Στις αρχές του 19ου αιώνα κατέστη εμφανές ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν πλέον σε φάση παρακμής. Παρότι οι Οθωμανοί γνώριζαν τα επιτεύγματα της Δύσης, η θρησκευτική ηγεσία και οι συντηρητικοί κύκλοι της οθωμανικής ελίτ αντιδρούσαν σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης είχε γίνει στο παρελθόν. Ως εκ τούτου, καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 18ου αιώνα οι Οθωμανοί δεν προέβησαν σε καμιά ανανεωτική κίνηση στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας.
Ο πρώτος σουλτάνος ο οποίος αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα της κατάστασης ήταν ο Σελίμ Γ΄ (1789-1807). Προσπάθησε να συγκροτήσει έναν νέο τακτικό στρατό, την εκπαίδευση του οποίου ανέλαβαν Γάλλοι αξιωματικοί. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια του Σελίμ Γ΄, όμως, προκάλεσε την αντίδραση των γενιτσάρων και των ουλεμάδων, με αποτέλεσμα την εκθρόνισή του τον Μάιο του 1807. Ο διάδοχος του Σελίμ, Μουσταφά Δ΄, δεν παρέμεινε για πολύ καιρό στην εξουσία. Τον Ιούλιο του 1808 στον σουλτανικό θρόνο ανέβηκε ο Μαχμούτ Β΄.
Παρότι οι μεταρρυθμίσεις του Σελίμ Γ΄ δεν κατέστη δυνατό να υλοποιηθούν, το όραμά του για έναν αναμορφωμένο οθωμανικό στρατό συνεχίστηκε από τον Μαχμούτ. Οταν απέτυχαν να καταστείλουν την Ελληνική Επανάσταση, οι γενίτσαροι βρέθηκαν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Ο Μαχμούτ Β΄ αναγκάστηκε να διαλύσει οριστικά το σώμα των γενιτσάρων το 1826, εισάγοντας την τακτική στρατολόγηση. Κάλεσε μάλιστα Γάλλους και Πρώσους αξιωματικούς για να αναλάβουν την εκπαίδευση του νέου οθωμανικού στρατού. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1835, διέλυσε οριστικά και το παρωχημένο σώμα των σπαχήδων, η γη των οποίων περιήλθε στην κυριότητα του κράτους. Ο Μαχμούτ βέβαια προέβη και σε διοικητικές μεταρρυθμίσεις, καταργώντας το αξίωμα του μεγάλου βεζίρη και μοιράζοντας τις εξουσίες του στα υπουργεία Εξωτερικών, Εσωτερικών και Οικονομικών.
Καθώς όμως η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στο αρχικό στάδιο της στρατιωτικής αναδιοργάνωσης, στάθηκε ανίκανη να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εσωτερικό κίνδυνο, τον βαλή της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Ο Αλή τοποθετήθηκε στη θέση του διοικητή της Αιγύπτου το 1805 και μέσα σε σχεδόν είκοσι έτη κατάφερε να καταστήσει τη χώρα του Νείλου μια εύρωστη οικονομικά οθωμανική επαρχία. Ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων αγιάνηδων της οθωμανικής περιφέρειας, ο Αλή προώθησε μια αυτόνομη πολιτική, διακατεχόμενος από ηγεμονικές τάσεις.
Οταν ο σουλτάνος απέρριψε το αίτημά του να περάσει στη δικαιοδοσία του η Συρία, ο Μεχμέτ Αλή εξεγέρθηκε το 1831 εναντίον του έχοντας την υποστήριξη των Γάλλων, οι οποίοι διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στη συγκρότηση ενός αξιόλογου αιγυπτιακού στρατού και στόλου. Τον Δεκέμβριο του 1832 ο αιγυπτιακός στρατός κατατρόπωσε τα οθωμανικά στρατεύματα και στη συνέχεια κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμβιβασμό υπογράφοντας τη Συνθήκη της Κιουτάχειας τον Μάιο του 1833. Ωστόσο, οι βλέψεις του Αλή για κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο δεν έπαυσαν να υπάρχουν.
Το 1839 ξέσπασε ο δεύτερος πόλεμος ανάμεσα στην Πύλη και τον Μεχμέτ Αλή με αφορμή την άρνηση του τελευταίου να εφαρμόσει τους όρους της βρετανο-οθωμανικής Συνθήκης του Μπάλτα Λιμάν, η οποία έπληξε τα αιγυπτιακά εμπορικά συμφέροντα. Σε μάχη που διεξήχθη στη Νιζίπ στις 24 Ιουνίου 1839 τα οθωμανικά στρατεύματα κατατροπώθηκαν για δεύτερη φορά από τον στρατό του Αλή. Οταν οι Οθωμανοί στρατιώτες πληροφορήθηκαν πως ο Μαχμούτ Β΄ πέθανε την 1η Ιουλίου, προσχώρησαν αμέσως στο πλευρό του Μεχμέτ Αλή, ο οποίος εμφανιζόταν προς ώρας ως ο κυρίαρχος παίκτης στο Ανατολικό Ζήτημα. Στο πλευρό του Αλή μεταπήδησε και ο διοικητής του οθωμανικού στόλου καθιστώντας ευάλωτη την Κωνσταντινούπολη σε επίθεση από τη θάλασσα.
Στις 2 Ιουλίου 1839 ανέβηκε στον θρόνο ο 16χρονος γιος του Μαχμούτ Β΄, Αβδούλ Μετζίτ. Με την ανάληψη των καθηκόντων του ο Αβδούλ Μετζίτ βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, καθότι δεν διέθετε ούτε στρατό ούτε στόλο για την προστασία της πρωτεύουσας από τα στρατεύματα του Αλή. Τότε παρενέβησαν οι Βρετανοί, οι Ρώσοι, οι Αυστριακοί και οι Πρώσοι υπέρ του νεαρού σουλτάνου αναλαμβάνοντας την προστασία της αυτοκρατορίας του. Απαίτησαν από τον Αλή να αποσύρει τα στρατεύματά του όχι μόνο από τη Μικρά Ασία αλλά και να εγκαταλείψει τη Συρία και την Κρήτη, διατηρώντας μόνον το πασαλίκι της Αιγύπτου υπό την εξουσία του. Ακόμη και οι Γάλλοι τάχθηκαν υπέρ αυτής της λύσης, όταν ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών ο Φρανσουά Γκιζό, ο οποίος υποστήριζε σε γενικές γραμμές τη βρετανική πολιτική στο Ανατολικό Ζήτημα. Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος ρυθμίστηκε το 1841 με την υπογραφή της Συνθήκης του Χουνκιάρ Ισκελεσί.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

