Στις 18 Ιουλίου 64 μ.Χ., ξέσπασε στην καρδιά της Ρώμης μια πυρκαγιά η οποία πήρε γρήγορα τεράστιες διαστάσεις, με συνέπεια την καταστροφή μεγάλων τμημάτων της πόλης και τον θάνατο αμέτρητων ανθρώπων.
Οι συζητήσεις γύρω από το πώς και κυρίως το ποιος προκάλεσε τη μεγάλη αυτή καταστροφή ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως μετά το ξέσπασμα της φωτιάς και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Το μεγαλύτερο ερώτημα αφορά τον αυτοκράτορα Νέρωνα: Εβαλε σκόπιμα φωτιά στην πόλη ή απλώς παρακολούθησε την καταστροφή; Μάλιστα, έχουν αμφισβητηθεί ακόμα και οι τεχνικές πυρόσβεσης που χρησιμοποιήθηκαν, καθώς παραμένει ασαφές αν αυτές επεδίωκαν να σταματήσουν την πυρκαγιά ή να επιταχύνουν την καταστροφή της πόλης.
Παρότι η αξιοπιστία των σύγχρονων με την πυρκαγιά αφηγήσεων έχει αμφισβητηθεί από αρκετούς, η αφήγηση του Τάκιτου, ο οποίος αναφέρεται στις συνθήκες που οδήγησαν στην καταστροφή της Ρώμης, γίνεται από τους περισσότερους ιστορικούς αποδεκτή. Η φωτιά φαίνεται ότι ξεκίνησε από την πύλη Καπίνη, κοντά στον Μεγάλο Ιππόδρομο (Circus Maximus), που αποτελούσε συνέχεια με τον Παλατίνο λόφο, τον κεντρικό από τους επτά λόφους της αρχαίας Ρώμης, και τον Καίλιο λόφο. Η συνοικία αυτή είχε πολλά καταστήματα γεμάτα από εύφλεκτες ύλες, που, σε συνδυασμό με τον δυνατό άνεμο, συνετέλεσαν ώστε να μεταδοθεί η φωτιά με μεγάλη ταχύτητα. Οι φλόγες μαίνονταν και στις άλλες πυκνοκατοικημένες γειτονιές της πόλης, πνίγοντας τους δρόμους της με καπνό για πάνω από μια εβδομάδα. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι κάτοικοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους προσπαθώντας να σωθούν.
Μέσα στο πλήθος, υπήρχαν και οι vigiles urbani –ένα είδος αστυνομίας πόλεως–, από τους οποίους άλλοι λέγεται ότι σταματούσαν τους πληβείους που έφευγαν, άλλοι λεηλατούσαν τα εγκαταλελειμμένα κτίρια κι άλλοι κατεδάφιζαν ακόμη και κτίρια που βρίσκονταν έξω από την πορεία της φωτιάς.
Αν κι έχει υποστηριχτεί ότι οι vigiles urbani ενεργούσαν υπό τις διαταγές του Νέρωνα, οι απόψεις επ’ αυτού διίστανται. Ο Τάκιτος υποστήριξε ότι όσοι είχαν πει πως ενεργούσαν «υπό τις εντολές» του πιθανώς ψεύδονταν, ώστε να λεηλατήσουν ανενόχλητοι. Ο Σουητώνιος, από την άλλη, περιέγραψε πώς ο «άπληστος» Νέρωνας είχε δώσει οδηγίες να γκρεμιστούν πέτρινα κτίρια, ακόμη και όταν αυτά διέφυγαν από την οργή της Μεγάλης Πυρκαγιάς, ισχυριζόμενος ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας το έκανε αυτό επειδή ήθελε να χτίσει μια νέα Ρώμη – μια λαμπερή πόλη κατευθείαν από τη φαντασία του. Οι Δίων Κάσσιος και Πλίνιος ο Πρεσβύτερος συμμερίζονται την άποψη του Σουητώνιου, ενώ άλλοι συγγραφείς υποστήριξαν ότι η φωτιά λειτούργησε ως αφορμή για τον διωγμό των χριστιανών˙ μια άποψη που δεν υποστήριξε πάντως ο Λεύκιος Καικίλιος Φιρμιανός Λακτάντιος, συγγραφέας της Πρωτοχριστιανικής περιόδου και σύμβουλος του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Σήμερα, μεγάλη μερίδα ιστορικών έχει υποστηρίξει ότι οι καταστροφές σπιτιών που αναφέρονται και από τον Σουητώνιο και τον Τάκιτο έγιναν πιθανώς για να διαμορφωθεί ένα είδος αντιπυρικής ζώνης.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι το συγκεκριμένο γεγονός άφησε πίσω του έναν τραγικό απολογισμό: από τα 14 μεγάλα διαμερίσματα της πόλης, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά τα 3, τα 7 είχαν αρκετά σπίτια μισοκαμένα και μόνο 4 μόνο δεν υπέστησαν ζημιές.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

