Χάρη στο Risorgimento, το κίνημα του 19ου αιώνα, που είχε ως σκοπό την ενοποίηση της Ιταλίας, το αντίστοιχο βασίλειο ανακηρύχτηκε ως κράτος στις 17 Μαρτίου 1861, χωρίς όμως ακόμα να έχει ενσωματώσει το σύνολο των ιταλικών περιοχών – μεταξύ αυτών που δεν ενσωματώθηκαν ήταν και η Ρώμη. Δέκα μέρες αργότερα, το νέο κοινοβούλιο συνεδρίασε στο Τορίνο και ανακήρυξε τη Ρώμη πρωτεύουσα. Ωστόσο, η ιταλική κυβέρνηση δεν μπορούσε να προχωρήσει στην εγκατάστασή της στην Αιώνια Πόλη, καθώς βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Πάπα Πίου Θ΄ και της γαλλικής φρουράς που παρέμενε στη Ρώμη κατ’ εντολήν του Ναπολέοντα Γ΄.
Οταν όμως ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Πρωσίας, το καλοκαίρι του 1870, και τα γαλλικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, το βασίλειο της Ιταλίας αξιοποίησε στο έπακρο την ευκαιρία. Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ έστειλε στρατό περίπου 60.000 ανδρών κοντά στα σύνορα του κράτους του με τα παπικά εδάφη. Για να αποφύγει την επίθεση εναντίον τους, στις 2 Σεπτεμβρίου, παρουσίασε με απεσταλμένο του στον Πάπα μια πρόταση, με την οποία εκείνος θα διατηρούσε, ανάμεσα σε άλλα, το απαραβίαστο και τα προνόμιά του˙ ωστόσο, η πρόταση απορρίφθηκε. Την επομένη, τα ιταλικά στρατεύματα εισήλθαν στα παπικά εδάφη έχοντας ως στόχο την κατάληψη της Ρώμης.
Στις 19 Σεπτεμβρίου, ο ιταλικός στρατός είχε πλέον φτάσει στα Αυρηλιανά Τείχη, ξεκινώντας την πολιορκία της Ρώμης. Ο Πάπας δεν επιθυμούσε την παράδοση αν δεν καθίστατο σαφές ότι η κατάληψη επιτεύχθηκε με βία. Ετσι λοιπόν, το απόγευμα της 20ής Σεπτεμβρίου, το ιταλικό πυροβολικό άρχισε να βομβαρδίζει τα τείχη της πόλης. Υστερα από λίγες ώρες, ο ιταλικός στρατός παραβίασε τα Αυρηλιανά Τείχη κοντά στην Πόρτα Πία και εισέβαλε στη Ρώμη.
Πολύ σύντομα, παρουσιάστηκε και υπογράφηκε η Πράξη Συνθηκολόγησης, με την οποία όλη η Ρώμη, εκτός από τη Λεοντίνο Πόλη –το τμήμα το οποίο περικλειόταν από τα τείχη που είχε κτίσει ο Λέων Δ΄ τον 9ο αιώνα για την προστασία του Βατικανού– τέθηκε υπό τον έλεγχο του Βασιλικού Ιταλικού Στρατού. Στο πλαίσιο των όρων παράδοσης, ο Παπικός Στρατός διαλύθηκε. Στον Πάπα επετράπη να διατηρήσει μόνο ορισμένες μονάδες για τη φρουρά του. Ουσιαστικά, είχε τεθεί τέλος στην κοσμική εξουσία του.
Για τη νομιμοποίηση της προσάρτησης της Ρώμης, ο Ιταλός πρωθυπουργός διεξήγαγε δημοψήφισμα στην πόλη στις 2 Οκτωβρίου 1870, στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων ψήφισε υπέρ της ένωσης με την Ιταλία. Στις 9 Οκτωβρίου, βασιλικό διάταγμα επιβεβαίωσε την ενσωμάτωση της Ρώμης και της περιοχής του Λατίου στο Βασίλειο της Ιταλίας.
Ο Πίος Θ΄ καταδίκασε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και την 1η Νοεμβρίου εξέδωσε εγκύκλιο, με την οποία κήρυττε μαζικό αφορισμό των εισβολέων, συμπεριλαμβανομένου του Βίκτωρα Εμμανουήλ Β΄. Ωστόσο, στις 13 Μαΐου 1871, το ιταλικό κοινοβούλιο ψήφισε τον Νόμο των Εγγυήσεων, παραχωρώντας στον Πάπα εκτεταμένα προνόμια, όπως ανεξαρτησία στις εξωτερικές υποθέσεις και ετήσια επιχορήγηση από την ιταλική κυβέρνηση.
Σύντομα φάνηκε πως η διεθνής κοινότητα –και οι καθολικές χώρες– αποδεχόταν με ικανοποίηση τις αποφάσεις αυτές. Ο ίδιος ο Πάπας, ωστόσο, φαίνεται πως δεν συμμεριζόταν την ίδια άποψη, καθώς αποκαλούσε τον εαυτό του «κρατούμενο στο Βατικανό». Οι σχέσεις μεταξύ Βατικανού και Ιταλίας θα παρέμεναν τεταμένες για περίπου 60 χρόνια.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

