Η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 5 Οκτωβρίου 1912 σηματοδοτώντας την έναρξη των επιχειρήσεων του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Αμεσος στόχος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ήταν η κατάληψη και η απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Eπειτα από την ολοκλήρωση της επιστράτευσης στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο ελληνικός στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα, στη Στρατιά Θεσσαλίας υπό τη διοίκηση του διαδόχου Κωνσταντίνου και στη Στρατιά Ηπείρου υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη.
Την ίδια ημέρα που η Στρατιά Θεσσαλίας διάβαινε τα ελληνο-οθωμανικά σύνορα με κατεύθυνση προς την Ελασσόνα, στις 5 Οκτωβρίου, Σώματα Προσκόπων αποτελούμενα από περίπου 70 άνδρες αποβιβάστηκαν στη Χαλκιδική, συγκεκριμένα στον Κόλπο της Ιερισσού, και στη συνέχεια προωθήθηκαν προς το εσωτερικό με κατεύθυνση την Αρναία. Στην πορεία τους προς το εσωτερικό της ορεινής Χαλκιδικής τα Σώματα Προσκόπων εκδίωξαν τις ολιγάριθμες οθωμανικές φρουρές και τις δυνάμεις της Χωροφυλακής, εγκαθιστώντας τοπικές Αρχές, οι οποίες αποτελούνταν αποκλειστικά από Eλληνες.
Eως τις 10 Οκτωβρίου οι Eλληνες στρατιώτες κατάφεραν να απελευθερώσουν σχεδόν όλη την περιοχή της Αρναίας. Eπειτα, κατευθύνθηκαν προς το χωριό Ταξιάρχης, όπου και πληροφορήθηκαν ότι είχαν σταλεί από τη Θεσσαλονίκη οθωμανικές δυνάμεις για την αντιμετώπισή τους. Παράλληλα, εναντίον των ελληνικών σωμάτων κινήθηκε και η φρουρά του Πολυγύρου, με την οποία οι Eλληνες Πρόσκοποι συγκρούστηκαν στις 13 Οκτωβρίου. Παρά την άνιση μάχη, καθότι η οθωμανική φρουρά ήταν πολυπληθέστερη, τα Σώματα Προσκόπων υποχρέωσαν τους αντιπάλους τους να συμπτυχθούν στον Πολύγυρο. Στις 23 Οκτωβρίου η οθωμανική φρουρά εγκατέλειψε τον Πολύγυρο, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους Προσκόπους, οι οποίοι απελευθέρωσαν στη συνέχεια τη Γαλάτιστα και τη Γερακαρού.
Μετά την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου, ελήφθησαν μέτρα για την εξασφάλιση της ενδοχώρας της πόλης προς τα ανατολικά. Την 1η Νοεμβρίου, το Τμήμα Στρατιάς της Θεσσαλονίκης ανέθεσε στην VII Μεραρχία να αποστείλει ένα τάγμα για την εξασφάλιση της Χερσονήσου του Aθω. Καθώς, όμως, κατευθυνόταν προς την περιοχή ήδη ένα τάγμα του βουλγαρικού στρατού, δόθηκε εντολή να πλεύσουν προς το Aγιον Oρος κάποια πλοία του ελληνικού στόλου.
Στις 2 Νοεμβρίου το αντιτορπιλικό «Θύελλα» αποβίβασε στο μεγαλύτερο λιμάνι του Oρους, τη Δάφνη, 40 πεζοναύτες, οι οποίοι στη συνέχεια κατέλαβαν την πρωτεύουσα, τις Καρυές. Αργότερα μέσα στη μέρα, κατέπλευσε στην περιοχή η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου, το θωρακισμένο καταδρομικό «Αβέρωφ», συνοδευόμενο από τα αντιτορπιλικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ», τα οποία αποβίβασαν ακόμα 200 πεζοναύτες. Παράλληλα, απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη το ατμόπλοιο «Αιολίς», στο οποίο επέβαιναν οι άνδρες του 20ού Συντάγματος Πεζικού, με κατεύθυνση το Ορος. Λίγο πριν από τα μεσάνυκτα της 2ας προς την 3η Νοεμβρίου, το ατμόπλοιο έφτασε στη Δάφνη.
Οι άνδρες του 20ού Συντάγματος αντικατέστησαν τους πεζοναύτες του Πολεμικού Ναυτικού, αναλαμβάνοντας τον στρατιωτικό έλεγχο του Αγίου Ορους. Στις 3 Νοεμβρίου συνεδρίασαν οι αντιπρόσωποι των Μονών του Αθω, συντάσσοντας την πράξη της κατάλυσης της οθωμανικής κυριαρχίας στη Χερσόνησο. Η Ιερά Κοινότητα απέστειλε την επομένη ευχαριστήριο τηλεγράφημα προς τον Ελληνα πρωθυπουργό για την απελευθέρωση της περιοχής από τον οθωμανικό ζυγό. Το Αγιον Ορος πέρασε επίσημα στην ελληνική επικράτεια με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

