορική της εταιρείας δεν δίσταζε να εμφανίζει τον κομμουνισμό ως απευθείας απειλή για τα κέρδη, τις επενδύσεις και την τεχνολογική της υπεροχή.

Σε αυτό το περιβάλλον αναδύθηκε μια φιγούρα που θα καθόριζε σημαντικά την πολιτική αισθητική της εποχής: ο ηθοποιός Ρόναλντ Ρίγκαν. Ο Ρίγκαν, που εκείνη την περίοδο είχε ήδη ενεργή εμπλοκή στο αμερικανικό Σωματείο Ηθοποιών του Κινηματογράφου (Screen Actors Guild), είχε μια σαφή αντικομμουνιστική στάση, εκτιμώντας πως η αμερικανική βιομηχανία του θεάματος κινδύνευε από «αιρετικές ιδέες» και οργανωμένες επιρροές. Δεν ήταν μόνον ιδεολογική η τοποθέτηση· ο Ρίγκαν είχε αναπτύξει βαθιές σχέσεις με το FBI και συμμετείχε σε προσπάθειες αποκλεισμού ή απομόνωσης υποτιθέμενων κομμουνιστών στον χώρο του κινηματογράφου. Η General Electric τον προσέλαβε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ως παρουσιαστή και «πρεσβευτή» της εταιρείας, σε ένα ρόλο που ξεπερνούσε την απλή προώθηση προϊόντων.

Στο “General Electric Theater”, τη δημοφιλέστατη τηλεοπτική εκπομπή της εταιρείας, ο Ρίγκαν δεν παρουσίαζε μόνο τα προϊόντα και την εργασιακή κουλτούρα της General Electric, αποτελούσε παράλληλα και φορέα πολιτικού μηνύματος. Ταξίδευε σε εργοστάσια, μιλούσε σε εργαζόμενους για την ανάγκη συντριβής του κομμουνισμού, για τον αμερικανικό ατομικισμό, για την ανάγκη «να προστατευθεί η ελευθερία από κάθε μορφή κρατισμού». Η συνεργασία του Ρίγκαν με την εταιρεία υπήρξε σχολείο πολιτικής για τον μελλοντικό πρόεδρο και, για πολλούς ιστορικούς, σημείο καμπής στη διαμόρφωση του συντηρητικού κινήματος των δεκαετιών που ακολούθησαν. Ο ίδιος, δεκαετίες αργότερα, θα αναπολούσε αυτή την περίοδο ως την εποχή που «έμαθε να μιλάει με τους Αμερικανούς» και να συνδέει την οικονομική ελευθερία με την πατριωτική ταυτότητα.

Σήμερα, η απόφαση της General Electric να εκκαθαρίσει το προσωπικό της από τα «κομμουνιστικά στοιχεία» μοιάζει ως ένα παράδειγμα υπερβολικής ιδεολογικής επιτήρησης, ωστόσο πρέπει να ιδωθεί μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ο φόβος διαχεόταν σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας. Για χιλιάδες εργαζόμενους, οι απολύσεις, το κοινωνικό στίγμα και η κατάρρευση επαγγελματικών προοπτικών υπήρξαν οδυνηρή πραγματικότητα ενώ η υιοθέτηση της αντικομμουνιστικής γραμμής από τις επιχειρήσεις καλλιέργησε μια κουλτούρα φόβου και αυτολογοκρισίας που επέζησε για δεκαετίες. Αν η πολιτική του Μακάρθι έγινε συνώνυμη με το κυνήγι μαγισσών στο Κογκρέσο, η απόφαση της General Electric συμβόλισε το αντίστοιχο κυνήγι μέσα στους χώρους εργασίας: μια εκστρατεία ελέγχου όχι απλώς των πράξεων, αλλά των πεποιθήσεων.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT