Στις αρχές του 1945, το Πρόγραμμα Μανχάταν, το άκρως απόρρητο αμερικανο-βρετανικό πρόγραμμα παραγωγής πυρηνικών όπλων, εισήλθε στην τελευταία του φάση.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του εργαστηρίου του Προγράμματος στο Λος Αλαμος, Τζ. Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, έπρεπε να γίνουν μερικές δοκιμές των βομβών, τις οποίες είχαν ετοιμάσει οι αρμόδιοι επιστήμονες και μηχανικοί, προκειμένου να ολοκληρωθεί η γνώση τους για αυτές. Μολονότι η στρατιωτική ηγεσία του Προγράμματος ήθελε να προχωρήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η τελική παράδοση των βομβών στην πολιτική ηγεσία της χώρας, ενέκρινε τις προτάσεις του Οπενχάιμερ.
Ηδη από το 1944 τα μέλη του Προγράμματος Μανχάταν είχαν επιλέξει μια περιοχή ενενήντα έξι χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Αλαμογκόρντο στην έρημο του νότιου Νιου Μέξικο για τις δοκιμές τους στην ατομική βόμβα. Οι Ισπανοί κατακτητές του 16ου αιώνα είχαν ονομάσει την περιοχή «Jornada del Muerto» (Ταξίδι Θανάτου), δείχνοντας με σαφήνεια τη σκληρότητα του κλίματος που επικρατούσε σε εκείνο το τμήμα των ΗΠΑ. Ο αμερικανικός στρατός δέσμευσε μια περιοχή έκτασης 120 τετραγωνικών χιλιομέτρων και κατασκεύασε μερικά κτίσματα για την παρακολούθηση της πρώτης δοκιμής της βόμβας.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1945 η πίεση που ασκείτο στον Οπενχάιμερ από τη στρατιωτική διοίκηση του Προγράμματος για την περάτωση των δοκιμών πριν από τη συνάντηση του Τρούμαν με τον Στάλιν και τον Τσόρτσιλ στο Πότσδαμ στα μέσα Ιουλίου ήταν μεγάλη. Η αμερικανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία επιθυμούσε να έχει στα χέρια της τη βόμβα πριν από τις 15 Αυγούστου, οπότε και σχεδίαζε να εισέλθει στον πόλεμο η Σοβιετική Ενωση. Στα τέλη Ιουνίου ο Οπενχάιμερ και η ομάδα του όρισαν ως ημέρα δοκιμής της ατομικής βόμβας τη 16η Ιουλίου.
Η ατμόσφαιρα εντός της ομάδας των επιστημόνων και των ανθρώπων που ενεπλάκησαν στην κατασκευή της βόμβας ήταν τεταμένη. Ολοι περίμεναν με αγωνία να παρακολουθήσουν το αποτέλεσμα της πολυετούς δουλειάς τους, φοβούμενοι παράλληλα και τις συνέπειες της κατασκευής μιας τέτοιας βόμβας για την ανθρωπότητα. Ο Οπενχάιμερ βρισκόταν σε μεγάλη ένταση για αρκετές ημέρες. Τον ανησυχούσαν ιδιαίτερα οι πληροφορίες των μετεωρολόγων για την έλευση μιας καταιγίδας την ημέρα της δοκιμής. Παρά ταύτα, με τη σύμφωνη γνώμη του στρατιωτικού διοικητή του Προγράμματος Μανχάταν Λέσλι Γκρόουβς, ο οποίος πίεζε να μην αναβληθεί η δοκιμή, έδωσε την εντολή για πυροδότηση της βόμβας στις 5.30 το πρωί της 16ης Ιουλίου.
Το θέαμα της έκρηξης της ατομικής βόμβας ήταν συγκλονιστικό. Οπως περιέγραψε ο χημικός Τζο Χίρσφελντερ, ο οποίος είχε αναλάβει να μετρήσει τα ραδιενεργά κατάλοιπα της έκρηξης, «εντελώς ξαφνικά, η νύχτα έγινε μέρα και ήταν τρομερά φωτεινά, η ψύχρα έγινε ζέστη· η πύρινη μπάλα μετατρεπόταν, σταδιακά, από λευκή σε κίτρινη και μετά σε κόκκινη, καθώς μεγάλωνε σε μέγεθος και σκαρφάλωνε στον ουρανό· μετά από περίπου πέντε δευτερόλεπτα το σκοτάδι επέστρεψε, αλλά με τον ουρανό γεμάτο από μια μοβ λάμψη, ακριβώς σαν να ήμασταν περικυκλωμένοι από το βόρειο σέλας» (Kai Bird-Martin J. Sherwin, O θρίαμβος και η τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, Εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα 2020, σελ. 373).
Ο Οπενχάιμερ έμεινε εμβρόντητος μπροστά στη θέα του απόκοσμου σύννεφου σε σχήμα μανιταριού, το οποίο σχηματίστηκε πάνω από τον χώρο της δοκιμής της βόμβας. Αρκετά χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του σε αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο δήλωσε ότι εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε κάποιους στίχους από το Μπαγκαβάντ-Γκίτα, ένα από τα ιερά κείμενα του Ινδουισμού, από τους οποίους ξεχωρίζει η φράση «Τώρα γίνομαι Θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων». Σε διάστημα μικρότερο του ενός μήνα, οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν τις ατομικές βόμβες, οι οποίες κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο του Προγράμματος Μανχάταν, στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, υποχρεώνοντας τους Ιάπωνες να παραδοθούν άνευ όρων στις 15 Αυγούστου.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

