Ο Ισπανός στρατιωτικός Ιγνάτιο Λογιόλα ίδρυσε το Τάγμα των Ιησουιτών (ή Εταιρεία του Ιησού) ύστερα από μια θρησκευτική μεταστροφή την οποία βίωσε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ανάρρωσης από έναν τραυματισμό σε μάχη που έγινε το 1521.
Υστερα από μια περίοδο έντονης προσευχής, έγραψε τις Πνευματικές Ασκήσεις, έναν οδηγό για το πώς κάποιος θα μπορούσε να μεταστρέψει την καρδιά και το πνεύμα του, ώστε να ακολουθεί πιστά τις θείες επιταγές. Πέντε χρόνια μετά την ίδρυση του τάγματος, ο Ιγνάτιος συνέταξε το πρώτο περίγραμμα της οργάνωσής του, ενώ στις 27 Σεπτεμβρίου 1540 ο Πάπας Παύλος Γ΄ ενέκρινε με παπική βούλα το τάγμα και τη δράση του.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Εταιρεία αντιμετώπισε μια σημαντική διαμάχη στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκε ο Ιταλός Ιησουίτης Ματέο Ρίτσι, που εργάστηκε ως ιεραπόστολος στην Κίνα στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα. Υστερα από δεκαετίες έρευνας πάνω στη βουδιστική και κομφουκιανική σκέψη, είχε προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να προχωρήσει στη σύνδεση της ρωμαιοκαθολικής κατανόησης του χριστιανισμού με τις βαθύτερες πνευματικές αντιλήψεις της κινεζικής θρησκευτικής παράδοσης. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν να κερδίσει πολλούς υποστηρικτές των απόψεών του στην Κίνα. Ταυτόχρονα όμως, στη Δύση γεννήθηκε η υποψία ότι η ιδιαιτερότητα του χριστιανισμού είχε τεθεί σε κίνδυνο.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, οι κινεζικές πρακτικές της λατρείας των προγόνων και η κομφουκιανική αφοσίωση θεωρήθηκαν από τους επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ασύμβατες με τη χριστιανική λατρεία και διδασκαλία. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η εντονότερη δυσαρέσκεια εναντίον των Ιησουιτών. Η δυσαρέσκεια αυτή ενισχύθηκε έτι περαιτέρω από την υπεράσπιση που παρείχαν οι Ιησουίτες στους αυτόχθονες πληθυσμούς σε ορισμένα μέρη της Αμερικής ενάντια στις καταχρήσεις που διαπράττονταν από Ισπανούς και Πορτογάλους αποικιοκράτες. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι αν και ορισμένοι Ιησουίτες δρούσαν πράγματι εναντίον της δουλείας, ως προστάτες και υποστηρικτές των αυτόχθονων πληθυσμών, σε άλλες περιπτώσεις -όπως στη Μαρτινίκα της Καραϊβικής- το τάγμα στεκόταν ευνοϊκά προς αυτήν.
Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι προκαλούσε δυσαρέσκεια στους Ευρωπαίους. Το πορτογαλικό στέμμα απέλασε τους Ιησουίτες το 1759, η Γαλλία τους έθεσε σε παρανομία το 1764 και η Ισπανία και το Βασίλειο των Δύο Σικελιών έλαβαν επίσης κατασταλτικά μέτρα το 1767. Το μεγαλύτερο πλήγμα κατά της Εταιρείας ήρθε όταν ο Πάπας Κλήμης ΙΔ΄ εξέδωσε εντολή κατάργησης του τάγματος το 1773. Μαζί με την κατάργηση ήρθαν και το κλείσιμο πολλών ιησουιτικών σχολείων, νοσοκομείων και ιεραποστολών σε όλο τον κόσμο, καθώς και η κατάσχεση ή η ολοκληρωτική καταστροφή αποστολικών έργων και κειμένων των Ιησουιτών.
Η επίσημη επανίδρυση θα γινόταν σχεδόν 40 χρόνια αργότερα (1814) από τον Πάπα Πίο Ζ΄. Μετά την αποκατάσταση, οι Ιησουίτες εξελίχθηκαν σταδιακά στο μεγαλύτερο ανδρικό θρησκευτικό τάγμα, το οποίο μάλιστα έδινε μεγάλη έμφαση για ακόμη μία φορά στην εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα, ειδικά στην Ασία και την Αφρική.
Οσον αφορά τον 20ό αιώνα, το 1968, ο γενικός ηγέτης του τάγματος, Πέδρο Αρούπε, αναπροσάρμοσε την ιδεολογία του δίνοντας έμφαση στο ότι η διακονία πρέπει να περιλαμβάνει τη συμμετοχή στον πολιτικό αγώνα των φτωχών. Η συγκεκριμένη ιδεολογία επηρέασε αρκετούς ηγέτες των Ιησουιτών στη Λατινική Αμερική στα τέλη του 20ού αιώνα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ακόμη και συγκρούσεις λόγω του ακτιβισμού ορισμένων. Το 2013, ο Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο από την Αργεντινή, ο Πάπας Φραγκίσκος, θα γινόταν ο πρώτος Ιησουίτης που εξελέγη στη θέση αυτή.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

