Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στο Κέσβιλ της Ελβετίας, σε μια φτωχή οικογένεια, και ήταν γιος πάστορα. Η παιδική του ηλικία φαίνεται ότι ήταν μοναχική και με αρκετές εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις. Το πιο πιθανό είναι ότι ήταν προορισμένος να γίνει ιερέας, καθώς υπήρχαν αρκετοί κληρικοί και από τις δύο πλευρές της οικογένειάς του. Ωστόσο, εγκατέλειψε την ισχυρή οικογενειακή παράδοση και σπούδασε Ιατρική, επιθυμώντας να ειδικευτεί στην Ψυχιατρική. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας (1895-1900) και στη συνέχεια της Ζυρίχης.
Στο τελευταίο εντάχθηκε το 1900 στο προσωπικό του Ασύλου Burghölzli, που εκείνη την εποχή διηύθυνε ο Eugen Bleuler, ο οποίος είχε ξεκινήσει αυτό που σήμερα θεωρούνται κλασικές μελέτες ψυχικών ασθενειών. Στο Burghölzli ο Γιουνγκ άρχισε με μεγάλη επιτυχία να εφαρμόζει τεστ λεκτικού συνειρμού. Μελέτησε τις ιδιόμορφες αντιδράσεις των ασθενών σε λέξεις-ερεθίσματα και διαπίστωσε ότι αυτές προκαλούνταν από συναισθηματικά φορτισμένους συνειρμούς-συσχετίσεις που αποκρύπτονταν από τη συνείδηση λόγω του δυσάρεστου, ανήθικου (για αυτούς) και συχνά σεξουαλικού περιεχομένου τους.
Χάρη σε αυτές τις μελέτες, γρήγορα καθιερώθηκε ως ψυχίατρος διεθνούς φήμης. Παράλληλα, θα ερχόταν πιο κοντά στις απόψεις του Φρόιντ, καθώς τα ευρήματά του επιβεβαίωναν πολλές από αυτές. Οι δύο σημαντικοί επιστήμονες θα ξεκινούσαν τη συνεργασία τους το 1907. Μάλιστα, ο Γιουνγκ θεωρούνταν ευρέως ως ο πιο πιθανός διάδοχος του ιδρυτή της Ψυχανάλυσης και το 1911 είχε εκλεγεί πρόεδρος της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Παρ’ όλα αυτά, εν μέρει λόγω ιδιοσυγκρασίας και εν μέρει λόγω διαφορετικών απόψεων σε ζητήματα που αφορούσαν την ερμηνεία των ονείρων, τη σεξουαλικότητα και τη θρησκεία, η συνεργασία τους τερματίστηκε πέντε χρόνια αργότερα. Αφορμή ήταν η σοβαρή διαφωνία που επήλθε με τη δημοσίευση του έργου του Γιουνγκ, Περί της ψυχολογίας του ασυνείδητου, το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με πολλές από τις ιδέες του Φρόιντ. Τον επόμενο χρόνο (1913) η ρήξη ολοκληρωνόταν και ο Γιουγκ ονόμαζε τη δική του οπτική Αναλυτική Ψυχολογία και αποχωρούσε από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία.
Ο Γιουνγκ διέκρινε τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες: εξωστρεφείς και εσωστρεφείς. Αργότερα διέκρινε τέσσερις λειτουργίες του νου –σκέψη, συναίσθημα, αίσθηση και διαίσθηση–, από τις οποίες μία ή περισσότερες κυριαρχούν, κατά την άποψή του, σε κάθε άτομο. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης ενσωματώθηκαν στο έργο του Ψυχολογικοί τύποι, το οποίο κυκλοφόρησε το 1921.
Το όνειρα που έβλεπε ο Γιουνγκ ως παιδί και οι ισχυρές φαντασιώσεις του κατείχαν, μετά τη διακοπή της συνεργασίας του με τον Φρόιντ, σημαντική θέση στο έργο του. Μελέτησε επιστημονικά αυτήν την «παράλογη πλευρά της φύσης του», κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις, και σύντομα, ανέπτυξε τη θεωρία ότι οι εμπειρίες αυτές προέρχονταν από μια περιοχή του νου την οποία ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο.
Αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στην ανάπτυξη των ιδεών του, ιδίως εκείνων που αφορούσαν τη σχέση μεταξύ ψυχολογίας και θρησκείας, δίνοντας νέα σημασία στη λεγόμενη Ερμητική παράδοση. Για εκείνον, η χριστιανική θρησκεία αποτελούσε μέρος μιας ιστορικής διαδικασίας απαραίτητης για την ανάπτυξη της συνείδησης. Πίστευε, μάλιστα, ότι τα αιρετικά κινήματα ήταν εκδηλώσεις ασυνείδητων αρχετυπικών στοιχείων τα οποία δεν εκφράζονταν επαρκώς στις κυρίαρχες όψεις του χριστιανισμού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, διατέλεσε καθηγητής Ψυχολογίας στο Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1935-1942) και από το 1943 καθηγητής Ιατρικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Εφυγε από τη ζωή στις 6 Ιουνίου 1961 σε ηλικία των 85 ετών.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

