Ανάμεσα στους μεγάλους λογοτέχνες της «Γενιάς του ’30» ξεχωρίζει για το πολυσχιδές έργο του ο Γιώργος Θεοτοκάς, μια προσωπικότητα η οποία συνδύασε τον φιλελεύθερο στοχασμό με τη λογοτεχνική δημιουργία, δίνοντας νέα πνοή στα ελληνικά γράμματα. Υπήρξε από τους πρώτους οι οποίοι διατύπωσαν με σαφήνεια το αίτημα για αναγέννηση της ελληνικής πνευματικής ζωής εκπροσωπώντας μια περισσότερο φιλελεύθερη και κοσμοπολίτικη τάση. Ο ίδιος φρόντισε να αποτυπώσει τις σκέψεις του σε σειρά λογοτεχνικών ειδών, όπως μυθιστορήματα, ημερολόγια, δοκίμια και θεατρικά έργα.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου 1905 στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένειά του είλκυε την καταγωγή της από τη Χίο, όπως και πολλές οικογένειες Κωνσταντινουπολιτών. Ο πατέρας του ήταν νομικός, ενώ η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια Χιωτών εμπόρων. Ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης, βιώνοντας τις δραματικές εξελίξεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην οθωμανική πρωτεύουσα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, η οικογένειά του εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Στην Αθήνα, ο Θεοτοκάς εγγράφηκε στη Νομική Σχολή και μετά την αποφοίτησή του το 1926 συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι και το Λονδίνο. Καθοριστική για τη διαμόρφωση της σκέψης του υπήρξε η διαμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου ήρθε σε επαφή με τα μεγάλα πνευματικά ρεύματα της ευρωπαϊκής σκέψης του Μεσοπολέμου. Αφότου επέστρεψε στην Αθήνα, δημοσίευσε το 1929 το δοκίμιο Ελεύθερο Πνεύμα, με το οποίο γνωστοποίησε την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα. Επρόκειτο για ένα αρκετά ριζοσπαστικό για την εποχή δοκίμιο, στο οποίο ο Θεοτοκάς άσκησε κριτική στη μιμητική στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη Δύση, καλώντας τους Ελληνες δημιουργούς να διαμορφώσουν μια αυτόνομη πορεία στα γράμματα.
Το 1933 δημοσίευσε το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ, του κατά γενική ομολογία κορυφαίου έργου του. Στην Αργώ αποτυπώνει με ρεαλισμό τις ανησυχίες, τα όνειρα και τις απογοητεύσεις της γενιάς που ανδρώθηκε μέσα στον Μεσοπόλεμο. Μέσα στο έργο γίνεται σαφής η μετριοπάθεια του λόγου του και η διάθεσή του να παίρνει αποστάσεις από τις ακρότητες της εποχής του.
Μετά το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Θεοτοκάς εκδήλωσε την επιθυμία, όπως και πολλοί λογοτέχνες της γενιάς του, να συμμετάσχουν στην πολεμική προσπάθεια της χώρας. Η στράτευσή του πέρασε από πολλά στάδια, καθότι αρχικά δεν έγινε δεκτό το αίτημά του για κατάταξη. Οπως επιβεβαιώνει ο ίδιος στα Τετράδια ημερολογίου του, στα τέλη Φεβρουαρίου του 1941 τοποθετήθηκε στον 12ο λόχο του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας για να εκπαιδευτεί στους όλμους. Ωστόσο, ουδέποτε έφτασε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, καθότι μέσα στον Απρίλιο του 1941, μετά την είσοδο της Γερμανίας στον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας, κατέρρευσε η ελληνική άμυνα.
Μετά τον πόλεμο, ο Θεοτοκάς διετέλεσε για δύο θητείες διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, στη διάρκεια των οποίων εργάστηκε για την ανανέωση του ρεπερτορίου του και την προώθηση ελληνικών έργων. Μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας του, ταξίδεψε σχεδόν σε όλον τον κόσμο, πραγματοποιώντας επισκέψεις από τον Λίβανο, το Ιράν και την Αίγυπτο έως τη Σοβιετική Ενωση, τη Ρουμανία και τις ΗΠΑ. Παράλληλα, εργάστηκε τόσο για την αναμόρφωση της παιδείας στην Ελλάδα στο πλευρό του Ευάγγελου Παπανούτσου όσο και για την οργάνωση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Ο Θεοτοκάς έφυγε από τη ζωή στις 30 Οκτωβρίου 1966. Το τελευταίο διάστημα της ζωής του αντιμετώπιζε προβλήματα με το ήπαρ, όπου οι γιατροί είχαν διαγνώσει καρκίνο. Ο θάνατός του προκάλεσε βαθιά συγκίνηση στον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής, ο οποίος αναγνώρισε τη μεγάλη συνεισφορά του στα ελληνικά γράμματα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

