Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα ήταν γιος ενός μιγάδα χωρικού ο οποίος εκπαίδευε και πουλούσε άλογα κι έφυγε από τη ζωή όταν ο Εμιλιάνο ήταν 17 ετών. Το 1897 ο Εμιλιάνο Ζαπάτα συνελήφθη εξαιτίας της συμμετοχής του σε διαμαρτυρία εναντίον της χασιέντα (φάρμα) που είχε σφετεριστεί τις γαίες του χωριού του. Παρότι έλαβε χάρη, συνέχισε να συμμετέχει στις διαμαρτυρίες των χωρικών, με αποτέλεσμα να υπηρετήσει στον στρατό για έξι μήνες. Το 1909 εξελέγη πρόεδρος της επιτροπής άμυνας του χωριού και, μετά από άκαρπες διαπραγματεύσεις με τους γαιοκτήμονες, ο Ζαπάτα και μια ομάδα χωρικών κατέλαβαν τη γη που είχε σφετεριστεί/καταπατηθεί και τη μοίρασαν μεταξύ τους.
Την επόμενη χρονιά, ο Ζαπάτα και οι συνοδοιπόροι του (μεταξύ των οποίων και οι Πάντσο Βίγια και Πασκουάλ Ορόσκο) αποφάσισαν να υποστηρίξουν τον Φρανσίσκο Μαδέρο, ο οποίος είχε χάσει τις εκλογές και είχε καταφύγει στις ΗΠΑ, όπου αυτοανακηρύχτηκε πρόεδρος πριν επιστρέψει στο Μεξικό με τη βοήθεια των εξεγερμένων χωρικών. Ο Ζαπάτα συναντήθηκε με τον Μαδέρο, όταν εκείνος εισήλθε θριαμβευτικά στην Πόλη του Μεξικού, και του ζήτησε να επιστραφεί η γη στους χωρικούς, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Μετά την εκλογή του Μαδέρο στη θέση του προέδρου, τον Νοέμβριο του 1911, ο Ζαπάτα συναντήθηκε ξανά μαζί του – και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Τότε, με τη βοήθεια του Οτίλιο Μοντάνιο Σάντσες, συνέταξε το λεγόμενο Σχέδιο Αγιάλα, με το οποίο οι υπογράφοντες ορκίζονταν να επιστρέψουν την κλεμμένη ή κατασχεμένη γη πίσω στους χωρικούς, με κεντρικό σύνθημα το «Γη και Ελευθερία».
Τον Φεβρουάριο του 1913, ο στρατηγός Χουέρτα ανέτρεψε και δολοφόνησε τον Μαδέρο. Ωστόσο, ο Ζαπάτα και οι συναγωνιστές του –οι Ζαπατίστας– απέρριψαν την πρότασή του για συμμαχία, βοηθώντας έτσι τους αντάρτες του Βορρά, οι οποίοι βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση του Βενεστιάνο Καράνσα. Ο Ζαπάτα για ακόμη μία φορά ζήτησε την αποδοχή του Σχεδίου Αγιάλα, προειδοποιώντας ότι θα συνέχιζε να αγωνίζεται μέχρι να εφαρμοστεί στην πράξη. Τον Οκτώβριο του 1914, ο Καράνσα συγκάλεσε συνέλευση όλων των επαναστατικών δυνάμεων – αλλά και σε αυτήν οι ελπίδες του Σαπάτα αποδείχθηκαν φρούδες.
Στη συνέχεια, ο Καράνσα απομακρύνθηκε από τον Πάντσο Βίγια –έναν εκ των επικεφαλής των ανταρτών του Βορρά–, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος. Στις 24 Νοεμβρίου ο Ζαπάτα διέταξε τον στρατό του –που πλέον ονομαζόταν Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου και αριθμούσε 25.000 άνδρες– να καταλάβει την Πόλη του Μεξικού. Δύο εβδομάδες αργότερα, Ζαπάτα και Βίγια συναντήθηκαν και υποσχέθηκαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ενώ ο Βίγια αποδέχτηκε το Σχέδιο Αγιάλα. Ο Ζαπάτα δημιούργησε αγροτικές επιτροπές για να διανείμει τη γη, επιβλέποντας τη λειτουργία της, ίδρυσε μια Τράπεζα Αγροτικών Δανείων, τον πρώτο αγροτικό πιστωτικό οργανισμό της χώρας, και προσπάθησε να αναδιοργανώσει τη βιομηχανία ζάχαρης σε συνεταιρισμούς, ενώ ο πόλεμος συνεχιζόταν. Το 1917, οι στρατηγοί του Καράνσα νίκησαν τον Βίγια και απομόνωσαν τον Ζαπάτα. Ο Καράνσα συγκάλεσε στη συνέχεια συνταγματική συνέλευση, στην οποία εγκρίθηκε το Σύνταγμα της χώρας και ο Καράνσα εξελέγη πρόεδρος.
Το τέλος για τον Ζαπάτα θα ερχόταν στις 10 Απριλίου 1919, όταν ο στρατηγός Πάμπλο Γκονζάλες, ο οποίος διηύθυνε τις κυβερνητικές επιχειρήσεις εναντίον του, τον οδήγησε σε θανάσιμη ενέδρα. Μετά τον θάνατό του, οι Ζαπατίστας θα πετύχαιναν την πτώση του Καράνσα και ταυτόχρονα θα λάμβαναν σημαντικές θέσεις, προασπίζοντας το βασικό του όραμα: τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις.
Σήμερα, ο Ζαπάτα έχει αναγνωριστεί ως μια σημαντική ιστορική προσωπικότητα με το όνομά του να περιλαμβάνεται στη στήλη των ηρώων της επανάστασης στην αίθουσα συνεδριάσεων της μεξικανικής Βουλής και αδριάντες του να έχουν ανεγερθεί τόσο στην Πόλη του Μεξικού όσο και στη Μορέλος.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

