Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1666, το Λονδίνο γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία του. Εκείνη την εποχή, η πόλη αριθμούσε περίπου 350.000 κατοίκους –ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης–, και τα κτίριά της ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, καλυμμένο με πίσσα, ενώ η στέγη τους ήταν από άχυρο.
Τα εύφλεκτα αυτά υλικά, σε συνδυασμό με το ότι δεν υπήρχε ουσιαστικά πολεοδομικός σχεδιασμός και το ένα κτίριο βρισκόταν δίπλα στο άλλο, πολλές φορές με τους τοίχους τους να εφάπτονται, έκανε την κατάσταση ιδιαίτερα επικίνδυνη. Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς τις αποθήκες και τις αυλές οι οποίες ήταν γεμάτες από σανό και άχυρο για τα πολυάριθμα ζώα που επίσης υπήρχαν στην πόλη, τότε αντιλαμβάνεται ότι το να ξεσπάσει μια καταστροφική πυρκαγιά ήταν μάλλον ζήτημα χρόνου.
Οι συνθήκες στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1666 ήταν οι ιδανικές για κάτι τέτοιο. Είχε προηγηθεί ένα μακρύ, ξηρό καλοκαίρι, με αποτέλεσμα η πόλη να υποφέρει, αφού το νερό είχε γίνει σπάνιο αγαθό, και τα ξύλινα σπίτια να έχουν γίνει ακόμα πιο εύφλεκτα. Η μεγάλη πυρκαγιά του Λονδίνου ξέσπασε το πρωί της Κυριακής 2 Σεπτεμβρίου στο αρτοποιείο του Thomas Farriner στην Pudding Lane, ένα μικρό στενό κοντά στη Γέφυρα του Λονδίνου. Στην αρχή, δεν υπήρξε μεγάλη ανησυχία, καθώς τέτοιου είδους συμβάντα ήταν τότε συχνά. Ωστόσο, η φωτιά εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς, λόγω του ισχυρού ανατολικού ανέμου που επικρατούσε. Από την Pudding Lane κινήθηκε προς το Fish Hill και στη συνέχεια προς τον ποταμό Τάμεση, όπου επεκτάθηκε σε αποθήκες γεμάτες με εύφλεκτα προϊόντα, όπως πετρέλαιο και λίπος.
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Σάμιουελ Πέπις, γραμματέα του Βασιλικού Ναυτικού, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της μεγάλης πυρκαγιάς, έγινε πρόταση στον βασιλιά να κατεδαφιστούν τα κτίρια που είχαν παραδοθεί στις φλόγες, καθώς πολλοί πίστευαν ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η φωτιά. Πράγματι, ο δήμαρχος της πόλης έλαβε την εντολή να τα κατεδαφίσει, χωρίς όμως να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια, στην προσπάθεια κατάσβεσης συνέδραμε και το Ναυτικό. Ο αρχηγός του και ο γραμματέας συμφώνησαν ότι έπρεπε να ανατιναχτούν τα σπίτια που βρίσκονταν στην πορεία της φωτιάς, με την ελπίδα ότι έτσι θα δημιουργούνταν ένας κενός χώρος που θα ανέστειλε την εξάπλωσή της. Το αίτημα αυτό εκτελέστηκε, με αποτέλεσμα η φωτιά να έχει τεθεί υπό έλεγχο μέχρι την Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου και την επομένη να έχει στην ουσία κατασβηστεί, με ορισμένες μικρές μόνο εστίες να συνεχίζουν να υπάρχουν για λίγες ακόμα μέρες.
Οι καταστροφικές συνέπειες της μεγάλης πυρκαγιάς του Λονδίνου ήταν τεράστιες και το οικονομικό κόστος μεγάλο – υπολογίζεται στα 10 εκατομμύρια λίρες. Εκτός από την απώλεια ζωών, είχαν καταστραφεί περισσότερα από 13 χιλιάδες σπίτια, 87 ενοριακές εκκλησίες, το χρηματιστήριο, το δημαρχείο καθώς και ο μεσαιωνικός Καθεδρικός Ναός του Αγίου Παύλου. Η πόλη έπρεπε ουσιαστικά να ανοικοδομηθεί σχεδόν πλήρως.
Σε πρώτη φάση ανεγέρθηκαν προσωρινά κτίρια, τα οποία όμως δεν ήταν καλά εξοπλισμένα, με αποτέλεσμα να εξαπλώνονται εύκολα οι ασθένειες και πολλοί άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του σκληρού χειμώνα που ακολούθησε.
Τελικά, η ανοικοδόμηση του Λονδίνου διήρκεσε συνολικά πάνω από 30 χρόνια, ενώ, μεταξύ των ετών 1671 και 1677, στο σημείο από όπου ξεκίνησε η μεγάλη πυρκαγιά χτίστηκε ένα μνημείο ύψους 60 μέτρων.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

