Ο Ζαν-Αλεξάντρ Πατού γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1887 στο Παρίσι. Ο πατέρας του ήταν βυρσοδέψης για πολυτελή δερμάτινα είδη και η μητέρα του νοικοκυρά. Στην αρχή εκπαιδεύτηκε πάνω στη γούνα, αλλά σύντομα θα τον κέρδιζε η μόδα. Το «Σαλόν Ζαν Πατού» άνοιξε στο Παρίσι το 1914. Ωστόσο, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον ανάγκασε να θέσει τα σχέδιά του σε παύση, αφού κατετάγη στον στρατό.
Υστερα από την αποστράτευσή του κι έχοντας εν τω μεταξύ ανακαλύψει τις ομορφιές της Ανατολής και των Βαλκανίων, άνοιξε ξανά το μαγαζί του ως μια οικογενειακή επιχείρηση, σε συνεργασία με τους γονείς του, την αδερφή του και τον σύζυγό της.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου και κατάφερε να καταξιωθεί στον χώρο. Συν τω χρόνω, ο Πατού είχε μετατραπεί σε μια κοσμική φιγούρα, πληθώρα δε άρθρων στον αμερικανικό Τύπο τον χαρακτήριζαν ως «τον πιο κομψό άνδρα στην Ευρώπη». Μάλιστα, ο ίδιος οργάνωνε βραδινές επιδείξεις μόδας, οι οποίες μερικές φορές διαρκούσαν μέχρι νωρίς το πρωί.
Για πολλούς, ο Πατού ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε πάντα να προπορεύεται˙ ίσως από εδώ προκύπτει και η αγάπη του για την ταχύτητα – ο ίδιος οδηγούσε αγωνιστικά αυτοκίνητα αλλά και ταχύπλοα στην ανοιχτή θάλασσα. Το ίδιο πρωτοπόρος και καινοτόμος ήταν και στη μόδα.
Η δεκαετία του 1920 αποτέλεσε μια καμπή για τις γυναίκες, οι οποίες ήρθαν σε «ρήξη» με αρκετά από τα μέχρι τότε πρότυπα. Ο Πατού υπήρξε από τους σχεδιαστές που παρακολούθησε -αλλά και διαμόρφωσε- τη νέα τάση. Σχεδίασε φορέματα για να φοριούνται χωρίς κορσέ. Τα άνετα αυτά φορέματα και τα ταγιέρ του έγιναν γρήγορα δεκτά από τις δραστήριες γυναίκες της εποχής. Δεν παρέμεινε όμως εκεί. Εφηύρε τα αθλητικά ρούχα, καθιστώντας την πρωταθλήτρια του τένις, Σουζάν Λενγκλέν, την πρώτη του μούσα. Συνεργάστηκε, μάλιστα, και με τη γαλλική υφαντουργική εταιρεία Μπιαντσίνι-Φεριέ για την παραγωγή νέων υφασμάτων για τη συγκεκριμένη κατηγορία. Στην πραγματικότητα, παρουσίασε έναν εντελώς νέο τρόπο να βιώνει κανείς τα ρούχα του, και ταυτόχρονα έδωσε νέο νόημα στην ιδέα της αναψυχής και της χαλάρωσης. Αυτό που επιθυμούσε να νιώθει κανείς όταν φορούσε τα ρούχα του ήταν το αίσθημα της ελευθερίας.
Το 1925 ήταν μια ιδιαίτερα επιτυχημένη χρονιά για εκείνον, με αποτέλεσμα να ανοίξει ένα κατάστημα στο Μόντε Κάρλο, στο οποίο άλλωστε βρισκόταν συχνά χάρη στο καζίνο του. Σύντομα σε όλα τα σημαντικά παραθαλάσσια θέρετρα της Γαλλίας –από τις Κάννες και την Μπιαρίτζ μέχρι την Ντοβίλ–, ο Πατού πουλούσε μπουρνούζια και μαγιό κατά παραγγελία, πάνω στα οποία ήταν σημειωμένα τα αρχικά του: «JP». Ο Πατού είναι αυτός που «εφηύρε» το μονόγραμμα πάνω στα ρούχα˙ ακόμα ένα δείγμα της πρωτοποριακής σκέψης του. Μετά το Κραχ του 1929, ο οίκος δέχθηκε σημαντικό πλήγμα. Ωστόσο, το «Joy», δημιουργία του Πατού και το πιο ακριβό άρωμα που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή, είναι αυτό που βοήθησε τελικά στην επιβίωσή του.
Ο Ζαν Πατού πέθανε τον Μάρτιο του 1936, σε ηλικία μόλις 48 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο αφήνοντας στον κόσμο στης μόδας μια σημαντική παρακαταθήκη. Επικεφαλής του οίκου του, στη συνέχεια τέθηκαν σημαντικές προσωπικότητες. Μεταξύ αυτών και ο Καρλ Λάγκερφελντ, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής σχεδιαστής του οίκου από το 1958 μέχρι και το 1963.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

