Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Θεσσαλονίκη ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 120.000 κατοίκους. Η πόλη παρουσίαζε έντονη πολυεθνική και πολυθρησκευτική σύνθεση, με την εβραϊκή κοινότητα να αποτελεί την πολυπληθέστερη εθνοθρησκευτική ομάδα. Επίσης, πολυπληθείς κοινότητες είχαν οι μουσουλμάνοι και οι ελληνορθόδοξοι.
Στη Θεσσαλονίκη βρήκαν γόνιμο έδαφος οι σοσιαλιστικές ιδέες της Β’ Διεθνούς, τις οποίες κόμισαν στην πόλη διανοούμενοι και μετανάστες οι οποίοι είχαν εμποτιστεί με αυτές τις ιδέες στη δυτική Ευρώπη. Η πόλη αποτελούσε έναν σημαντικό κόμβο εμπορίου και ελαφράς βιομηχανίας, γεγονός που βοήθησε στην ανάπτυξη της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα των ανθρώπων που εργάζονταν στους τομείς της καπνοβιομηχανίας, της ναυτιλίας, των σιδηροδρόμων και της κλωστοϋφαντουργίας.
Η έκρηξη του Νεοτουρκικού Κινήματος στις 24 Ιουλίου του 1908, το οποίο υποχρέωσε τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’ να επαναφέρει σε ισχύ το φιλελεύθερο σύνταγμα του 1876, δημιούργησε μια αίσθηση ελευθερίας και πολιτικής ανανέωσης στη Θεσσαλονίκη. Στην πόλη έκαναν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους τα πρώτα σοσιαλιστικά έντυπα, λέσχες και οργανώσεις, στις οποίες πρωταγωνιστούσαν άνθρωποι που είχαν δραστηριοποιηθεί στο παρελθόν σε αντίστοιχες οργανώσεις του εξωτερικού.
Τον Απρίλιο του 1909 ο Αβραάμ Μπεναγόρια, ένας Βουλγαροεβραίος σοσιαλιστής ο οποίος μετανάστευσε στη Θεσσαλονίκη το 1908, ίδρυσε την πολιτική οργάνωση «Εργατικός Σύνδεσμος Θεσσαλονίκης». Σε αντίθεση με τους Ελληνες και τους Αρμένιους εργάτες, οι οποίοι προτιμούσαν να εντάσσονται κυρίως σε αμιγώς ελληνικές και αρμενικές οργανώσεις, ο Μπεναγόρια και οι Εβραίοι ακόλουθοί του πίστευαν ότι η ιδέα μιας ομοσπονδίας εργατών με κοινές ιδέες από διαφορετικές εθνικοθρησκευτικές ομάδες ταίριαζε περισσότερο με τον πολυεθνικό χαρακτήρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επιρροή της οργάνωσής του αυξήθηκε σημαντικά έπειτα από τη συμμετοχή της στην ογκώδη διαδήλωση των εργατών την Πρωτομαγιά του 1909, λίγες εβδομάδες μόλις μετά την ίδρυσή της.
Σύντομα, έδειξαν προθυμία να συνεργαστούν με τον Μπεναρόγια και η βουλγαρική Σοσιαλιστική Ομάδα, τα μέλη της οποίας ήταν γνωστοί και ως «Στενοί». Οι Στενοί ήταν φλογεροί διεθνιστές, πιστοί στη δική τους ανάγνωση των γραπτών του Μαρξ. Ασκούσαν, μάλιστα, κριτική σε όποιον αναγνώριζε την αρχή της εθνικότητας μεταξύ των εργατών. Από τη συνεργασία των δύο αυτών ομάδων δημιουργήθηκε στις 24 Ιουλίου 1909 η Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης (Federacion Obradera de Salonica), η «Φεντερασιόν» όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία.
Προτού προλάβει να επιδείξει σημαντικό έργο η οργάνωση, εκδηλώθηκαν τα πρώτα σημάδια δυσαρέσκειας από την πλευρά των Στενών, οι οποίοι αντέδρασαν στη συνεργασία του Μπεναρόγια και του κύκλου του με τους ελευθεροτέκτονες της πόλης και τους φιλελεύθερους Νεότουρκους. Μέσα στο 1909 αποχώρησε η πλειονότητα των Στενών από τη Φεντερασιόν κατηγορώντας τα ηγετικά της στελέχη ως ρεφορμιστές.
Τα επόμενα χρόνια και έως την απελευθέρωση της πόλης τον Οκτώβριο του 1912, η Φετνερασιόν συμμετείχε ενεργά στις εργατικές διαδηλώσεις της Θεσσαλονίκης, διοργανώνοντας τις περισσότερες από αυτές. Το διεθνιστικό μήνυμα της Φεντερασιόν, όμως, δεν βρήκε μεγάλη απήχηση στον ευρύτερο πληθυσμό της Μακεδονίας. Στο πλαίσιο των εθνοτικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια, επικράτησε η αρχή των εθνοτήτων. Μετά την απελευθέρωση της πόλης, τα ηγετικά της στελέχη εντάχθηκαν σε σοσιαλιστικές οργανώσεις και κόμματα (ο Μπεναρόγια πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ΣΕΚΕ το 1918).
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

