Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο για την ιστορία του χριστιανισμού. Σε μια περίοδο έντονων δογματικών ζυμώσεων και πολιτικών ανακατατάξεων, όπως ήταν ο 5ος αιώνας, η Σύνοδος όρισε με ακρίβεια το 451 την ορθή κατανόηση του μυστηρίου της ενανθρώπησης, προσφέροντας στην Εκκλησία ένα κείμενο πίστεως (Ορος της Χαλκηδόνας), το οποίο παραμένει έως και σήμερα στο επίκεντρο της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.
Από τον 4ο αιώνα η Εκκλησία βρισκόταν σε έντονες δογματικές ζυμώσεις. Το 325 πραγματοποιήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, η οποία καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου διατυπώνοντας την ομοουσιότητα του Υιού με τον Πατέρα. Σχεδόν εξήντα έτη αργότερα, το 381, πραγματοποιήθηκε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, η οποία συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως, κυρίως όσον αφορά τον προσδιορισμό της υπόστασης του Αγίου Πνεύματος.
Το 431 διεξήχθη στην Εφεσο η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Η Σύνοδος επικεντρώθηκε κυρίως στη χριστολογική διδασκαλία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος αμφισβητούσε τον τίτλο της Θεοτόκου για τη μητέρα του Ιησού Μαρία, υποστηρίζοντας ότι «υπό ανθρώπου δε Θεόν τεχθήναι αδύνατον». Για ακόμη μία φορά, στην Εφεσο επιβεβαιώθηκε μία από τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης, ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, ομοούσιος με τον Πατέρα κατά τη Θεότητα και με τους ανθρώπους κατά την ανθρώπινη φύση. Παράλληλα, ομόφωνα οι σύνεδροι αποφάσισαν ότι ο όρος «Θεοτόκος» δεν αποτελεί καινοφανή διδασκαλία.
Παρά το γεγονός ότι τα πορίσματα των τριών πρώτων Οικουμενικών Συνόδων ήταν ξεκάθαρα ως προς τη χάραξη του χριστιανικού δόγματος, εξακολουθούσαν να έχουν μεγάλη απήχηση εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι διδασκαλίες τόσο του Νεστόριου όσο και του Ευτύχιου, ο οποίος υποστήριζε ότι η θεία φύση του Χριστού υπερείχε της ανθρώπινης (μονοφυσιτισμός). Επιθυμώντας να επιλύσει οριστικά το ζήτημα των αιρέσεων, ο αυτοκράτορας Μαρκιανός, έχοντας την υποστήριξη της, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, ευσεβούς συζύγου του Πουλχερίας, έλαβε την πρωτοβουλία να συγκαλέσει νέα Οικουμενική Σύνοδο, το φθινόπωρο του 451 στη Χαλκηδόνα. Στη Σύνοδο, οι εργασίες της οποίες ξεκίνησαν στις 8 Οκτωβρίου, συμμετείχαν περισσότεροι από 500 επίσκοποι, αριθμός πρωτοφανής για την εποχή.
Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας χαρακτήρισε άκυρη τη Σύνοδο της Εφέσου του 449 και στη συνέχεια διατύπωσε τον «Ορο», με τον οποίο απέρριψε οποιαδήποτε ερμηνεία της φύσης του Χριστού με βάση τις διδασκαλίες του Νεστόριου και του Ευτύχιου. Συγκεκριμένα, όρισε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος και ότι οι δύο φύσεις του συνυπάρχουν «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» σε ένα πρόσωπο και μία υπόσταση. Ωστόσο, οι αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνας δεν έγιναν αποδεκτές από όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες, δημιουργώντας ένα ρήγμα στην ενότητα του χριστιανικού κόσμου, το οποίο τους επόμενους αιώνες έλαβε και πολιτικές διαστάσεις.
Εκτός από τα δογματικά θέματα, η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος ρύθμισε και ορισμένα εκκλησιαστικά ζητήματα. Το κυριότερο από αυτά ήταν η απονομή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως των ίσων πρεσβειών τιμής και προνομίων με εκείνα που αποδίδονταν στον Πάπα της Ρώμης.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

