Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το Ισραήλ βρισκόταν σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας του. Επειτα από δεκαετίες συγκρούσεων με τους Παλαιστινίους και τους γείτονες της Μέσης Ανατολής, η χώρα αναζητούσε νέους δρόμους για την ειρήνη, ενώ η κοινωνία βρισκόταν σε κατάσταση έντονης πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης.
Ο πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν, πρώην στρατιωτικός ο οποίος είχε λάβει μέρος σε σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, είχε εξελιχθεί σε ηγέτη που υποστήριζε ενεργά τη διαδικασία ειρήνης. Παρά τις έντονες αντιδράσεις εντός του Ισραήλ, πίστευε ότι η επίτευξη συμβιβασμού με τους Παλαιστινίους ήταν απαραίτητη για τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια και την ευημερία της χώρας.
Η υπογραφή της συμφωνίας του Οσλο το 1993 είχε ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις Ισραήλ – Παλαιστινίων. Η συμφωνία προέβλεπε τη σταδιακή παράδοση τμημάτων της Δυτικής Οχθης και της Λωρίδας της Γάζας στους Παλαιστινίους, με στόχο την αυτονομία τους και την ειρηνική συνύπαρξη. Παρά την αναγνώριση και τον διεθνή έπαινο, η συμφωνία προκάλεσε έντονες αντιδράσεις εντός του Ισραήλ. Πολιτικοί και θρησκευτικοί κύκλοι της Δεξιάς θεωρούσαν τις παραχωρήσεις επικίνδυνες για την ασφάλεια και την ταυτότητα του κράτους, ενώ ακροδεξιοί οργανώνονταν για να ανακόψουν το ειρηνευτικό εγχείρημα. Η κοινωνική πόλωση ήταν εμφανής και οι διαδηλώσεις κατά της συμφωνίας γίνονταν συχνά, με την ένταση να διαπερνά όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής.
Στις 4 Νοεμβρίου 1995, ο Ράμπιν εμφανίστηκε μπροστά σε χιλιάδες πολίτες στην πλατεία Βασιλείς του Ισραήλ, στο Τελ Αβίβ (η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Πλατεία Ράμπιν), για να ενισχύσει τη δημόσια υποστήριξη της συμφωνίας του Οσλο. Η συγκέντρωση ήταν ειρηνική και συμμετείχαν πολίτες από διάφορους πολιτικούς χώρους που πίστευαν στην ειρήνη. Ο Ράμπιν μίλησε με αποφασιστικότητα, καλώντας για ηρεμία και συνεργασία, υπογραμμίζοντας ότι η ειρήνη απαιτεί τόλμη και συλλογική προσπάθεια.
Μόλις ολοκλήρωσε την ομιλία του και κατευθυνόταν προς το αυτοκίνητό του, ο Γιγκάλ Αμίρ, 27χρονος φοιτητής Νομικής ακροδεξιών πεποιθήσεων, άνοιξε πυρ εναντίον του. Οι τρεις σφαίρες τον τραυμάτισαν θανάσιμα, πλήττοντάς τον στον θώρακα. Ο Ράμπιν μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο Ιχιλοβ, όπου υπέκυψε λίγη ώρα αργότερα.
Η δολοφονία προκάλεσε σοκ και θλίψη σε όλο το Ισραήλ και διεθνώς. Χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία, κρατώντας κεριά και τραγουδώντας υπέρ της ειρήνης, απαιτώντας ενότητα και τιμωρία του δράστη. Η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ο Σιμόν Περές, τότε υπουργός Εξωτερικών, ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός, προκειμένου να διασφαλιστούν η πολιτική συνέχεια και η σταθερότητα.
«Εναν χρόνο πριν από τις γενικές εκλογές του Ισραήλ, η δολοφονία του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν, με τις ταλαντεύσεις και ανακατατάξεις που αναμφισβήτητα θα επιφέρει στο πολιτικό σκηνικό, δημιουργεί το ερώτημα εάν η χώρα –και κατά συνέπεια όλες οι πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν να την εκπροσωπήσουν– θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ο δολοφονηθείς έναντι της διεθνούς κοινότητας. Η απουσία του Γιτζάκ Ράμπιν από την ισραηλινή πολιτική μπορεί εκ πρώτης όψεως να συμφέρει τους εχθρούς της ειρηνευτικής διαδικασίας, δεν συνεπάγεται όμως απαραιτήτως και τη διακοπή της», έγραφε η «Καθημερινή» στις 7 Νοεμβρίου.
Αμέσως μετά τη δολοφονία, ο Γιγκάλ Αμίρ συνελήφθη στο σημείο, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης του ομολόγησε την πράξη, δηλώνοντας ότι επενέβη για «πατριωτικούς λόγους» και υποστηρίζοντας ότι οι παραχωρήσεις γης στους Παλαιστινίους ήταν προδοσία. Το 1996 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για φόνο και τρομοκρατική ενέργεια, χωρίς δυνατότητα αναστολής.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

