Η Μαρί Κιουρί γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1867 στη Βαρσοβία, ως Μαρία Σκλοντόφσκα. Από τα παιδικά της χρόνια, ήδη είχε διαφανεί η εξαιρετική της μνήμη, ενώ στα 16 της κέρδισε ένα χρυσό μετάλλιο μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής της σε ρωσικό λύκειο. Σε ηλικία 18 ετών προσλήφθηκε ως γκουβερνάντα κaι έτσι μπόρεσε να χρηματοδοτήσει τις ιατρικές σπουδές της αδερφής της Μπρονισλάβα στο Παρίσι, με τη συμφωνία ότι η τελευταία θα τη βοηθούσε αργότερα με τις δικές της σπουδές.
Το 1891 η Μαρία Σκλοντόφσκα πήγε στο Παρίσι. Εκεί άρχισε να παρακολουθεί τις διαλέξεις των Πολ Απέλ, Γκάμπριελ Λίπμαν και Εντμόν Μπουτί στη Σορβόννη μέχρι το 1893, οπότε και κατέλαβε την πρώτη θέση στην άδεια επαγγέλματος στις φυσικές επιστήμες, ενώ την επόμενη χρονιά τη δεύτερη στα μαθηματικά.
Την άνοιξη του 1894 γνωρίστηκε με τον φυσικό Πιερ Κιουρί και το καλοκαίρι του 1895 παντρεύτηκαν. Μετά την ανακάλυψη ενός νέου φαινομένου από τον Ανρί Μπεκερέλ το 1896 –αυτού που αργότερα ονομάστηκε ραδιενέργεια–, η Μαρί Κιουρί αποφάσισε να διερευνήσει αν είχαν και άλλα χημικά στοιχεία την ιδιότητα που ανακαλύφθηκε στο ουράνιο. Ανακάλυψε ότι αυτό ίσχυε και για το θόριο την ίδια εποχή με τον Γκ. Κ. Σμιτ. Eστρεψε, λοιπόν, την προσοχή της στα ορυκτά. Ο Πιερ Κιουρί συμμετείχε στην ερευνητική προσπάθεια, η οποία οδήγησε στην ανακάλυψη του πολωνίου και του ραδίου. Στη συνέχεια, εκείνος επικεντρώθηκε στη φυσική μελέτη των νέων ακτινοβολιών, ενώ η Μαρί στη δυνατότητα απόκτησης καθαρού ραδίου σε μεταλλική κατάσταση. Τον Ιούνιο του 1903 έλαβε το διδακτορικό της στις θετικές επιστήμες και, μαζί με τον Πιερ, της απονεμήθηκε το Μετάλλιο Ντέιβι της Βασιλικής Εταιρείας. Την ίδια χρονιά μοιράστηκαν με τον Μπεκερέλ το βραβείο Νόμπελ Φυσικής για την ανακάλυψη της ραδιενέργειας.
Το εντατικό επιστημονικό της έργο δεν διέκοψε ούτε η γέννηση των δύο κοριτσιών του ζεύγους, το 1897 και το 1904. Το 1900 διορίστηκε λέκτορας Φυσικής στην École Normale Supérieure στις Σέβρες, όπου εισήγαγε μια μέθοδο διδασκαλίας βασισμένη σε πειραματικές επιδείξεις, και τον Δεκέμβριο του 1904 κύρια βοηθός στο εργαστήριο που διηύθυνε ο Πιερ Κιουρί.
Ο ξαφνικός θάνατος του συζύγου της, τον Απρίλιο του 1906, εκτός από πλήγμα για εκείνη, αποτέλεσε σημείο καμπής στην καριέρα της: έκτοτε θα αφιερωνόταν στην ολοκλήρωση του επιστημονικού έργου που είχαν αναλάβει. Στις 13 Μαΐου, διορίστηκε στην έδρα που είχε κενωθεί λόγω του θανάτου του Πιερ, με αποτέλεσμα να είναι η πρώτη γυναίκα που δίδαξε στη Σορβόννη. Το 1908 έγινε ομότιμη καθηγήτρια και το 1910 δημοσιεύτηκε η πραγματεία της για τη ραδιενέργεια. Eναν χρόνο αργότερα, της απονεμήθηκε το Νόμπελ Χημείας, για την απομόνωση καθαρού ραδίου.
Στη συνέχεια, αφιέρωσε τις έρευνές της στη μελέτη των χημικών ιδιοτήτων των ραδιενεργών στοιχείων και στις ιατρικές εφαρμογές τους. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, έδωσε σειρά διαλέξεων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και έγινε μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Πνευματικής Συνεργασίας από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών.
Eνα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά της ήταν η κατανόηση της ανάγκης συσσώρευσης ραδιενεργών πηγών, όχι μόνο για τη θεραπεία ασθενειών αλλά και για την ενίσχυση της έρευνας στην πυρηνική φυσική. Η ύπαρξη στο Ινστιτούτο Ραδίου, ενός αποθέματος 1,5 γραμμαρίου ραδίου, στο οποίο, σε μια περίοδο αρκετών ετών, είχαν συσσωρευτεί ράδιο D και πολώνιο, συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχία των πειραμάτων που πραγματοποιήθηκαν γύρω στο 1930 και ιδιαίτερα εκείνων που πραγματοποίησε η κόρη της, Ιρέν, σε συνεργασία με τον σύζυγό της Φρεντερίκ Ζολιό, και τα οποία προετοίμασαν το έδαφος για την ανακάλυψη του νετρονίου και της τεχνητής ραδιενέργειας το 1934.
Λίγους μήνες μετά την τελευταία ανακάλυψη, στις 4 Ιουλίου, η Μαρί Κιουρί έφυγε από τη ζωή λόγω αναιμίας που είχε προκληθεί από τη δράση της ακτινοβολίας. Είχε προλάβει, όμως, να δει την ανάπτυξη του Ιδρύματος Κιουρί στο Παρίσι και τα εγκαίνια του Ινστιτούτου Ραδίου στη Βαρσοβία. Το 1995, η τέφρα της φυλάχτηκε στο Πάνθεον στο Παρίσι, κάνοντάς την και πάλι την πρώτη γυναίκα που έλαβε αυτή την τιμή για τα επιτεύγματά της.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

