Στις 21 Φεβρουαρίου 1985, μια ακόμη επίθεση της τρομοκρατικής οργάνωσης Ε.Ο. 17Ν αφήνει ένα νεκρό και έναν πολυτραυματία που χάνει τη ζωή του λίγες μέρες αργότερα. Το θύμα είναι ο Νίκος Μομφεράτος και ο θανάσιμα τραυματισμένος ο οδηγός του, Παναγιώτης Ρουσέτης.
Ο Νίκος Μομφεράτος (1924-1985) υπήρξε ο εκδότης της εφημερίδας «Απογευματινή», τραπεζίτης, αλλά κυρίως στενός φίλος και συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στο σύντομο βιογραφικό του διακρίνεται ότι μεταξύ των ετών 1959-1963 διετέλεσε οικονομικός σύμβουλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Από το 1960 έως το 1963 υπήρξε υποδιοικητής της Αγροτικής Τράπεζας, ενώ το 1973 διετέλεσε υπουργός Βιομηχανίας στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Αργότερα, και κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ασχολήθηκε με τα ΜΜΕ. Αρχικά συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Ακρόπολη», ενώ αργότερα ανέλαβε την έκδοση της εφημερίδας «Απογευματινή».
Στο κέντρο της Αθήνας
Ο τρόπος της δολοφονίας του ακολούθησε την πάγια τακτική της τρομοκρατικής οργάνωσης. Τη συγκεκριμένη ημερομηνία ο Μομφεράτος με τον οδηγό του αναχώρησε από το κτίριο της εφημερίδας με σκοπό να επιστρέψει στο σπίτι του που βρισκόταν στο Κολωνάκι. Πλησιάζοντας στη γωνία Βουκουρεστίου και Τσακάλωφ, τέσσερα άτομα που βρίσκονταν στη συγκεκριμένη περιοχή τον εκτέλεσαν και τραυμάτισαν θανάσιμα τον οδηγό του. Οι εκτελεστές, που γνώριζαν τη συνήθη διαδρομή που ακολουθούσε όταν επέστρεφε από την εφημερίδα, είχαν προετοιμαστεί, ως συνήθως, με στόχο την επιτυχία της δολοφονικής επίθεσης. Ο Μομφεράτος πεθαίνει από τα τραύματα που του προκάλεσαν οι πυροβολισμοί στην καρδιά, ενώ ο τραυματίας Ρουσέτης καταλήγει λίγες μέρες αργότερα στο νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί. Κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες δίνουν ασαφείς περιγραφές για «καλοντυμένους εκτελεστές», αλλά οι δράστες εξαφανίζονται στους γύρω δρόμους, όπως έκαναν πάντα κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας δράσης τους.
Ακολουθώντας τη συνήθη τακτική της, η Ε.Ο. 17Ν στέλνει την προκήρυξη ανάληψης ευθύνης. Σε αυτήν, χαρακτηριστικά αναφέρει: «Η “Απογευματινή” είναι γνωστή στο πανελλήνιο για τις ιδιαίτερες επιδόσεις της στην προσπάθεια συστηματικής αποβλάκωσης και αποχαύνωσης των πιο καθυστερημένων τμημάτων του λαού, προβάλλοντας τα διάφορα αισθηματικά σκάνδαλα, τις ημίγυμνες, καλλιεργώντας τα πιο χυδαία και χαμηλά ένστικτά του. Εκδότης και κύριος μέτοχος της “Απογευματινής”, ο φασίστας Μομφεράτος της χούντας, που έγινε ιδιοκτήτης της “Α” με χρήματα της CIA…».
Ο Μομφεράτος πεθαίνει επιτόπου από πλήγμα στην καρδιά, ενώ ο πολυτραυματίας οδηγός του, Παναγιώτης Ρουσέτης, καταλήγει λίγες μέρες αργότερα στο νοσοκομείο.
Η Ε.Ο. 17Ν εμφανίστηκε ως αυτόκλητος θεματοφύλακας του ελληνικού ήθους και ως τιμωρός αποφάσισε ότι η επιλογή του συγκεκριμένου στόχου ενέπιπτε στους «ανήθικους» τους οποίους όφειλε να «καταδικάσει» εις θάνατον. Με τη συγκεκριμένη επιλογή εκπαίδευε και τον ανίδεο πολίτη για την «ηθική» διάσταση της επιλογής της. Η προκήρυξη είχε και μια «επιμορφωτική» παράμετρο, στην οποία η οργάνωση παρουσίαζε αυτό που θεωρούσε ως «ποιοτική» εξήγηση (αιτιολόγηση) των δολοφονιών της.
Χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια και μετά τον τραυματισμό του Σάββα Ξηρού, με την εν μέρει εξάρθρωση της οργάνωσης, ο Χριστόδουλος Ξηρός κατέθεσε με λεπτομέρειες τον τρόπο της δολοφονίας. Χαρακτηριστικά ανέφερε: «Στην επίθεση αυτή πήραμε μέρος εγώ ως οδηγός μοτοσικλέτας μάρκας Honda και επιβάτη τον Λουκά (Δημήτρης Κουφοντίνας), ακόμη ο Νικήτας (Παύλος Σερίφης) ως οδηγός της άλλης μοτοσικλέτας τύπου “βέσπα” και με συνεπιβάτη τον Αλέκο (Πάτροκλος Τσελέντης). Ο Λάμπρος (Αλέξανδρος Γιωτόπουλος) είχε τον ρόλο για την ειδοποίηση όταν ο στόχος πλησίαζε. Ο Λουκάς μάς εφοδίαζε με οπλισμό, γάντια κ.λπ. και πυροβόλησαν εναντίον του Μομφεράτου και του οδηγού του ο Αλέκος και ο Λουκάς με 45άρια πιστόλια. Στη συνέχεια επιβιβαστήκαμε στις μοτοσικλέτες και απομακρυνθήκαμε εγκαταλείποντας τις κλεμμένες μοτοσικλέτες στην περιοχή Νεάπολη Εξαρχείων και στη συνέχεια επιβιβαστήκαμε σε κλεμμένο Ι.Χ. αυτοκίνητο μάρκας FIAT, το οποίο και αυτό εγκαταλείψαμε σε κάποιο στενό πλησίον του ζαχαροπλαστείου “Σόνια” της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Τον οπλισμό και σ’ αυτήν την επίθεση τον μάζεψε ο Λουκάς».

Απόλυτη άγνοια στην Αστυνομία
Τη δεκαετία του 1980 που η Ε.Ο. 17Ν «μεσουρανούσε», η άγνοια των κρατικών αρχών που επιδίδονταν στην εύρεση και εξάρθρωση της οργάνωσης υπήρξε επική. Τα σενάρια, οι υποθέσεις, οι απόψεις, οι αστοχίες ή οι ένθεν κακείθεν κατηγορίες αναδείκνυαν την απόλυτη άγνοια για το ποιόν των μελών της οργάνωσης. Τα σενάρια των αστυνομικών αρχών συχνά ανέφεραν ότι η Ε.Ο. 17Ν συνδεόταν με αντίστοιχες οργανώσεις που δρούσαν εντός άλλων χωρών της Ευρώπης: τη μια φορά είχε σχέσεις με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigatte Rosse) της Ιταλίας, την άλλη με τη Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF) της Γερμανίας ή ακόμη και ότι είχαν οργανικές σχέσεις με το επονομαζόμενο «ανατολικό μπλοκ». Με το διπολικό σύστημα στο απόγειό του, η «αριστερή φρασεολογία» των προκηρύξεων ενέτασσε «αυτοδίκαια» την οργάνωση σε εύκολους μύθους συνωμοσιολογικού χαρακτήρα, δικαιολογώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εμφανή ανικανότητα των Αρχών.
Αλλά ούτε και τα ΜΜΕ που κάλυπταν τις τρομοκρατικές επιθέσεις της εποχής είχαν αποφύγει τις τετριμμένες επαναλήψεις. Υπό μία έννοια, είχαν «μυθοποιήσει» μια τρομοκρατική οργάνωση και χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για να γίνει ευρέως εμφανής η ποιοτική σύστασή της, μέσω της διαδικασίας της απόλυτης απομυθοποίησής της.

Η νοοτροπία της τρομοκρατικής οργάνωσης 17Ν
Η Ε.Ο. 17Ν αυτοπροσδιορίστηκε ιδεολογικά τοποθετούμενη στην «Αριστερά», δικαιολογώντας τις επιλογές των στόχων της ως επαναστατικές πράξεις. Εχει παρατηρηθεί και καταγραφεί επιστημονικά ότι σε κράτη με «βεβαρημένο» παρελθόν και κυρίως με ιστορικό δικτατορικών καθεστώτων, η εμφάνιση και δράση αυτού του τύπου των οργανώσεων υπήρξε μια ιστορική πραγματικότητα. Ακόμη περισσότερο όταν η πολιτική κάθαρση (βλ. εκκαθάριση κρατικού μηχανισμού) δεν ακολούθησε το τέλος των στρατιωτικών δικτατοριών.
Η επιλογή του Μομφεράτου ως στόχου τής εν λόγω οργάνωσης εντάσσεται στο ανωτέρω σκεπτικό της πολιτικής κάθαρσης εκ μέρους αυτών που χρίστηκαν μόνοι τους ως τιμωροί. Υπό αυτήν την έννοια, οι δολοφονίες της δεν έχουν μόνο συμβολικό χαρακτήρα αλλά και εκδικητικό. Ο θανάσιμος τραυματισμός του οδηγού, ο οποίος κατέληξε λίγο αργότερα, δεν φάνηκε να τους ενόχλησε ή έστω δεν τον θεώρησαν καν αθώο θύμα. Επισημαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της δίκης της Ε.Ο. 17Ν, όταν τα μέλη της ερωτήθηκαν ως κατηγορούμενοι από τους συγγενείς των θυμάτων, δεν έδωσαν απάντηση, θεωρώντας τις πράξεις τους επανάσταση κατά του κράτους, των θεσμών, των λειτουργών αλλά και όσων θεωρούσαν «εχθρούς». Κατά συνέπεια, ο Νίκος Μομφεράτος και ο οδηγός του Παναγιώτης Ρουσέτης θεωρήθηκαν από την Ε.Ο. 17Ν «ως εχθροί του λαού», τους οποίους είχε το «ηθικό δικαίωμα» αλλά και την «πολιτική υποχρέωση» να δολοφονήσει προκειμένου να απαλλάξει τον λαό από την παρουσία τους.
Συχνά η συγκεκριμένη οργάνωση διατύπωνε τις απόψεις για την εθνική ή για τη διεθνή πολιτική, αλλά ακόμη και για την ύπαρξη ή μη της τρομοκρατίας και τι κατά τη γνώμη της αυτή συνιστούσε. Ταυτόχρονα παρείχε ειδικότερες πληροφορίες για τους στόχους της και την επιλογή των θυμάτων της. Χρόνια αργότερα έγιναν γνωστά τα άτομα, οι σκέψεις και οι απόψεις τους, τα οποία άφησαν πολλά ερωτήματα για την καθαρότητα ή μη μιας ακροαριστερής οργάνωσης, όπως επιθυμούσε να την αποκαλούν.
Ενδεικτικά, η Ε.Ο. 17Ν αναφέρει: «Η ένοπλη λοιπόν δράση της 17Ν όχι μόνο είναι θεμιτή και νόμιμη, αλλά είναι και η μόνη ηθική πολιτική δράση που μας επιτρέπει αυτό το ανθρωποκτόνο και βάρβαρο καθεστώς. Είναι η υψηλότερη αλλά και η μόνη πραγματική εκδήλωση ουμανισμού που μας επιτρέπει αυτή η κοινωνία, είναι η μόνη πολιτική δραστηριότητα που πηγάζει και βασίζεται στις προαιώνιες ανθρώπινες αξίες και κύρια στο αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου στην εργασία, στο αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου να ζει μια ανθρώπινη ζωή, χωρίς να σακατεύεται, χωρίς να δολοφονείται, χωρίς να δηλητηριάζεται καθημερινά από το νέφος, χωρίς να οδηγείται μέσω της ανεργίας στον αργό θάνατο με τα ναρκωτικά και τη μιζέρια». Η ανωτέρω κατάθεση που έγινε μέσω προκήρυξης το 1989 αποτελεί τμήμα των απόψεων μέσω των οποίων η οργάνωση αυτοπαρουσιαζόταν ως φέρουσα «υψηλό ήθος». Κατ’ αυτόν τον τρόπο «κατακτούσε» το δικαίωμα να δολοφονεί όποιον δεν ανταποκρινόταν στα κριτήριά της. Ο Νίκος Μομφεράτος και ο οδηγός του Παναγιώτης Ρουσέτης, κατά την άποψη των μελών της οργάνωσης, δεν κάλυπταν αυτά τα κριτήρια.
Η κ. Μαίρη Μπόση είναι ομότιμη καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

