Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε το δραματικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της ελληνικής παρουσίας στην Ανατολία έπειτα από χιλιάδες χρόνια. Τα πολιτικά πάθη στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα οξυμμένα και η εξέλιξη των γεγονότων που ακολούθησαν ήταν ραγδαία. Ο Κωνσταντίνος Α΄ αναγκάστηκε να παραιτηθεί για δεύτερη φορά από τον θρόνο, αυτή τη φορά οριστικά, ενώ οι ηγέτες του αντιβενιζελικού χώρου συνελήφθησαν ως υπαίτιοι για την ήττα, δικάστηκαν από έκτακτο στρατοδικείο και στις 15/28 Νοεμβρίου ορισμένοι από αυτούς εκτελέστηκαν. Σχεδόν δύο μήνες αργότερα, στις 11/24 Ιανουαρίου 1923, ο Κωνσταντίνος Α΄ άφησε την τελευταία του πνοή στο Παλέρμο, όπου είχε μεταβεί μετά την αποχώρησή του από την Ελλάδα.
Παρά το γεγονός ότι μετά την εκτέλεση των Έξι κατέστη εμφανής η στρατιωτική επικράτηση του βενιζελισμού στο εσωτερικό της χώρας, προέκυψαν δύο σημαντικές εξελίξεις στις τάξεις του συγκεκριμένου χώρου. Αφενός, παρατηρήθηκε η σταδιακή χειραφέτηση των βενιζελικών στρατιωτικών από την πολιτική ηγεσία. Αφετέρου, εντός του 1923 η βενιζελική παράταξη διασπάστηκε σε μικρότερα κόμματα, στα οποία κυριαρχούσαν προσωπικότητες με διαφορετικές αντιλήψεις για την πολιτική που όφειλε να ακολουθεί το Κόμμα Φιλελευθέρων σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως ήταν το πολιτειακό.
Επειτα από την εκτέλεση των ηγετικών στελεχών του, ο αντιβενιζελικός χώρος βρέθηκε εν πολλοίς ακέφαλος. Αρχικά, το κενό αυτό επιχείρησε να καλύψει ο Ιωάννης Μεταξάς με το Κόμμα Ελευθεροφρόνων, τον οποίο δεν βάρυνε κάποια ευθύνη για την Καταστροφή, καθότι είχε διαχωρίσει από πολύ νωρίς τη θέση του από την πολιτική του Δημητρίου Γούναρη. Το ενδεχόμενο μιας εκλογικής νίκης των αντιβενιζελικών υπό τον Μεταξά ανησύχησε τη βενιζελική ηγεσία της «Επανάστασης» του 1922.
Τον Σεπτέμβριο του 1923 δημοσιεύτηκε ο νέος εκλογικός νόμος, με τον οποίο θα πραγματοποιούνταν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές. Επρόκειτο για το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα της «στενοευρείας», το οποίο είχε καταρτίσει ο υπουργός Εσωτερικών Γεώργιος Παπανδρέου και προέβλεπε διαφορετικό σύστημα για την Παλαιά Ελλάδα και τις Νέες Χώρες, διαχωρίζοντας από τους κύριους εκλογικούς καταλόγους τις θρησκευτικές μειονότητες. Το συγκεκριμένο σύστημα ευνοούσε κατά κόρον τους βενιζελικούς, στερώντας από τον αντιβενιζελισμό πολύτιμες συμμαχίες.
Λίγες ημέρες μετά την προκήρυξη των εκλογών, τη νύχτα της 21ης-22ας Οκτωβρίου 1923, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα υπό την ηγεσία των βενιζελικών υποστράτηγων Γεωργίου Λεοναρδόπουλου και Παναγιώτη Γαργαλίδη, καθώς και του βασιλόφρονα συνταγματάρχη Γεωργίου Ζήρα. Η σύνθεση τόσο της ηγεσίας του κινήματος όσο και των αξιωματικών οι οποίοι συμμετείχαν ήταν ανομοιογενής. Ο Γρηγόριος Δαφνής αναφέρει στο κλασικό έργο του για τον Μεσοπόλεμο, με τίτλο: Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων, 1923-1940, ότι ορισμένες από τις αιτίες για την εκδήλωση του κινήματος αφορούσαν τη δυσαρέσκεια των αξιωματικών, ιδιαίτερα των κατώτερων, για την τροπή που είχε λάβει η «Επανάσταση» του 1922, την προώθηση μόνον των βενιζελικών αξιωματικών και τη δημιουργία φατριών εντός του στρατεύματος.
Αρχικά, οι στασιαστές δημοσίευσαν την προκήρυξη του κινήματός τους σε τρεις εφημερίδες του αντιβενιζελικού χώρου, ανάμεσά τους και η «Καθημερινή». Σε πρώτη φάση, η «Αντεπανάσταση» των Λεοναρδόπουλου, Γαργαλίδη και Ζήρα επικράτησε στην ηπειρωτική Ελλάδα, με εξαίρεση τις μεγάλες πόλεις, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και τα Ιωάννινα. Σύντομα, όμως, το κίνημα κατεστάλη, μολονότι η ηγεσία της «Επανάστασης» του 1922 αιφνιδιάστηκε από την εκδήλωσή του.
Στις 27 Οκτωβρίου η ηγεσία του κινήματος παραδόθηκε. Ακολούθησαν στρατοδικεία τόσο κατά της ηγεσίας του κινήματος όσο και κατά πολλών αξιωματικών, οι οποίοι συμμετείχαν στη συνωμοσία. Παρότι απαγγέλθηκαν θανατικές καταδίκες, οι εκτελέσεις δεν πραγματοποιήθηκαν. Ωστόσο, έλαβε χώρα μεγάλη εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων από τους συμμετέχοντες αξιωματικούς. Ανάμεσα στους αποστρατευθέντες αξιωματικούς του 1923 ήταν και αντισυνταγματάρχης Ιππικού Αλέξανδρος Παπάγος.
Eπιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

