Στις 29 Ιουλίου 1907 ο Μπέιντεν-Πάουελ, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του, ξεκίνησε να στήνει μερικές σκηνές στο νησί Μπράουνσι της Αγγλίας, στο πλαίσιο μιας πρωτοβουλίας που ξεκίνησε ως παιδαγωγικό πείραμα, αλλά έμελλε να αποκτήσει παγκόσμια απήχηση. Την 1η Αυγούστου ο χώρος θα υποδεχθεί τα πρώτα παιδιά και γι’ αυτό η μέρα αυτή εορτάζεται ως Παγκόσμια Ημέρα Προσκοπικού Μαντηλιού.
Ο Βρετανός στρατηγός Ρόμπερτ Μπέιντεν-Πάουελ, ήρωας του πολέμου των Μπόερς, εγκαινίαζε έτσι την πρώτη προσκοπική κατασκήνωση, δίνοντας το έναυσμα για τη γέννηση του προσκοπισμού, ενός κινήματος που έμελλε να διαμορφώσει τη ζωή εκατομμυρίων νέων σε όλο τον κόσμο.
Ο Μπέιντεν-Πάουελ είχε επιστρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο ως προσωπικότητα με μεγάλη απήχηση. Είχε διακριθεί για την ευρηματικότητά του στην πολιορκημένη πόλη Μαφεκίνγκ και σύντομα άρχισε να γίνεται γνωστός για τις παιδαγωγικές του απόψεις γύρω από την πειθαρχία, την αυτάρκεια και την υπαίθρια ζωή. Με βάση τη στρατιωτική του εμπειρία και ένα εγχειρίδιο που είχε συγγράψει το 1899 για ανιχνευτές του στρατού (Aids to Scouting), διαμόρφωσε σταδιακά ένα σύστημα που στόχο είχε την ηθική, σωματική και πρακτική διαπαιδαγώγηση των νέων.
Η πρώτη εφαρμογή της ιδέας του έγινε πράξη εκείνο το καλοκαίρι του 1907, όταν οργάνωσε μια δοκιμαστική κατασκήνωση διάρκειας δέκα ημερών στο νησί Μπράουνσι, απέναντι από το Πουλ του Ντόρσετ, με τη συμμετοχή 20 αγοριών από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα: από παιδιά εύπορων οικογενειών μέχρι νεαρούς λιμενεργάτες του Λονδίνου. Ο διαχωρισμός τους σε ομάδες, η χρήση ενδυμασίας εμπνευσμένης από τα στρατιωτικά τμήματα ανιχνευτών, οι κοινές εργασίες, η ζωή στη φύση, η ομαδικότητα και η προώθηση αξιών όπως η υπευθυνότητα και η τιμιότητα, συγκρότησαν τον πυρήνα ενός νέου κινήματος. Ο ίδιος ο Μπέιντεν-Πάουελ κατέγραψε τις εμπειρίες του από την κατασκήνωση στο έργο Scouting for Boys, που εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο (1908), με άμεση επιτυχία.
Μέσα σε λίγα χρόνια, ο προσκοπισμός εξαπλώθηκε ραγδαία στη Βρετανική Αυτοκρατορία και σε άλλες χώρες. Δεν επρόκειτο για μια απλή παιδική δραστηριότητα, αλλά για μια συνειδητή προσπάθεια διαμόρφωσης ενεργών πολιτών με ακλόνητο ηθικό κώδικα και προσανατολισμό στην υπηρεσία της κοινότητας και του έθνους. Ειδικά σε ένα πλαίσιο έντονης βιομηχανικής αστικοποίησης και κοινωνικής ανησυχίας για τη νεανική παραβατικότητα και την έλλειψη ανδρικού προτύπου, ο προσκοπισμός εμφανίστηκε ως ένας τρόπος εξισορρόπησης μεταξύ πειθαρχίας και ελευθερίας, παράδοσης και νεωτερικότητας.
Ο ίδιος ο Μπέιντεν-Πάουελ ανέλαβε μέχρι τέλους τη διάδοση του κινήματος, ιδρύοντας το 1910 και το αντίστοιχο σώμα για κορίτσια (Girl Guides) μαζί με την αδελφή του Aγκνες και τη μελλοντική σύζυγό του, Oλαβ. Το 1920 πραγματοποιήθηκε το πρώτο Παγκόσμιο Τζάμπορι (η μεγάλης κλίμακας προσκοπική και οδηγική συγκέντρωση) στο Λονδίνο, όπου ο ίδιος ανακηρύχθηκε «Αρχηγός όλων των Προσκόπων». Μέχρι τον θάνατό του το 1941, το κίνημα είχε εξαπλωθεί σε περισσότερες από 50 χώρες.
Στην Ελλάδα, η πρώτη προσκοπική ομάδα δημιουργήθηκε ήδη από το 1910, από τον Αθανάσιο Λευκαδίτη το 1912, και το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων ιδρύθηκε επισήμως το 1912, αναγνωριζόμενο θεσμικά με Βασιλικό Διάταγμα. Έλαβε δε τη σημερινή του νομική μορφή ως Ίδρυμα το 1917 με τον Ν. 1066/1917. Από τότε, χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες έχουν ενταχθεί στο κίνημα του προσκοπισμού και του οδηγισμού, αντίστοιχα. Πάνω από έναν αιώνα μετά την πρώτη εκείνη κατασκήνωση στο Μπράουνσι, ο προσκοπισμός συνεχίζει να ζει, να εξελίσσεται και να απευθύνεται σε εκατομμύρια νέους σε όλο τον κόσμο, με το σύνθημα που ξεκίνησε ο ίδιος ο ιδρυτής του: «Eσο έτοιμος».
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

