Η πολιτειακή διαδρομή της Αυστραλίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το βρετανικό αποικιακό παρελθόν της χώρας. Με την ίδρυση της αποικίας της Νέας Νότιας Ουαλίας το 1788, η Αυστραλία εντάχθηκε οριστικά στη σφαίρα επιρροής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ακολούθησε η ίδρυση και άλλων αποικιών, όπως η Βικτώρια, η Νότια Αυστραλία, η Τασμανία, το Κουίνσλαντ και η Δυτική Αυστραλία, οι οποίες απέκτησαν δικούς τους κυβερνήτες και νομοθετικά όργανα.
Στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, εκφράστηκαν τα πρώτα αιτήματα των τοπικών κυβερνητών των αποικιών, για τη συγκρότηση ενός ενιαίου κέντρου λήψης των αποφάσεων στις αποικίες της περιοχής, καθότι έως τότε τον κύριο έλεγχο είχε το υπουργείο Αποικιών στο Λονδίνο. Επειτα από πολυετείς συζητήσεις σχετικά με το θέμα, το 1885 το βρετανικό Κοινοβούλιο ψήφισε τον νόμο για την ίδρυση του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της Αυστραλασίας. Επρεπε, ωστόσο, να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες έως ότου η Αυστραλία καταστεί το 1901 αυτόνομο κράτος, υπαγόμενο στο βρετανικό στέμμα.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι δεσμοί της Αυστραλίας με το Ηνωμένο Βασίλειο χαλάρωσαν σημαντικά. Η συμμετοχή της Αυστραλίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε καταλυτική για τη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής ταυτότητας. Οι Αυστραλοί στρατιώτες, οι οποίοι πολέμησαν υπό βρετανική διοίκηση τόσο στο Δυτικό Μέτωπο όσο και στην Εκστρατεία της Καλλίπολης, άρχισαν να αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως τμήμα ενός ξεχωριστού έθνους από τους Βρετανούς, με δική του ιστορική αποστολή.
Σχεδόν το 55% των ψηφισάντων Αυστραλών καταψήφισε την πρόταση των υποστηρικτών της μετάβασης σε αβασίλευτο καθεστώς
Η ανεξαρτησία της Αυστραλίας κατοχυρώθηκε με την υπογραφή του Καταστατικού του Ουέστμινστερ το 1931, ένα κείμενο το οποίο παρείχε στις αποικίες πλήρη νομοθετική αυτονομία. Η Αυστραλία, βέβαια, επικύρωσε το Καταστατικό μόλις το 1942, εν μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επισήμως, η ανεξαρτησία της Αυστραλίας από το Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποιήθηκε το 1986, όταν με σχετικό νόμο καταργήθηκε η δυνατότητα παρέμβασης του βρετανικού Κοινοβουλίου στις αυστραλιανές υποθέσεις, αποδίδοντας πλήρη κυριαρχία στα τοπικά δικαστήρια και στους θεσμούς της Αυστραλίας. Εκτοτε, καμία πράξη της κυβέρνησης της Αυστραλίας δεν απαιτούσε έγκριση ή επικύρωση από το Λονδίνο. Παρά ταύτα, η μονάρχης του Ηνωμένου Βασιλείου Ελισάβετ Β΄ εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται ως ο πολιτειακός άρχοντας της Αυστραλίας.
Τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να αυξάνονται σε αριθμό οι φωνές, οι οποίες ζητούσαν την επανεξέταση του πολιτεύματος της Αυστραλίας, τη μετάβαση δηλαδή σε μια Αβασίλευτη Δημοκρατία, σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το 1998, οι πολιτικοί ηγέτες της Αυστραλίας αποφάσισαν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το συγκεκριμένο θέμα.
Το δημοψήφισμα διεξήχθη στις 6 Νοεμβρίου 1999. Σχεδόν το 55% των ψηφισάντων Αυστραλών καταψήφισε την πρόταση των υποστηρικτών της μετάβασης σε αβασίλευτο καθεστώς, παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις των προηγούμενων εβδομάδων έδειχναν ότι η πλειονότητα των πολιτών της χώρας επιδοκίμαζε την κατάργηση της μοναρχίας. Καθοριστικό ρόλο στην αποτυχία των υποστηρικτών της Αβασίλευτης Δημοκρατίας διαδραμάτισε η διάσπασή τους σε δύο στρατόπεδα και η απουσία ενός ηγέτη, ο οποίος θα ενοποιούσε τα αιτήματα όλων των φραξιών.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης
