Στις 14 Οκτωβρίου 1982, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ρόναλντ Ρίγκαν ανακοίνωσε επίσημα την έναρξη του λεγόμενου «Πολέμου κατά των Ναρκωτικών», εγκαινιάζοντας μια πολιτική που θα σφράγιζε για δεκαετίες το αμερικανικό ποινικό και κοινωνικό σύστημα.
Μιλώντας από το υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Ρίγκαν περιέγραψε τη μάστιγα των ναρκωτικών ως «εχθρό της κοινωνίας» και δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνησή του θα έδινε μια «ολοκληρωτική μάχη» για την εξάλειψή της. Η διακήρυξη αυτή δεν ήταν απλώς ρητορική: εγκαινίαζε μια νέα περίοδο θεσμικών παρεμβάσεων και αυστηρότατης νομοθεσίας που θα επηρέαζαν βαθιά την αμερικανική κοινωνία, ιδίως τα φτωχότερα στρώματα και τις φυλετικές μειονότητες.
Η ρητορική του «πολέμου» κατά των ναρκωτικών είχε εισαχθεί ήδη από τον Ρίτσαρντ Νίξον το 1971, όμως ήταν ο Ρίγκαν που της προσέδωσε νέα ένταση, πολιτικό βάθος και θεσμικό περιεχόμενο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η ταχεία αύξηση της διακίνησης κοκαΐνης και η εμφάνιση του ιδιαίτερα εθιστικού και φθηνού παράγωγού της, του «κρακ», προκάλεσαν έντονη ανησυχία στην αμερικανική κοινή γνώμη και είχαν ευρεία κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης. Οι εικόνες από γειτονιές της Νέας Υόρκης και του Λος Αντζελες οι οποίες μαστίζονταν από το κρακ ενίσχυσαν την αίσθηση μιας εθνικής κρίσης. Ο Ρίγκαν αξιοποίησε το κλίμα αυτό για να προωθήσει μια στρατηγική αυστηρής καταστολής, παρουσιάζοντας τα ναρκωτικά όχι ως κοινωνικό ζήτημα, αλλά ως απειλή για την εσωτερική ασφάλεια και την «ηθική ισορροπία» της χώρας.
Η νέα πολιτική συνοδεύτηκε από ενίσχυση της αστυνομικής παρουσίας, αύξηση των κονδυλίων για τις υπηρεσίες δίωξης και στενή συνεργασία των ομοσπονδιακών φορέων. Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών (DEA), η ακτοφυλακή, ο στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες ανέλαβαν κοινές επιχειρήσεις εντοπισμού και εξάρθρωσης κυκλωμάτων, ενώ συγκροτήθηκαν ειδικές ομάδες δίωξης με έδρα τη Φλόριντα, το Τέξας και την Καλιφόρνια, τις κύριες πύλες εισόδου των ναρκωτικών από τη Λατινική Αμερική. Παράλληλα, θεσπίστηκαν νέες ρυθμίσεις για την επιβολή αυστηρότερων ποινών, με τη λογική των υποχρεωτικών ελαχίστων ποινών (mandatory minimums), οι οποίες περιόριζαν την ευχέρεια των δικαστών και οδηγούσαν σε μαζικές φυλακίσεις, ακόμη και για αδικήματα κατοχής μικρών ποσοτήτων.
Η επιχείρηση αυτή είχε και σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο. Ο «Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών» αποτέλεσε τμήμα της ευρύτερης συντηρητικής αντεπίθεσης της δεκαετίας του 1980, η οποία προωθούσε το τρίπτυχο νόμος-τάξη-οικογένεια ως θεμέλιο της κοινωνικής σταθερότητας. Η Νάνσι Ρίγκαν, πρώτη κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών, πρωτοστάτησε στην καμπάνια “Just Say No” (Απλώς Πες Οχι), η οποία στόχευε κυρίως σε μαθητές και εφήβους. Παρά την απήχησή της, η πρωτοβουλία αυτή επικρίθηκε ως απλουστευτική και αποκομμένη από την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς παρέβλεπε τις βαθύτερες αιτίες της εξάρτησης και της φτώχειας, ενώ η πολιτική του Ρίγκαν στηριζόταν κυρίως στην τιμωρία και στην αστυνομική επιτήρηση.
Οι επιπτώσεις υπήρξαν βαθιές και αντιφατικές. Ο αριθμός των κρατουμένων για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικά εκτοξεύθηκε από περίπου 40.000 το 1980 σε πάνω από 400.000 στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Οι φυλακές γέμισαν δυσανάλογα με Αφροαμερικανούς και Λατινοαμερικανούς, καθώς η νομοθεσία για το κρακ προέβλεπε ποινές έως και εκατό φορές αυστηρότερες από εκείνες για την κατοχή της ίδιας ποσότητας κοκαΐνης σε σκόνη, η χρήση της οποίας συνδεόταν περισσότερο με εύπορους λευκούς Αμερικανούς. Η κοινωνική αυτή ανισότητα στη μεταχείριση των χρηστών και των μικροδιακινητών οδήγησε σε έντονες επικρίσεις, ενώ πολλές μελέτες στη συνέχεια έδειξαν ότι οι πολιτικές αυτές απέτυχαν να περιορίσουν τη χρήση ναρκωτικών, ενώ παράλληλα συνέβαλαν καθοριστικά στην εκτίναξη του ποσοστού φυλάκισης στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο «Πόλεμος κατά των Ναρκωτικών» έγινε μόνιμο στοιχείο του αμερικανικού πολιτικού λεξιλογίου, καθόρισε την ποινική πολιτική των επόμενων προεδριών, από τον Τζορτζ Μπους έως τον Μπιλ Κλίντον, και διαμόρφωσε μια κουλτούρα αστυνόμευσης και φόβου που εξακολουθεί να απασχολεί τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι σήμερα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

