Ο ύστερος 18ος αιώνας υπήρξε μια εποχή έντονων πνευματικών ζυμώσεων και καλλιτεχνικών αναζητήσεων. Η Ευρώπη τελούσε υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, ενός κινήματος, το οποίο έθετε στο επίκεντρο τον ορθό λόγο, την επιστημονική πρόοδο, την αναμόρφωση των κοινωνικών θεσμών και την ελευθερία της έκφρασης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πόλεις του ιταλικού Βορρά αναδείχθηκαν σε σημαντικούς κόμβους διακίνησης ιδεών και πολιτισμού. Συγκεκριμένα το Μιλάνο, το οποίο βρισκόταν υπό αυστριακή κυριαρχία από τις αρχές του 18ου αιώνα, εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα καλλιτεχνικής και διανοητικής δραστηριότητας στην ιταλική χερσόνησο.
Την ίδια εποχή, γνώρισαν σημαντική άνθηση η μουσική και οι υπόλοιπες καλές τέχνες δεχόμενες επιρροές από το πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού. Η μουσική σταδιακά απομακρύνθηκε από την πολυπλοκότητα της μπαρόκ αισθητικής, αποκτώντας καθαρότητα στη μορφή, σαφήνεια, ισορροπία και συμμετρία. Μέσα σε αυτό το πολιτιστικό και ιδεολογικό περιβάλλον, η απόφαση για την ανέγερση ενός νέου μεγαλοπρεπούς θεάτρου στο Μιλάνο δεν ανταποκρινόταν απλώς στην πρακτική ανάγκη της κατασκευής ενός τέτοιου κτιρίου, αλλά αποτελούσε και την έκφραση μιας βαθύτερης επιθυμίας συμμετοχής των Μιλανέζων στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό γίγνεσθαι της εποχής, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν η Βιέννη και το Παρίσι.
Μέχρι το 1776, η όπερα στο Μιλάνο στεγαζόταν στο Teatro Regio Ducale. Ωστόσο, το θέατρο καταστράφηκε ολοσχερώς από μια πυρκαγιά που ξέσπασε στις 26 Φεβρουαρίου 1776, αφήνοντας την πόλη χωρίς έναν κεντρικό χώρο για τη διεξαγωγή των λυρικών και των δραματικών παραστάσεων. Η καταστροφή του Teatro Regio Ducale προκάλεσε τη θλίψη, όχι μόνο του φανατικού κοινού της όπερας, αλλά και της φιλόμουσου αριστοκρατίας της πόλης. Η πίεση προς τις αρχές της πόλης για την ανοικοδόμηση του θεάτρου ήταν έντονη. Επειτα από λίγους μήνες οι αρχές αποφάσισαν την ανέγερση ενός νέου θεάτρου, στον χώρο του γκρεμισμένου ναού της Santa Maria alla Scala, από τον οποίο πήρε και το όνομά του ο νέος χώρος της όπερας του Μιλάνου.
Η κατασκευή της Σκάλας ανατέθηκε αρχικά στον αρχιτέκτονα Τζουζέπε Πιερμαρίνι, μαθητή του Λουίτζι Βανβιτέλι. Στη συνέχεια όμως, τον σχεδιασμό και την κατασκευή της ανέλαβαν οι Πιέτρο Μαρλιάνι, Πιέτρο Νοζέτι, Αντόνιο και Τζουζέπε Φε. Οι αρχιτέκτονες του έργου ακολούθησαν τις αρχές του νεοκλασικισμού, σχεδιάζοντας ένα θέατρο με καθαρές γραμμές, αυστηρή γεωμετρία και λειτουργικότητα στον χώρο, η οποία εξυπηρετούσε την καλή ακουστική και ορατότητα από όλες τις γωνίες θέασης και ακρόασης.
Το κτίριο ολοκληρώθηκε εντυπωσιακά γρήγορα για τα δεδομένα της εποχής, μέσα σε μόλις 23 μήνες, γεγονός που μαρτυρεί το πάθος και τη στήριξη που παρείχε η κοινωνία της πόλης στο εγχείρημα. Η Σκάλα εντυπωσίασε τους Μιλανέζους για τη μεγαλοπρέπειά της. Ιδιαίτερα το φιλόμουσο κοινό εντυπωσίασε η σκηνή του θεάτρου, η οποία παραμένει έως και σήμερα μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Εξίσου μεγάλη ήταν και η χωρητικότητα του θεάτρου, το οποίο μπορούσε να φιλοξενήσει περίπου 3.000 θεατές.
Τα εγκαίνια της Σκάλας πραγματοποιήθηκαν στις 3 Αυγούστου 1778 με το έργο του Αντόνιο Σαλιέρι L’ Europa riconosciuta. Επρόκειτο για μια όπερα σε δύο πράξεις σε λιμπρέτο του Ματία Βεράτσι. Η επιλογή του Σαλιέρι, ενός από τους πιο σημαντικούς συνθέτες της Αυλής της Βιέννης, ως του πρώτου συνθέτη που θα παρουσίαζε το έργο του στη Σκάλα δεν ήταν τυχαία. Υποδήλωνε την πρόθεση των Μιλανέζων να εδραιωθεί η πόλη τους ως ένας κόμβος της υψηλής μουσικής δημιουργίας, εφάμιλλος των μεγάλων ευρωπαϊκών πολιτιστικών κέντρων.
Η πρώτη παράσταση στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία και σύμφωνα με πηγές της εποχής, η προσέλευση του κόσμου υπερέβη κάθε προσδοκία και η ανταπόκρισή του υπήρξε ενθουσιώδης. Η μουσική του Σαλιέρι εκτιμήθηκε για την τεχνική της αρτιότητα και την έντονη δραματουργική της φόρτιση, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια επαινέθηκαν για την πολυτέλεια και την ακρίβειά τους.
Η Σκάλα του Μιλάνου αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ιταλική όπερα και την ευρωπαϊκή μουσική. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, υπήρξε η κυριότερη σκηνή παρουσίασης των έργων μεγάλων Ιταλών συνθετών, όπως ο Τζοακίνο Ροσίνι, ο Βιντσέντζο Μπελίνι, ο Γκαετάνο Ντονιτσέτι και ο Τζουζέπε Βέρντι.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

