Το πρωινό της 30ής Ιουνίου 1941, καθώς τα γερμανικά στρατεύματα έμπαιναν θριαμβευτικά στο Λβιβ, τα μέλη της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών (OUN) υπό τον Στεπάν Μπαντέρα ανακοίνωναν μονομερώς την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Σε μια ρευστή ατμόσφαιρα όπου τα σοβιετικά στρατεύματα υποχωρούσαν άτακτα και η Βέρμαχτ εθεωρείτο απελευθερωτής από μεγάλο μέρος του τοπικού πληθυσμού, η πράξη αυτή προκάλεσε ενθουσιασμό, αλλά και τραγικές εξελίξεις.
Η διακήρυξη έγινε από τον Γιαροσλάβ Στετσκό, στενό συνεργάτη του Μπαντέρα, ο οποίος σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση, ανακοινώνοντας την αποκατάσταση του ουκρανικού κράτους «υπό την αρχηγία του Ουκρανού Ηγέτη Στεπάν Μπαντέρα» και κάνοντας έκκληση για συνεργασία με το Τρίτο Ράιχ. Σκοπός τους ήταν να εξασφαλίσουν τη γερμανική υποστήριξη για ένα εθνικό ουκρανικό κράτος που θα απλωνόταν από τη Βολυνία ώς τον Καύκασο.
Η συγκυρία της ανακήρυξης δεν ήταν τυχαία. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 22 Ιουνίου, είχε ξεκινήσει η Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, η γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Η Δυτική Ουκρανία, η οποία είχε ενταχθεί στη Σοβιετική Ένωση μόλις το 1939 μετά τη συμφωνία Ρίμπεντροπ-Μόλότοφ, γινόταν ξανά πεδίο ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Για τους εθνικιστές της OUN, η κατάρρευση της σοβιετικής διοίκησης φάνταζε ως ιστορική ευκαιρία. Οι ίδιοι είχαν ήδη προετοιμάσει ένοπλες ομάδες που ακολουθούσαν τις γερμανικές γραμμές, δημιουργώντας τοπικές αρχές και επιβάλλοντας τον έλεγχο σε πόλεις και χωριά.
Όμως, οι Γερμανοί είχαν διαφορετικά σχέδια. Δεν ανέχονταν καμία μορφή πολιτικής αυτονομίας, πολύ δε περισσότερο ένα ουκρανικό κράτος, και αντιμετώπισαν με καχυποψία την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Μέσα σε λίγες ημέρες, οι αρχές του Ράιχ διέλυσαν την κυβέρνηση Στετσκό, συνέλαβαν ηγετικά στελέχη της OUN, και μετέφεραν τον ίδιο τον Μπαντέρα στο στρατόπεδο του Ζάξενχαουζεν, όπου παρέμεινε κρατούμενος ως το 1944. Παρά τη σύγκρουση, ωστόσο, τμήματα της ΟUN συνέχισαν να συνεργάζονται με τις γερμανικές δυνάμεις, ιδίως στον αντικομμουνιστικό αγώνα και στις διώξεις κατά των Εβραίων και των Πολωνών.
Οι ημέρες που ακολούθησαν την είσοδο των ναζί στο Λβιβ σφραγίστηκαν από μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της τοπικής ιστορίας: το πογκρόμ και τη μαζική εξόντωση χιλιάδων Εβραίων της πόλης από παραστρατιωτικούς Ουκρανούς και ντόπιους πολίτες, με την παθητική ή και ενεργή συμμετοχή των γερμανικών Einsatzgruppen. Οι αναφορές κάνουν λόγο για 4.000–7.000 θύματα μέσα σε λίγες μέρες, σε μια πρωτοφανή έκρηξη βίας που έμεινε γνωστή ως το «Πογκρόμ του Λβιβ». Σε αυτές τις σφαγές ενεπλάκησαν και μέλη της OUN, καθώς και του ουκρανικού Τάγματος Nachtigall, ενδεχομένως, το οποίο είχε συγκροτηθεί υπό γερμανική διοίκηση.
Η 30ή Ιουνίου 1941 παραμένει ένα βαθιά διχαστικό ορόσημο στην ουκρανική ιστορική μνήμη. Για ορισμένους, συμβολίζει τη μαχητική προσήλωση στην εθνική ανεξαρτησία έναντι δύο ολοκληρωτικών καθεστώτων, του ναζιστικού και του σοβιετικού. Για άλλους, υπενθυμίζει τις σκοτεινές πτυχές του ουκρανικού εθνικισμού, τη συνεργασία με τους ναζί και τη συμμετοχή σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η κληρονομιά της OUN και του Μπαντέρα εξακολουθεί να προκαλεί έντονες συζητήσεις, εντός και εκτός Ουκρανίας, ιδίως μετά το 2014, όταν η Ρωσία εργαλειοποίησε την ιστορία του ουκρανικού εθνικισμού για να δικαιολογήσει την εισβολή της στην Κριμαία και τον πόλεμο στο Ντονμπάς.
Η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του 1941 έμεινε χωρίς αντίκρισμα. Το νέο «κράτος» διαλύθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες, και η Ουκρανία παρέμεινε υπό σκληρή ναζιστική κατοχή. Η πραγματική ανεξαρτησία δεν θα ερχόταν παρά μισόν αιώνα αργότερα, το 1991, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

