Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η βουλγαρική ηγεσία χάραξε την εξωτερική της πολιτική τηρώντας μια ισορροπημένη στάση απέναντι στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γερμανία. Οταν το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισε να εφαρμόζει την πολιτική του κατευνασμού απέναντι στη Γερμανία, η Βουλγαρία είδε να αναδύεται μία ακόμη ευκαιρία για την υλοποίηση της αναθεωρητικής της πολιτικής. Επειτα από την έναρξη του επανεξοπλισμού της Γερμανίας, τον Μάρτιο του 1935, η Βουλγαρία ζήτησε την ακύρωση των περιοριστικών διατάξεων της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919) για τον επανεξοπλισμό της. Oταν, όμως, αντέδρασαν σε αυτό το ενδεχόμενο τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, η Βουλγαρία απέσυρε το αίτημά της και επέδειξε νομιμόφρονα στάση, στηρίζοντας την Κοινωνία των Εθνών στο ζήτημα της ιταλικής εισβολής στην Αιθιοπία.
Το 1936 η Βουλγαρία διαβεβαίωσε τα βαλκανικά κράτη ότι δεν επρόκειτο να ζητήσει μεταβολή των όρων της Συνθήκης του Νεϊγύ. Εντούτοις, είδε με ικανοποίηση την υπογραφή της Συνθήκης του Μοντρέ, σύμφωνα με την οποία στρατιωτικοποιήθηκαν τα Στενά. Η βουλγαρική ηγεσία ατένιζε με θετική διάθεση το μέλλον θεωρώντας ότι το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας στην Ευρώπη ευνοούσε τις θέσεις της.
Eπειτα από την κατάρρευση του συστήματος συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη και την εξασθένιση του Βαλκανικού Συμφώνου, του οποίου η Βουλγαρία δεν υπήρξε μέλος, η Γιουγκοσλαβία, υπό τον δυναμικό πρωθυπουργό Μίλαν Στογιαντίνοβιτς, επιδίωξε να προσεγγίσει τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία. Με την τελευταία υπέγραψε τον Ιανουάριο του 1937 ένα σύμφωνο αιώνιας φιλίας, το οποίο περιλάμβανε μόλις δύο άρθρα.
Από τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, όμως, προκύπτει ότι το σύμφωνο θεμελιώθηκε σε ανθελληνική βάση. Η Βουλγαρία αφενός παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της στη νότια Γιουγκοσλαβία και η τελευταία σε αντάλλαγμα συμφώνησε να υποστηρίξει την εδαφική διέξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. Οπως φαίνεται, η παλαιά ελληνοσερβική φιλία απώλεσε τη σημασία της στο πλαίσιο του αβέβαιου μέλλοντος και η Γιουγκοσλαβία δεν έκρυψε τις βλέψεις της για τη Θεσσαλονίκη.
Από την πλευρά της η Ελλάδα, η οποία βρισκόταν από τον Αύγουστο του 1936 υπό το δικτατορικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά, επιδίωξε να εξομαλύνει της ελληνοβουλγαρικές σχέσεις επενδύοντας στην οικονομική συνεργασία των δύο χωρών. Οταν, όμως, η Βουλγαρία ζήτησε δάνεια από τη Γερμανία και άλλες χώρες για τη χρηματοδότηση του μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματός της καταστρατηγώντας καταφανώς τους όρους της Συνθήκης του Νεϊγύ, η Ελλάδα σύσφιξε περαιτέρω τις σχέσεις της με την Τουρκία, η οποία απειλούνταν εξίσου από τον βουλγαρικό αναθεωρητισμό. Συναινετική διάθεση προς τη Βουλγαρία επέδειξε και το Ηνωμένο Βασίλειο, η πολιτική ηγεσία του οποίου επιθυμούσε να αποτρέψει την πρόσδεση της Βουλγαρίας στο γερμανικό άρμα.
Υστερα από παραίνεση της βρετανικής πλευράς, τα μέλη της Βαλκανικής Συνεννόησης (Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία, Ρουμανία) και η Βουλγαρία υπέγραψαν μια συμφωνία στις 31 Ιουλίου 1938 στη Θεσσαλονίκη, η οποία ρύθμιζε το ζήτημα του επανεξοπλισμού της Βουλγαρίας. Συγκεκριμένα, το Σύμφωνο της Θεσσαλονίκης, το οποίο υπέγραψαν ο Μεταξάς, όντας ο πρόεδρος του Διαρκούς Συμβουλίου της Βαλκανικής Συνεννόησης, και ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Γκεόργκι Κιοσεϊβάνοφ, έδωσε το ελεύθερο στη Βουλγαρία να επανεξοπλιστεί, αίροντας τους περιοριστικούς όρους της Συνθήκης του Νεϊγύ, και κατήργησε συγχρόνως το καθεστώς των αποστρατιωτικοποιημένων ζωνών στη Θράκη.
Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύτηκαν να μην καταφύγουν στη βία και σε επιθετικές ενέργειες στο μέλλον. Ωστόσο, δεν υπήρξε καμία δέσμευση της Βουλγαρίας να παραιτηθεί από την αναθεωρητική της πολιτική, παρότι η ίδια τόνιζε σε κάθε ευκαιρία την προσήλωσή της στην ειρήνη και τον εξοπλισμό της για αμυντικούς σκοπούς. Ο Μεταξάς παρείχε θερμή φιλοξενία στον Κιοσεϊβάνοφ στη Θεσσαλονίκη. Οι αμοιβαίες φιλοφρονήσεις των δύο ανδρών κορυφώθηκαν με την επίδοση στον Κιοσεϊβάνοφ του Μεγαλόσταυρου του Σωτήρος, τιμή την οποία ανταπέδωσε ο Βούλγαρος πρωθυπουργός επιδίδοντας στον Μεταξά τον Μεγαλόσταυρο του Αγίου Αλεξάνδρου. Μετά την ολοκλήρωση των επίσημων εκδηλώσεων, ο Κιοσεϊβάνοφ συναντήθηκε με μέλη του επιχειρηματικού κόσμου της Θεσσαλονίκης.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

