Στις 23 Σεπτεμβρίου 1965 έληξε μία από τις πιο σύντομες αλλά ταυτόχρονα αιματηρές συγκρούσεις στη Νότια Ασία, ο Δεύτερος Ινδο-Πακιστανικός Πόλεμος, γνωστός και ως Δεύτερος Πόλεμος του Κασμίρ. Η σύγκρουση αυτή είχε ξεκινήσει τον Αύγουστο και αποτέλεσε συνέχεια των μακροχρόνιων εντάσεων για τον έλεγχο του Κασμίρ, είχε στρατηγική και πολιτική σημασία και επηρέασε επί δεκαετίες τις σχέσεις Ινδίας και Πακιστάν.
Η αφετηρία της σύγκρουσης ήταν η Επιχείρηση Γκραντ Σλαμ, η στρατιωτική προσπάθεια του Πακιστάν στο μέτωπο Τσχαμπ-Αχνούρ του Κασμίρ. Στόχος των πακιστανικών δυνάμεων ήταν η κατάληψη κρίσιμων διαβάσεων και η απομόνωση των ινδικών στρατευμάτων στην περιοχή, επιδιώκοντας την αλλαγή της στρατηγικής ισορροπίας υπέρ του Πακιστάν. Παράλληλα, παραστρατιωτικές μονάδες και σαμποτέρ δραστηριοποιήθηκαν για να υπονομεύσουν την ινδική αντίσταση και να προωθήσουν την επιχείρηση. Η απόπειρα αυτή αντιμετώπισε άμεση και σφοδρή αντίδραση από την Ινδία, η οποία κινητοποίησε στρατιωτικές δυνάμεις σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα.
Οι μάχες επεκτάθηκαν ταχύτατα στο Κασμίρ, στο Παντζάμπ και το Ρατζαστάν. Στο Κασμίρ, το πεδίο των συγκρούσεων επικεντρώθηκε γύρω από στρατηγικές διαβάσεις και υψώματα, τα οποία ήταν κρίσιμα για την επικοινωνία και τον εφοδιασμό των στρατευμάτων. Στο Παντζάμπ, οι συγκρούσεις επικεντρώθηκαν γύρω από πόλεις όπως το Σιαλκότ και το Αμρίτσαρ, με τη Μάχη του Ασαλ Ουτάρ να ξεχωρίζει για την ευρεία χρήση αρμάτων μάχης και την αποτελεσματική αντίσταση των ινδικών δυνάμεων. Στην ίδια περιοχή, η Μάχη του Τσαβίντα αποτέλεσε σημείο αιχμής, καθώς οι πακιστανικές δυνάμεις συγκράτησαν την ινδική προέλαση και προκάλεσαν βαριές απώλειες και στις δύο πλευρές. Στο Ρατζαστάν, οι συγκρούσεις ήταν μικρότερης κλίμακας, με ανταλλαγές πυρών γύρω από μικρές πόλεις όπως το Κεμκαράνγκ, αλλά συνέβαλαν στον έλεγχο ορισμένων στρατηγικών διαβάσεων προς το σύνορο με το Πακιστάν.
Η σύγκρουση του 1965 ανέδειξε τη σημασία των στρατηγικών τοποθεσιών και την ικανότητα των δύο στρατών να κινητοποιούνται γρήγορα σε πολλαπλά μέτωπα. Η χρήση αεροπορικών μέσων ήταν εκτεταμένη: η Ινδία χρησιμοποίησε περίπου 120 μαχητικά αεροσκάφη, ενώ το Πακιστάν περίπου 80, με αερομαχίες πάνω από το Παντζάμπ και το Κασμίρ να καθορίζουν την αεροπορική υπεροχή στην περιοχή. Επιπλέον, οι επικοινωνίες και τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα έγιναν στόχος στρατιωτικών σαμποτάζ και βομβαρδισμών, ενώ η στρατηγική χρήση αρμάτων και μηχανοκίνητων μονάδων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ταχύτητα των επιθέσεων.
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθούσε με ανησυχία την κλιμάκωση, φοβούμενη γενικευμένη σύρραξη. Η πίεση προς την Ινδία και το Πακιστάν οδήγησε σε κατάπαυση πυρός στις 23 Σεπτεμβρίου, επαναφέροντας τα προπολεμικά σύνορα και επιτρέποντας την ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Η διπλωματική παρέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης κατέληξε στην υπογραφή της Διακήρυξης της Τασκένδης, η οποία τερμάτισε επισήμως τη σύγκρουση, αλλά άφησε ανοιχτό το ζήτημα του Κασμίρ. Σημαντικό στοιχείο ήταν ότι οι δυνάμεις και των δύο πλευρών αποσύρθηκαν μερικώς από κατεχόμενες περιοχές, ενώ οι στρατηγικές θέσεις γύρω από το Τσχαμπ-Αχνούρ και το Σιαλκότ παρέμειναν υπό στενή παρακολούθηση, καθιστώντας σαφές ότι η ένταση και η επιφυλακή δεν είχαν μειωθεί.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

