Η Ρίτα Κάρμεν Κανσίνο, όπως είναι το πραγματικό όνομα της Ρίτα Χέιγουορθ, γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1918 στη Νέα Υόρκη. Hταν κόρη του ισπανικής καταγωγής χορευτή Εδουάρδο Κανσίνο και της Βόλγα Χέιγουορθ, και εμφανιζόταν πολλές φορές ήδη από την παιδική της ηλικία στο νυχτερινό μαγαζί που διατηρούσαν οι γονείς της. Στην εφηβεία της τράβηξε την προσοχή ενός παραγωγού του Χόλιγουντ, και στα μέσα της δεκαετίας του 1930 άρχισε να εμφανίζεται σε ταινίες ως Ρίτα Κανσίνο.
Με τη συμβουλή του πρώτου συζύγου και μάνατζέρ της, Eντουαρντ Τζάντσον, άλλαξε το επίθετό της σε Χέιγουορθ και έβαψε τα μαλλιά της καστανόξανθα. Σταδιακά καταξιώθηκε ως ηθοποιός και με παρτενέρ τον Φρεντ Αστέρ αποκάλυψε τις χορευτικές της ικανότητες στις ταινίες You’ll Never Get Rich (Ποτέ δεν θα πλουτίσεις) του 1941 και You Were Never Lovelier (Στον ίλιγγο του χορού) του 1942. Το 1944, στο μιούζικαλ Cover Girl (Σαν τα παραμύθια), δίπλα στον Τζιν Κέλι, η νεαρή ηθοποιός θα καθιερωνόταν ανάμεσα στα κορυφαία αστέρια της εποχής. Η εικόνα της την είχε άλλωστε αναδείξει σε αγαπημένο μοντέλο pin-up με μεγάλη απήχηση στους Αμερικανούς στρατιώτες.
Η ταινία, ωστόσο, που έμελλε να εκτοξεύσει τη φήμη της ήταν η τολμηρή και ιδιόμορφη, για την εποχή της, Gilda (Τζίλντα) του 1946, με την οποία η Χέιγουορθ παρουσιάστηκε στο κοινό ως η κατεξοχήν «γυναίκα του νουάρ»: ένα κακοποιημένο θύμα και ταυτόχρονα μια γυναίκα-πειρασμός. Δύο χρόνια αργότερα, πρωταγωνίστησε σε ένα ακόμη κλασικό φιλμ νουάρ, το The Lady from Shanghai (Η κυρία από τη Σαγκάη). Σε σκηνοθεσία του τότε συζύγου της, Oρσον Γουέλς, η συγκεκριμένη είναι ίσως η πιο περίπλοκη ταινία του είδους. Η ερμηνεία της Χέιγουορθ ως κυνικής ξελογιάστρας είναι μια από τις πιο αξιοσημείωτες της καριέρας της. Αυτή την εποχή η διάσημη ηθοποιός θα αποκτούσε έναν τίτλο που θα την ακολουθούσε –προς μεγάλη δυσαρέσκειά της– για όλη της τη ζωή˙ το περιοδικό Life την αποκάλεσε «Θεά του Ερωτα».
Από τον κινηματογράφο απουσίασε κατά τη διάρκεια του σύντομου γάμου της, από το 1949 έως το 1951, με τον πρίγκιπα Αλι Χαν, γιο του Αγά Χαν Γ΄, 48ου ιμάμη των ισμαηλιτών μουσουλμάνων, με τον οποίο απόκτησε την κόρη της Τζάσμιν. Αν και αρκετές από τις δραματικές της ερμηνείες σε ταινίες της δεκαετίας του 1950 είναι από τις πιο δημοφιλείς –από το Affair in Trinidad (Μια νύχτα στο Τρίνινταντ) του 1952 και τη Salome (Ο χορός της Σαλώμης) του 1953, μέχρι το Separate Tables (Χωριστά Τραπέζια) του 1958 και το They Came to Cordura (Οι Γενναίοι της Κορντούρα) του 1959–, η Χέιγουορθ είχε αρχίσει να απογοητεύεται ολοένα και περισσότερο με το επάγγελμα της ηθοποιού. Αυτό το αίσθημα σε συνδυασμό με έναν ακόμη αποτυχημένο γάμο, προκάλεσε μια σταδιακή αποστασιοποίησή της. Στη δεκαετία του 1960 οι κινηματογραφικές εμφανίσεις της ήταν σποραδικές, με την τελευταία της κινηματογραφική παρουσία να λαμβάνει χώρα το 1972.
Την ίδια περίοδο, η Χέιγουορθ προσπάθησε να ξεκινήσει μια δεύτερη καριέρα στο Μπρόντγουεϊ. Η προσπάθεια αυτή, όμως, δεν ευδοκίμησε, καθώς αδυνατούσε να θυμηθεί τα λόγια της. Στην πραγματικότητα, είχε ήδη εμφανίσει τα πρώτα στάδια της νόσου Αλτσχάιμερ. Η διάγνωση θα ερχόταν επίσημα αρκετά αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η δημοσιότητα που έλαβε η νόσησή της συνέβαλε τόσο στην αύξηση της ευαισθητοποίησης της αμερικανικής κοινωνίας για την ασθένεια, όσο και στην επίτευξη ομοσπονδιακής χρηματοδότησης για τη σχετική με τη νόσο έρευνα. Η Ρίτα Χέιγουορθ έφυγε από τη ζωή σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, στις 14 Μαΐου 1987, σε ηλικία 68 ετών.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

