Στις 10 Νοεμβρίου 1958, ο Νεοϋορκέζος έμπορος διαμαντιών Χάρι Ουίνστον παρέδωσε ταχυδρομικώς, μέσα σε ένα απλό καφέ κουτί, ένα από τα διασημότερα πετράδια του κόσμου: το μπλε διαμάντι Χόουπ ή «διαμάντι της Ελπίδας».
Ο Ουίνστον, έχοντας επίγνωση της μυθικής του φήμης, δώρισε το πολύτιμο κόσμημα στο Ιδρυμα Σμιθσόνιαν της Ουάσιγκτον, επιθυμώντας να το καταστήσει εθνικό θησαυρό του αμερικανικού κοινού. Με αυτό το απλό δέμα, που έφτασε μέσω ταχυδρομείου με ασφάλιστρο 145 δολάρια, ξεκινούσε μια νέα ζωή για ένα αντικείμενο που είχε συνδεθεί επί τρεις αιώνες με δόξα, αίμα και δεισιδαιμονία.
Η ιστορία του διαμαντιού Χόουπ αρχίζει τον 17ο αιώνα, στα ορυχεία της Γκολκοντά της Ινδίας, όπου εξορύχθηκε ένας εξαιρετικά μεγάλος μπλε λίθος, γνωστός ως «Μπλε του Ταβερνιέ». Ο Γάλλος έμπορος Ζαν-Μπατίστ Ταβερνιέ τον έφερε στην Ευρώπη γύρω στο 1668 και τον πούλησε στον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ο βασιλικός κοσμηματοπώλης τον έκοψε τότε σε μεγάλο τρίγωνο λίθο, γνωστό ως «Μπλε της Γαλλίας». Στο παλάτι των Βερσαλλιών το διαμάντι έλαμπε ανάμεσα στους θησαυρούς του απόλυτου μονάρχη μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση. Κατά τη διάρκεια της Τρομοκρατίας, το βασιλικό διαμάντι εκλάπη από το Garde-Meuble, την αποθήκη των βασιλικών κοσμημάτων, και εξαφανίστηκε για δύο δεκαετίες.
Οταν επανεμφανίστηκε στο Λονδίνο γύρω στο 1812 –ακριβώς είκοσι χρόνια μετά την κλοπή, όταν πλέον είχε παραγραφεί το έγκλημα–, το «Μπλε της Γαλλίας» είχε κοπεί ξανά, μικρότερο αλλά με ακόμη πιο υποβλητική λάμψη. Νέος ιδιοκτήτης του ήταν ο Λονδρέζος τραπεζίτης Χένρι Φίλιπ Χόουπ, απ’ όπου και πήρε το όνομά του. Η οικογένεια Χόουπ κράτησε το διαμάντι για σχεδόν έναν αιώνα, ενώ γύρω του άρχισε να πλέκεται ο θρύλος μιας υποτιθέμενης κατάρας. Οσοι το κατείχαν, έλεγαν, υπέφεραν από οικονομικές καταστροφές, θανάτους ή προσωπικές τραγωδίες. Από τον Ταβερνιέ, που λεγόταν πως πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά –μια φήμη που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε– μέχρι τη Γαλλίδα πριγκίπισσα Ντε Λαμπάλ, που βρήκε φρικτό θάνατο κατά τη Γαλλική Επανάσταση, και την Αμερικανίδα κληρονόμο Εβελιν Γουόλς ΜακΛίν, που είδε τον γιο της να πεθαίνει νέος, η φήμη της «κατάρας του διαμαντιού Χόουπ» ρίζωσε βαθιά στη λαϊκή φαντασία, ακόμη κι αν η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο πεζή.
Μετά τον θάνατο της Μακίν, το διαμάντι αγοράστηκε από τον Χάρι Ουίνστον το 1949. Ο Ουίνστον, ο οποίος είχε στη συλλογή του μια εντυπωσιακή σειρά πολύτιμων λίθων, το περιέφερε για σχεδόν μια δεκαετία σε μια περιοδεύουσα έκθεση με τίτλο The Court of Jewels, παρουσιάζοντάς το ως σύμβολο φυσικής ομορφιάς και όχι ως καταραμένο αντικείμενο. Η απόφασή του να το δωρίσει στο Σμιθσόνιαν δεν ήταν μόνο μια πράξη γενναιοδωρίας, αλλά και μια χειρονομία που συνέβαλε στη δημιουργία της Εθνικής Συλλογής Πολύτιμων Λίθων του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σήμερα, το διαμάντι Χόουπ εκτίθεται πίσω από αλεξίσφαιρο γυαλί, φωτισμένο ώστε να αποκαλύπτει την απίθανη μπλε λάμψη του· ένα στολίδι 45,52 καρατίων που αλλάζει αποχρώσεις ανάλογα με το φως. Το κοινό το παρατηρεί με δέος, άλλοτε πιστεύοντας στην κατάρα, άλλοτε γοητευμένο από τη διαδρομή του μέσα στον χρόνο. Το βέβαιο είναι πως, από τον βασιλικό θησαυρό του Λουδοβίκου ΙΔ΄ μέχρι το ταχυδρομικό κουτί της Ουάσιγκτον, το διαμάντι Χόουπ υπήρξε πάντοτε κάτι περισσότερο από ένα απλό κόσμημα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

