Ολόκληρες οικογένειες κάθονται μπροστά από την τηλεόραση και περιμένουν εναγωνίως την κλήρωση. Ενα μεγάλο γυάλινο δοχείο, γεμάτο με 366 λαχνούς, μπορεί να αλλάξει τη ζωή κάποιου. Ο άνδρας που είναι επιφορτισμένος με την τυχαία επιλογή των αριθμών, κρατάει στα χέρια του τις τύχες κάποιου. Η περιγραφή αυτή θα μπορούσε να αντιστοιχεί στην κλήρωση του τζόκερ. Αναφέρεται, όμως, σε ένα άλλο, πιο μακάβριο λαχείο: την κλήρωση που θα καθόριζε ποιοι νεαροί Αμερικανοί θα επιστρατεύονταν για τον πόλεμο στο μακρινό γι’ αυτούς Βιετνάμ. Η πρώτη από αυτές πραγματοποιήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1969.
Βέβαια, το αμερικανικό Selective Service System είχε χρησιμοποιηθεί ξανά σε προηγούμενους πολέμους, ακόμη και στον Αμερικανικό Εμφύλιο, όμως ποτέ με αυτή τη δημόσια τελετουργία: η κλήρωση του 1969 ήταν η πρώτη που διεξήχθη με τρόπο άμεσο, διαφανή και σε απευθείας τηλεοπτική σύνδεση. Μέχρι τότε, η επιστράτευση λειτουργούσε κατά κανόνα με ένα σύστημα υποχρεωτικής στρατολόγησης (draft conscription), το οποίο θεωρητικά ήταν καθολικό, στην πράξη όμως ήταν βαθιά άνισο. Οι αναβολές για λόγους σπουδών, οι ιατρικές εξαιρέσεις, η ευκολότερη πρόσβαση σε νομική υποστήριξη ή ακόμη και η απλή κοινωνική δικτύωση παρείχαν στα μεσαία και ανώτερα στρώματα της χώρας ένα πλέγμα προστασίας. Οι νέοι από φτωχότερες οικογένειες, οι αγρότες, οι εργάτες, οι Αφροαμερικανοί και οι κάτοικοι της «America in-between» κατέληγαν δυσανάλογα συχνά στο πολεμικό μέτωπο της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Η κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον, η οποία είχε εκλεγεί έναν χρόνο νωρίτερα με υποσχέσεις «έντιμης ειρήνης» (Peace with Honor) και σταδιακής απεμπλοκής, είχε επίγνωση αυτής της κοινωνικής αγανάκτησης. Η κλήρωση παρουσιάστηκε ως μέτρο αποκατάστασης της ισότητας, μια προσπάθεια να καταλαγιάσουν οι εντεινόμενες εσωτερικές πιέσεις και οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις που συγκλόνιζαν πανεπιστημιουπόλεις και πόλεις σε όλη τη χώρα.
Εκείνο το βράδυ, περισσότεροι από 850.000 νέοι ηλικίας 19 έως 26 ετών είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στη μικρή οθόνη, περιμένοντας να δουν αν η ημερομηνία γέννησής τους θα εμφανιζόταν στα πρώτα χαρτάκια που επιλέγονταν από το δοχείο. Oσοι ήταν γεννημένοι τις ημέρες που θα κατατάσσονταν στα πρώτα νούμερα τα οποία θα καλούνταν να καταταγούν, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα λάμβαναν φύλλο κατάταξης μέσα στο 1970.
Η διαδικασία, παρότι είχε σχεδιαστεί ώστε να είναι δίκαιη, δεν άργησε να γίνει αντικείμενο αμφισβήτησης. Οι πρώτες ημερομηνίες που κληρώθηκαν προέρχονταν συχνά από τους πρώτους μήνες του έτους, γεγονός που υποδήλωνε ότι οι κάψουλες με τα χαρτάκια δεν είχαν αναμειχθεί επαρκώς πριν από την έναρξη της κλήρωσης. Είτε επρόκειτο περί τεχνικής αστοχίας είτε όχι, το αποτέλεσμα ενίσχυσε την εντύπωση ότι ακόμη και η τύχη μπορούσε να είναι άδικη σε έναν πόλεμο που ήδη κόστιζε σε ανθρώπινες ζωές και πολιτική συνοχή. Η δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είχε πλέον παγιωθεί, ενώ ταυτόχρονα η κοινωνική πίεση προς τον Λευκό Οίκο μεγάλωσε: η αμερικανική κοινή γνώμη απαιτούσε απαντήσεις, διέξοδο, έναν ορατό ορίζοντα λήξης.
Παρά τις αντιφάσεις της, η πρώτη κλήρωση του 1969 σηματοδότησε μια καμπή. Ο Νίξον συνέχισε την πολιτική της «βιετναμοποίησης» (Vietnamization), επιδιώκοντας τη σταδιακή αντικατάσταση των αμερικανικών δυνάμεων με νοτιοβιετναμέζικες μονάδες, ενώ σταδιακά ξεκίνησε η αποστράτευση. Οι διαδηλώσεις, όμως, όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά κορυφώθηκαν τα επόμενα χρόνια, αποτυπώνοντας την οργή μιας κοινωνίας που βίωνε βαθιές μετατοπίσεις στη στάση της προς την εξουσία, τον πατριωτισμό και τον ρόλο της Αμερικής στον κόσμο. Η κλήρωση δεν ήταν το τέλος της κρίσης, αλλά το σύμπτωμά της: ένα μέτρο που γεννήθηκε από την ανάγκη να νομιμοποιηθεί ένας πόλεμος ολοένα λιγότερο δημοφιλής και περισσότερο διχαστικός.
Η κλήρωση του 1969 δεν ήταν η μοναδική: από το 1969 έως το 1975 πραγματοποιήθηκαν συνολικά 13 κληρώσεις, ετήσιες ή ειδικές, για διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Το 1975 ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ τερμάτισε την υποχρεωτική στράτευση και από τότε οι ΗΠΑ διατηρούν αποκλειστικά εθελοντικό στρατό. Καμία κλήρωση δεν έχει επαναληφθεί εδώ και πενήντα χρόνια, αν και η εγγραφή στο Selective Service System παραμένει υποχρεωτική.
Σήμερα, η κλήρωση της 1ης Δεκεμβρίου 1969 θεωρείται ορόσημο όχι επειδή καθόρισε το μέλλον όσων κληρώθηκαν, αλλά επειδή αποκάλυπτε με τον πιο ωμό τρόπο ότι η Ιστορία δεν γράφεται μόνο σε πρακτικά συναντήσεων και διπλωματικά τηλεγραφήματα, αλλά και σε τυχαίους αριθμούς που μπορούν να αλλάξουν τη ζωή ενός ολόκληρου έθνους.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

